«Μεταθανασία» είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής του Ηλία Στόφυλα. Οι στίχοι του με ξάφνιασαν ευχάριστα. Διαπίστωσα ότι ο Ηλίας Στόφυλας τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο που διαθέτει, γνωρίζει να τον εκφράζει με ένα υπέροχο τρόπο που πραγματικά με άγγιξε συναισθηματικά.
Δύσκολος ο στίχος του Ηλία Στόφυλα, υποχρεώνει τον αναγνώστη σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση για να μπορέσει να συλλάβει το αλληγορικό, πολλές φορές, νόημά του. Σαν το καταφέρει όμως, νιώθει μια μεθυστική ευχαρίστηση. Έχει τη διπλή ικανοποίηση της μέθεξης με το πνεύμα του ποιητή και της γεύσης μιας όντως υψηλής ποιητικής δημιουργίας.
Ο Ηλίας εντυπωσιάζει με τη γονιμότητα της σκέψης του και τον ποιητικό του οίστρο. Δε διδάσκει, αλλά αναπολεί, θυμάται, συγκινείται, θρηνεί, αγωνίζεται και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αλλάξει και να διορθώσει ό,τι τον πληγώνει, ό,τι τον καταπιέζει, ό,τι του στερεί την ελευθερία, ό,τι έντονα ποθεί.
Ο «πρωταγωνιστής» των ποιημάτων του δείχνει διψασμένος για τη ζωή, ορμητικός για κάθε τι που δίνει νόημα στη ζωή. Δε δειλιάζει μπροστά σε οποιαδήποτε αθλιότητα, δε φοβάται να αναμετρηθεί με οποιονδήποτε εχθρό. Δε διστάζει να πει προς όλες τις κατευθύνσεις τη γνώμη του. Είναι υπερήφανος, ειλικρινής, ευθύς, γενναίος, άκαμπτος, ασυμβίβαστος. Η πραγματικότητα, όπως την βίωσε στο παρελθόν, προσπαθεί να τον εγκλωβίσει σε μια ζωή χωρίς ιδανικά, χωρίς όνειρα και ελπίδες. Μα αυτός την περιφρονεί, την αφήνει να τη ζήσουν άλλοι, ενώ ο ίδιος παλεύει για να τη συντρίψει και να θεμελιώσει πάνω στα συντρίμμια της έναν άλλο εαυτό, μιαν άλλη ζωή, ένα ελπιδοφόρο μέλλον!
Στην πρώτη ενότητα του ποιήματός του «Διαφεύγον πρόσωπο», αναφερόμενος στο παρελθόν δεν αναγνωρίζει το πρόσωπό του παλιού εαυτού του, που δεν εύρισκε νόημα στη ζωή του, δεν τολμούσε να βιώσει τα αισθήματά του, που τον έπνιγαν αμείλικτα διλήμματα, διχασμοί, εσωτερικές συγκρούσεις και αναποφασιστικότητα.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δεν το αναγνωρίζω,
κρύφτηκε στα ίχνη του παρελθόντος,
στα χαλάσματα της οριστικής σιωπής,
στα διαφεύγοντα νοήματα,
στα αναβαλλόμενα αισθήματα.
Κρύφτηκε στα τιθασευμένα βλέμματα των διλημμάτων,
στους ακρωτηριασμένους διχασμούς.
Στη δεύτερη ενότητα δίνει τα χαρακτηριστικά του νέου του εαυτού που παρουσιάζεται μέσα από μια εντυπωσιακή συναισθηματική έκρηξη, σαν να «σπάει» κάθε δεσμό με το παρελθόν. Στον νέο του εαυτό, που προκύπτει από ρήξη με το παρελθόν, ρήξη βίαιη που πονά και στάζει αίμα, κυριαρχεί η ζωή, η αυτοπεποίθηση, το φως, η υπέρβαση του θανάτου, Υπάρχει κόστος σε αυτή τη διαδικασία. Μόνο έτσι δημιουργείται η μεταμόρφωση. Η ορμητική κίνηση, η ζωική ορμή, οδηγεί σε μια ανώτερη πνευματική ύπαρξη που ξεπερνά τη θνητότητα. Μετά το θάνατο ακολουθεί η ανάσταση και η αναγέννηση.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δεν είμαι εγώ.
Λείπουν τα εκρηξιγενή βλέφαρα,
τα τρεμάμενα ματόφυλλα,
τα πέταλα της εσωτερικής μου ανεμώνας.
Λείπει κι εκείνη η εξαίσια ορμή,
η αχρωμάτιστη φυγή μέσα στο θάμπος,
η μαχαιριά που σαρώνει τις ρυτίδες·
ο λεκές που στάζει στο σαγόνι,
λίγο πιο κάτω από τη μνήμη.
Το πρόσωπο της φωτογραφίας
δε μου μοιάζει.
Δε φορά την υπέργεια ζώνη φωτός,
που νικά κάθε Άδη,
ούτε και το αίμα του πρώτου μου ναυαγίου.
Στο ποίημά του «Το υπόγειο» το ποιητικό υποκείμενο σε μια κατάδυση στη μνήμη και στο παρελθόν ανασύρει εικόνες και θύμησες που τον πληγώνουν, όπως είναι η διάψευση των ελπίδων, η καταπίεση των επιθυμιών, οι δεσμεύσεις, η τυφλή υποταγή στις επιταγές της οικογένειας και της κοινωνίας, ο εγκλεισμός, η έλλειψη ελευθερίας έκφρασης, οι κραυγές αγωνίας.
Στο ποίημα αυτό ο λυρισμός του ελεύθερου στίχου γίνεται εντονότερος με την έκφραση ατομικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες όμως μέσα από σύμβολα παίρνουν ένα καθολικό χαρακτήρα και εκφράζουν συναισθήματα και θέματα πανανθρώπινα όπως η αναζήτηση ταυτότητας, η αποτυχία, η ελπίδα, ο τρόμος, η αναζήτηση νοήματος στη ζωή, ο θάνατος κ.ά. Οι επαναλήψεις στο ποίημα αυτό ενισχύουν το λυρικό στοιχείο και τη μουσικότητά του:
«Ψάχνοντας στη σκόνη του υπογείου,
βρήκα το όνομά μου.
Αυτό που δε μου χρειάστηκε ποτέ.
Χωρίς το αρχικό μου,
χωρίς τη συμφωνία των συμφώνων,
χωρίς εμένα.
Το όνομα που γλίστρησε στις παροπλισμένες μου επιθυμίες,
που απέδρασε απ’ το κελί των αστραπών μου,
που βούλιαξε στο ενυδρείο των υποσχέσεων».
Μετά από πάλη και αγώνα, μέσα από τη συντριβή του παλιού του εαυτού, αναγεννάται, βρίσκει την πραγματική του ταυτότητα.
Ο ποιητής βάλλει εναντίον του κατεστημένου της σύγχρονης ξιπασμένης κοινωνίας, αναπτύσσει αγωνιστικότητα κοινωνική, κριτική σκέψη, οξεία διείσδυση στα ανθρώπινα.
Στη «Μεταθανασία» καταθέτει την αντίληψη πως από πολύ μικρός έχει δεχτεί και ακολουθεί συμβάσεις και πρότυπα που του επιβάλλουν άλλοι. Αυτό το βιώνει ως «ταρίχευση», ως θάνατο πρόωρο που δεν τον αφήνει να ζήσει πραγματικά και να γευτεί τον ίλιγγο, τη ζάλη της αληθινής ζωής.
«Βρέφος ακόμη,
με ταρίχευσαν στο μαυσωλείο των συμβάσεων.
Άδειο από αίμα και ίλιγγο.
Να μην ακούσω την ευτυχία που εγκυμονεί ο λυγμός του κύκνου».
Με τους στίχους του φτάνει και αγγίζει τον καθολικό πόνο μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα του σύγχρονου κόσμου. Δεν αγνοεί τον κόσμο αυτόν, γιατί δεν κλείνεται στον ελεφάντινο πύργο της ποίησης. Βρίσκεται στις επάλξεις, αγωνίζεται να τον αλλάξει. Καυτηριάζει, μαστιγώνει αλλά και σατιρίζει καταστάσεις και συμπεριφορές. Ζητάει με επιμονή ισοτιμία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη. Γίνεται εραστής του καλού και του ωραίου. Υπηρετεί με πάθος την ποίηση με υπέροχη γραφή.
Ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται στα ποιήματά του, αναφέροντας σημαντικές στιγμές της ζωής του. Ζωντανεύει το παρελθόν.
Η πορεία προς τη συντριβή του παλιού εαυτού και στην ανάδυση νέου αποτελεί μια επίπονη τραυματική διαδικασία, είναι μια μοναχική πορεία, μια αγωνιώδης προσπάθεια που περιλαμβάνει και διαψεύσεις, πισωγυρίσματα, αναβολές.
Στο ποίημά του «Τραυματισμένος άγγελος» τον πληγωμένο εαυτό του αναγκάζει η σκληρή κοινωνία να μπει σε ένα περιθώριο, όπου όμως ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά του. Στην ομάδα των πληγωμένων βρίσκει και πολλούς άλλους. Αυτός που απορρίπτεται από την κοινωνία ή που ο ίδιος την αποστρέφεται αισθάνεται ένθεος, πως περιβάλλεται από μια ιερότητα, σαν εκείνη που βιώνει ο ασκητής στο κελί του.
«Οι εντεταλμένοι
μού επέβαλαν την εσχάτη των πληγών.
Καθισμένος στο εδώλιο του αδικημένου τράβηξα τη σκανδάλη.
Αμέσως, βρέθηκα στον όμιλο των τραυματισμένων αγγέλων.
Παρίας, φυγόκοσμος κι ένθεος μαζί».
Στο νέο αυτό κόσμο διδάσκεται και μαθαίνει πώς να ζει ουσιαστικά, πώς να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Πώς να μην αισθάνεται φόβο λόγω της εύθραυστης ανθρώπινης ύπαρξης που κάνει τον άνθρωπο να μην τολμά. Πώς να πετάξει όλα αυτά που κουβαλάμε και μας απομακρύνουν από την ευτυχία, δηλ. τους φόβους, τους δισταγμούς, τα «πρέπει». Το ποιοι είμαστε είναι σε ένα βαθμό προκαθορισμένο από άλλους (γονείς, κοινωνία, εποχή). Και αυτό το «είναι» δίνεται ντυμένο σε μετάξι – φαίνεται ωραίο – ωστόσο οδηγεί σε αδιέξοδο.
«Μέσα στην έδρα των λαβωμένων
ξεκίνησα την ανακομιδή των ερειπίων μου.
Πέταξα όλο το περιττό φορτίο της ύπαρξης,
τα μεταξωτά κουρέλια του προκαθορισμένου είναι,
την πληρότητα της έλλειψης».
Σε κάποια ποιήματα ο ποιητής περιγράφει την ασφυκτική ατμόσφαιρα των παιδικών του χρόνων, σκληρά περιστατικά που άφησαν στην ψυχή του ανεξίτηλα σημάδια. Τις δικές του βιωματικές εμπειρίες σε πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις. Τις διαψεύσεις οραμάτων, την πίκρα και την απογοήτευση, που εναλλάσσεται με την ελπίδα και την αισιοδοξία. Όλο το συναισθηματικό του κραδασμό και τα λυρικά φορτία από τα οποία εμφορείται. Σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι μια κραυγή απόγνωσης, μια φωνή διαμαρτυρίας που ο Ηλίας Στόφυλας γνωρίζει να μετουσιώνει με μαεστρία σε ποίηση.
Τα ποιήματα ξεχωρίζουν για τη δύναμη της περιγραφής, την εκφραστικότατη γλώσσα, τον καλοδουλεμένο στίχο, που ξεχειλίζει από λυρισμό. Ο ποιητής στρέφεται στις μεγάλες δυνάμεις που κινούν τον κόσμο, όπως ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, η επιθυμία για ελευθερία και ανεξαρτησία. Μας δίνει με ενάργεια και παραστατικότητα εντυπωσιακές εικόνες και εμπειρίες από τη ζωή του. Εντυπωσιάζει η εκπληκτική ευχέρεια χρησιμοποίησης της γλώσσας και η λυρική απόδοση του πλούσιου συναισθηματικού του στοιχείου.
Εξαίσιες είναι οι ποιητικές εικόνες: «είδα τις έφιππες αράχνες να κουβαλάνε τη σορό μου», «το όνομά μου το είδα να χαράζεται πάνω σε σκουριασμένες αλυσίδες», «να καρφώσω στο σταυρό το ξεψυχισμένο μου όνειρο, τη νικημένη μου ζωή», «θα προσκυνήσω το σκοτωμένο αίμα του έρωτα», «ανάμεσα στους ερυθρόλευκους ανθώνες και τις ασημένιες πεταλούδες», «μνήμες που κέρωσαν στα χέρια μου» κ.ά..
Τα περισσότερα ποιήματα έχουν έντονο το ελεγειακό στοιχείο, όταν συναισθηματικά φορτισμένος ο ποιητής αναφέρεται στις αντιξοότητες και τις πίκρες του παρελθόντος ή στο θάνατο. Ωστόσο η σθεναρή απόφαση του ποιητικού υποκειμένου να δημιουργήσει κάτι καινούριο πάνω στα ερείπια που το ίδιο δημιούργησε από τη μια και ο πηγαίος και καταιγιστικός λυρισμός των στίχων από την άλλη, έρχονται όχι μόνο να ηδύνουν τη μελαγχολική του διάθεση, να απαλύνουν τον πόνο του, αλλά να τον οπλίσουν με δυναμισμό και αισιοδοξία που οδηγούν στη δικαίωση και στη λύτρωση.
Όπως γράφει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «χρειάζεται πανοπλία» εκείνος που αποφασίζει να γράφει. Και ο Ηλίας Στόφυλας έχει ένα απόθεμα πνευματικό, είναι οπλισμένος με γερή αρματωσιά, ικανή να τον οδηγήσει σε απρόσιτες κορφές του Παρνασσού.
Παύλος Παρασκευαΐδης
Φιλόλογος