Ποιητή….
Των μικρών και μεγάλων λέξεων…
Των άσημων και των σπουδαίων αδικοδίκαιος λόγος.
Εσύ… που στολίζεις την πέτρα με δροσερά αστέρια,
Το χώμα με ψυχές πηγές αναβλύζουσες…
Που… ακόμα και στην έρημο της ανθρωπόμορφης γης
Ακόμη και στα λυκογέννητα, τα λαβογέννητα βουνά…
Ξετύλιξες το μίτο της εσωφόρετης σκέψης σου…
σαν δίχτυα που άπλωσες για τη μεγάλη ψαριά των κόπων σου…
Έτσι αγνάντεψες στους ανθρώπους τη χαρά από τα βάσανα,
Και από τα βάσανα τους ανθούς της χαράς εκούρσεψες.
Ώ… ποιητή… μεγάλε…, μικρέ ποιητή των στιγμών και της
κατακαθισμένης αρμύρας, στα ξόβεργα κατάρτια πλοίων τρομαγμένων.
Στα χέρια κουπιά ανδρών ακυβέρνητων και ξεχασμένων.
Ποιητή… που ελέησες!
Ποιητή… που καταδίκασες!
Ποιητή….
Που μύρωσες το κεφαλάκι μικρού παιδιού , με μύρο το αθώο του κόκκινου,
Τις ωδές της άγριας μαργαρίτας και το έρεβος του μέλλοντος πόθου…
το μύρωσες κι αυτό…!
Για να δοξάζουν οι θεοί των μυστικών και των ανέμων, την ιερή πατημασιά
του άσπιλου πάνω στο πέλαγος, μέσα στη θύελλα και στον αλυχτό της βροντής.
Στην απειρόχρονη στιγμή του κεραυνού και στην αιώνια φρεσκάδα της σύλληψης…
Έτσι ποιητή… εποίησες… μα δεν ξεδιάλεξες…
Το βάθος του ρηχού των κόσμων το μάντεψες άπατο…
Και τις σειρήνες άφωνες διεκδίκησες στα χέρια των ζώντων.
Ποιητή… που εγέννησες!
Ποιητή… που λάβωσες!
Ποιητή…
Που δόξασες το θείο ανάμεσα στις ξέψυχες φωνές των αδικοχαμένων…
Από το χέρι και τον πολιτισμό του αλλόκοτου.
Του εκδικητή θεάνθρωπου, που μοιράζει αυτόδικα θανάτους ως μέγας λυτρωτής.
Και πνίγει τις θάλασσες… ναι πνίγει τις θάλασσες με τις εκκωφαντικές αιμοσταλίδες
του άδικου χρέους!
Σαν το θήραμα, που δεν κρύβεται στα λαγούμια του κι απροκάλυπτα μουγκό τρέχει
προς την απαγορευμένη αυτοκτονία του!
Θελητά, ανήξερα αβοήθητο!
Ω ποιητή…!
Ποιητή των μονοπατιών και του αδιέξοδου λιμού των φεγγαριών!
Στερημένα να χορτάσουν το δικό τους κιτρινόχλωμο άρωμα των κύκλων τους
Στις κατακτημένες στέγες των δασών τους στερήθηκαν τη σιγή της δικής τους κατάκτησης
Από την απανταχού συμπαντική υπεροχή των κατακτητών τους!
Έτσι , που θέριεψε η δίψα του θεριού κάκτου…!
Για κείνα τα γλυκά κορίτσια, έρμαια στις αγκαλιές γερόντων πλανητών και καμμένων άστρων.
Ποιητή…ακέραιε!
Ποιητή…αλύτρωτε!
Ποιητή…
Που εξιλέωσες…τη γη. Τη γη που θέλησες να κάψεις φωτοβολώντας με ηλιαχτίδες ατρόμητες
τις ρίζες των ακούραστων δέντρων.
Στερώντας τες, τη φυσική ησυχία της υγρής μάνας
Τη φυσική απορροή των δακρύων μέσα από τους σωμάτινους κορμούς εξάτμισες…
Κει πάνω!…Στους ανθρώπους που δεν εννόησαν τις ρίζες τους…
Που δεν γεύτηκαν την αντιστροφή του φωτός στο απόλυτο σκοτάδι.
Έτσι σκέφτηκες! Έτσι παραδόθηκες!…
Κι εσύ όντας ποιητής …! Αγνοήθηκες…
Ώ! Αποίητε…
Αράχνης ιστέ ,που κυκλώνεις θύματα και θύτες στο πανάρχαιο ακριβό μετάξι…
Που φοβίζεις …και που φοβάσαι! Που ενεδρεύεις και ενεδρεύεσαι…!
Ώ! Χρόνοι κλωστές του πολύποθου νήματος….Δολοφόνος και δολοφονημένος…
Πάνω σ ένα λευκό ζεύγος περιστεριών καλπάζεις…Και μέσα στη σιωπή των τρελών παραμονεύεις τη λεία σου…!!!!
Αγγέλα Ντέλια
Απλά υπέροχο!
Πολύ καλό!