Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα έβγαινα ξανά μαζί της μετά από χρόνια. Ήμουν μεγαλύτερη, γυναίκα συγκριτικά με τη μικρή εκείνη κοπέλα που είχε γνωρίσει. Με είχε βγάλει τελείως από τη ζωή της όταν ήμουν 22 ετών, τώρα είμαι 33.
Και εκείνη είχε μεγαλώσει. Αλλά δεν έπαψα ποτέ να την αγαπάω, όπως την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα. Το όνειρό μου να βγω ξανά μαζί της είχε –επιτέλους- εκπληρωθεί.
Την κοιτούσα, με κοιτούσε. Δε χρειαζόμασταν λόγια, η σιωπή τα έλεγε όλα από μόνη της.
Δεν άντεξε άλλο, μου μίλησε.
-Μαρία, τι θα γίνει; Θα μου μιλήσεις;
-Τι να σας πω, Mademoiselle; Τι θα μπορούσα να πω τόσα χρόνια μετά;
Δεν περίμενα ποτέ πως θα έρθει αυτή η στιγμή.
-Σε άφησα να περιμένεις αρκετή ώρα;
-Ναι, τη μισή μου ζωή…
-Δεν άλλαξες πολύ…
-Εξωτερικά ίσως όχι. Εσωτερικά όμως, πολύ. Δεν μπόρεσα να είμαι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος, μετά από εσάς, μετά από εσένα.
-Από τον πληθυντικό στον ενικό, Μαρία; Η αλήθεια είναι πως δε χρειάζεται πια κανένας πληθυντικός…
-Συμφωνώ, δε χρειάζεται. Όχι μεταξύ μας.
Η Μαρία της πιάνει το χέρι διακριτικά.
-Σου έλειψα καθόλου; Αυτή την αγωνία έχω τόσο καιρό.
-Υπήρχαν φορές που σε σκέφτηκα, ναι…
-Τόσα μηνύματα αναπάντητα, τόσες κλήσεις, χάθηκες από παντού.
Σιωπή…
-Γιατί μου φέρθηκες έτσι;
-Τι θέλεις να σου πω, Μαρία; Εκείνη τη στιγμή έκρινα πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο…
-Μάλιστα…
Σιωπή για αρκετή ώρα…
Μετά από λίγο…
-Μαρία, δεν άλλαξες εξωτερικά. Παραμένεις ίδια, αν και ηλικιακά πλέον είσαι πιο μεγάλη.
-Μάλιστα. Αλλά ξέχασες το σημαντικότερο…
-Ποιο;
-Σε αγαπάω το ίδιο, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια…
…
-Να ξέρεις πως σε διάβαζα και κρυφά χαιρόμουν.
-Αυτό ήταν –και είναι- το πρόβλημα με εσένα. Πάντοτε όλα στα κρυφά… ποτέ εγώ να μην αισθανθώ πως με αγαπάς.
Πάει να μιλήσει, αλλά της κάνει νήμα να σιωπήσει..
-Ίσως δεν έπρεπε να σου δείχνω πόσο πολύ σε αγαπάω. Να μη σε έχω τόσο σίγουρη για εμένα…
-Μαρία, ήσουν τόσο μικρή τότε… και τώρα είσαι, αλλά τότε ακόμα περισσότερο…
-Θα σου πω μία ιστορία για τα 33 χρόνια που ζω…
Κάποτε αγαπούσα πολύ μία γυναίκα. Εσένα. Έκανα τα πάντα για να την πείθω να ασχολείται μαζί μου, ήθελα όσο τίποτα να αισθανθώ πως με αγαπάει. Πάντοτε αισθανόμουν τελευταία γιατί για εμένα ποτέ δεν υπήρχε κανένας χρόνος. Με εγκατάλειψε τελείως, ήμουν τότε στα 22 μου. Όσο και να την παρακαλούσα, δε μου έστελνε ούτε ένα μήνυμα. Έχασα όλο τον κόσμο μου, έγινα σκιά του εαυτού μου, ξεκίνησα να πιστεύω πως είμαι ανεπαρκής επειδή μου φερόταν έτσι. Άρχισα να πιστεύω για τον εαυτό μου πως δεν αξίζω, αισθανόμουν πως δίνω τα πάντα μου και πάλι λίγα είναι. Έκανα τα πάντα για να μην αισθάνομαι έτσι. Τρελά, χαζά, ανόητα, τα πάντα. Από το να μάθω να μαγειρεύω, μέχρι να δώσω ξανά εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Και δεύτερη και τρίτη φορά. Έκανα τα πάντα για να τη φέρω κοντά μου. Γέμισα εντός μου θυμό, μίσος, κάθε αρνητικό συναίσθημα που με έκανε να θέλω να τη μειώνω, να την πληγώνω όπως με πλήγωνε. Δε με ενδιέφερε αν πληγωνόταν, ούτε αν με έβριζε…
Σήμερα, στα 33 μου, τη συναντάω ξανά. Και δεν ξέρω αν υπερισχύει η ευγνωμοσύνη ή ο θυμός, η αγάπη ή η πικρία μου. Πάντως, δεν έχω πια να δώσω κάτι άλλο. Ακόμα και τώρα που βγήκα ξανά μαζί σου, αυτό που ονειρευόμουν τόσο καιρό, δε με γεμίζει πια…
Ήταν μία ωραία γνωριμία. Ξεκίνησε όμορφα, αλλά τελείωσε πολύ άσχημα. Δεν πειράζει, αυτά έχει η ζωή… Καληνύχτα…
Σηκώνεται και φεύγει, αφήνοντας την ίδια σκεπτική…
ΥΣ: Το διήγημα είναι φανταστικό και απλώς αφηγείται μία δική μου σκέψη στα 26 μου χρόνια για το μέλλον…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ