«Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει», του ’χε πει ο Λάρστ όταν ετοίμαζαν την ληστεία και του ’χε κλείσει το μάτι κι είχαν πιει μες στους καπνούς σα συνωμότες και συνένοχοι και μετά τον πρόδωσε τον Λάρστ. Τον σκότωσε στη γωνιά, ανοίγοντάς του το κεφάλι με μια πέτρα που ’χε κρύψει πίσω απ’ τα σκουπίδια. Το κεφάλι του Λάρστ ανοικτό μες στο σοκάκι, κρεμόταν το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο, το μισό κάτω, έτσι ώστε να χάσκουν κομμάτια απ’ το κρανίο κάτω απ’ το δέρμα και τα μαλλιά. Και το αίμα λίμναζε γύρω του κι απλωνόταν σαν υγρό βελούδο, ενώ προσπαθούσε να μην το πατήσει. Να πάρει το σάκο με τα χρήματα δίχως να το πατήσει, πράγμα μάταιο, διότι ο σάκος ήταν ακόμη σφιγμένος μες στα δάκτυλα του Λάρστ.
Βούτηξε ένα πόδι μες στην κόκκινη, ρευστή λιμνούλα, άρπαξε άγαρμπα το σάκο που έσταζε πλέον και μες στα νευρά του τράβηξε μια δυνατή κλωτσιά στο κεφάλι του Λάρστ στέλνοντας, το πάνω μέρος του κρανίου να κυλιστεί αριστερά σα ξεφουσκωμένη μπάλα. Το κοίταξε με δέος καθώς τα ματιά του Λάρστ κοιτούσαν ορθάνοικτα σαν σε απορία, ετοιμόρροπα μες τις κόγχες τους. Έβγαλε το νοτισμένο παπούτσι, το ’χώσε στην τσέπη του, πήρε το σάκο κι οπού φύγει-φύγει με τα νομίσματα να βροντούν πάνω στο μηρό του όπως έτρεχε αδέξια μ’ ένα μόνο παπούτσι.
Βρήκε τους πρώτους αγρούς, τους πέρασε, βράδυ πια, νύχτα μαύρη δίχως φεγγάρι, κρύφτηκε μέσα της και συνέχισε να τρέχει στραβοπατώντας πάνω στο μελανό χορτάρι με τον ιδρώτα να τον καίει και να τον κρυώνει ταυτόχρονα. Και σκόνταψε, έστριψε το γυμνό πόδι κι έπεσε να κυλιστεί στη γη που τον συνάντησε τραχιά και σκληρή μες στη νύχτα κι η πλαγιά τον παρέσυρε για μέτρα, οι πέτρες ξεκόλλησαν και ροβόλησαν πίσω και πάνω του, στους, ωμούς, στην πλάτη, στο κεφάλι του, το έδαφος σηκώθηκε να κτυπήσει τα χεριά του, τα γόνατά του. Ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι αποπροσανατολισμένος, χαμένος, βρήκε το παπούτσι στην τσέπη του και τότε κατάλαβε ότι δεν κρατούσε πλέον τον σάκο. Έκανε να σηκωθεί, κάτι σα να σφύριξε πάνω του κι ένοιωσε τον αέρα να περνάει ξυστά διπλά απ’ το μάγουλό του, κάτι να τον αγγίζει στιγμιαία, μια πνοή στ’ αυτί του και χάθηκε. Πουθενά ο σάκος, πουθενά γύρω του κι αποκαμωμένος αποφάσισε ότι θα είχε πέσει στην πλαγιά.
Το πρωί δεν ήταν και μακριά, θα τον έβρισκε. Εκλογίκευση κούρασης, τελευταία σκέψη πριν τον πάρει ο ύπνος μες στα χόρτα. Είδε τον Λάρστ να γελάει και ξάφνου να σκάει το στόμα του σα ροδί κατακόκκινο, τα δόντια μικροί καρποί μ’ αιμάτινες σταλαγματιές. Άνοιξε τα ματιά του: θολά χορτάρια, κουκκίδες κόκκινες που ήταν τα πληγιασμένα χεριά του και πιο κει κάτι μαύρο, γυαλιστερό, κατάμαυρο γέμιζε τον ορίζοντά του. Τινάχτηκε πάνω, ο εφιάλτης ακόμη ζωντανός μέσα του και ανακάθισε στο χόρτο.
Δυο μέτρα πιο κει έστεκε ακίνητο ένα κοράκι καθαρίζοντας τα φτερά του, μαύρα, στιλπνά σαν τη νύχτα, ατάραχο. Δεν είχε ξαναδεί πιο μεγάλο. Τα κατάμαυρα ματιά στροβιλίστηκαν και καρφώθηκαν πάνω του ήρεμα, γυαλίζοντας σα βαθιές λίμνες. Κάποιος του ’χε πει να προσέχει τα κοράκια, διαβόλου πλάσματα, προμηνύουν ένας θεός ξέρει τι. Και πού ήταν ο σάκος; Που του ’χε πέσει πάνω στην τρελή τρεχάλα του; Εκεί που είχε σκοντάψει, δεν θα ‘ταν μακριά. «Πρέπει να σηκωθώ», σκέφτηκε.
-Εσύ τι κοιτάς; Στο κοράκι. Τα φτερά του λαμποκοπούσαν στον ήλιο, συγκεντρώνοντας το φως, καταπίνοντάς το.
-Σήκω, αλλά τον σάκο δεν θα τον βρεις.
Το κοίταξε εμβρόντητος κι είδε τον εαυτό του μες στις μαύρες λίμνες των ματιών του.
-Έχει πέσει σε μια σχισμάδα μες στα βράχια. Δεν τον φτάνεις. Εγώ όμως τον φτάνω. Ήταν κοροϊδευτική η φωνή; Ο ήχος βραχνός, ένα «Κρύου, κρύου, κρύα..», λες κι έβηχε ή γελούσε κακόκεφα.
Έβαλε το παπούτσι του και στάθηκε στα ποδιά του ζαλισμένος, γρατζουνισμένος παντού απ’ την τούμπα που ’χε φάει, το παντελόνι φαγωμένο, σκισμένο στο δεξί γόνατο.
-Είναι κει πάνω, συνέχισε το πούλι. Τα ματιά του μες στα δικά του.
Κοίταξε την πλαγιά που είχε κουτρουβαλήσει, δεν είχε μεγάλη κλίση και τα χόρτα έκρυβαν τα βράχια που δεν είχε δει μες στη νύχτα, μικρά, κοφτερά, κολλημένα μαζί. Πηρέ την πλαγιά σβάρνα, πάνω-κάτω, παντού, ψάχνοντας σκυφτός μες τις χαραμάδες και τα στενά ανοίγματα, έρποντας, χώνοντας τα μπράτσα του μέσα τους, ψαχουλεύοντας τα σκοτάδια της γης. Μάτωσαν τα δάκτυλά του, ο σάκος πουθενά. Η οργή του γύρισε σε αυτολύπηση, του ήρθαν δάκρυα στα ματιά κι αναπόφευκτα η λύπη, ελλείψει άλλης οδού, έγινε αποδοχή.
-Πού είναι;
-Και να στο πω, δεν τον φτάνεις. Δεν χώρας μέσα κει.
-Τι θέλεις για να τα βγάλεις; Όλο αυτό ήταν παράλογο κι όμως το κοράκι απάντησε.
-Έλα, κι απογειώθηκε, πετώντας αργά ώστε να το προλαβαίνει. Τα μεγάλα φτερά του είχαν την χάρη του αέρα, της κίνησης που δεν χρήζει κόπου και γι’ αυτό φαντάζει τέλεια. Το ακλούθησε τρέχοντας, περά απ’ τους λιγοστούς θάμνους, στο μοναδικό δέντρο που υψωνόταν στην πεδιάδα, το μοναδικό σημείο με πυκνή, πράσινη, χλωρή βλάστηση. Μια μικρή όαση, η βελανίδια μεγαλόπρεπης, τα κλαδιά της σαν αμέτρητα χεριά απλώνονταν προς τα πάνω, τα φυλλώματα τρεμόπαιζαν στο αεράκι, λες κι όλο το δέντρο ανέπνεε βαθιά, έως τις ρίζες του. Το πούλι κάθισε σ’ ένα κλαρί, ατενίζοντάς τον από ψηλά.
-Μην πλησιάσεις πολύ.
-Γιατί; Ένα κοράκι ήταν, τίποτα άλλο.
-Ζει το φίδι εδώ. Το κοράκι έβηξε πάλι, αλλά ήταν σαν υπόγειο γέλιο.
Άθελά του έκανε πίσω κοιτώντας κάτω, ανάμεσα απ’ τα χορτάρια.
-Μπορώ να σου φέρω τα νομίσματα εδώ. Ένα κάθε μέρα.
Κάτι κινήθηκε στη βάση της βελανιδιάς, το κοράκι άλλαξε κλαρί κι ο Ράνσεν αναπήδησε, η καρδιά του κρούοντας μέσα του.
-Θες να την δεις;
-Ναι. Νοσηρή περιέργεια.
– Θηλυκό, θα γεννήσει. Πλατάγισαν τα εβένινα φτερά, ένας ήχος μαλακός σαν τον αέρα που περνάει και φεύγει.
Περπατούσε περά-δοθώ, ο θόρυβος διώχνει τα φίδια ήξερε. Σταμάτησε, στάθηκε ακίνητος, έτοιμος.
Τα μαύρα φτερά άνοιξαν διάπλατα, το κοράκι απογειώθηκε μες στα φύλλα, μαύρο μες στο πράσινο, σκιά, φως και χάθηκε. Η βελανίδια κινήθηκε, όλο το δέντρο έτρεμε, άλλαζε αργά, συσπάστηκε, ο ευθυτενής κορμός άρχισε να κάμπτεται, να αποκτάει καμπύλες, τα κλαδιά λύγισαν ελαστικά, έτριξε το ξύλο, κι αργά, δίχως βία, αθόρυβα τώρα, το δέντρο αναδιπλώθηκε σαν πλοκάμι, γύρισε και ξεδιπλώθηκε σαν πράσινο κύμα μπροστά του, αναδύθηκε ιριδίζων, παλλόμενο, ζωντανό, τα ματιά του αβυσσαλέα, φλόγες χάλκινες, στολισμένα με κόκκους χρυσού που αναπηδούσαν, προσκαλώντας τον πιο κοντά. Η ουρά του φιδιού ήταν χαμένη μες στα ψηλότερα κλαδιά, το σώμα του χάιδευε νωχελικά το δέντρο γλιστρώντας και αγκαλιάζοντας πριν κουλουριαστεί ήσυχο, το τριγωνικό κεφάλι στραμμένο σχεδόν με απορία προς τον Ράνσεν, τα ματιά επικεντρωμένα κι αθώα σαν παιδιού.
-Θα σου φέρνω τα νομίσματα εδώ.
Αναπήδησε ξαφνιασμένος, η ανάσα του κομμένη, το κοράκι διπλά του, άκουγε τα φτερά του.
-Εδώ; Έδειξε με το πηγούνι του το δέντρο και το φίδι διότι ένιωθε τα μέλη του να τρέμουν.
-Ή θα σε δηλητηριάσει ή θα σε πνίξει. Ένα ξερό κρώξιμο σα βήχας ετοιμοθάνατου. Δεν ξέρει από ανθρώπους. Και το κρώξιμο ήταν γέλιο τώρα τρανταχτό, ένας ήχος δυσβάστακτος και διαπεραστικός.
Η απόγνωση του έδωσε δύναμη, έσκυψε απότομα, σήκωσε μια πετρά και την εκσφενδόνισε με όλη του δύναμη προς το μαύρο πούλι που γέλασε, κράζοντας κοροϊδευτικά, αποφεύγοντας τον κίνδυνο εύκολα:
-Εάν οι άνθρωποι είχαν φτερά και μαύρα πούπουλα, ελάχιστοι θα ήταν όσο έξυπνοι όσο τα κοράκια*. Ξάφνου ήταν μες στα μούτρα του, τα φτερά κτυπούσαν, μαλακές βεντάλιες, στα μαγουλά του, σκεπάζοντας τα ματιά του, κλείνοντάς τον σ’ ένα φρικτό σκοτάδι. Κι όπως ήρθε, έτσι έφυγε και τον τύφλωσε ο ήλιος. Το σκοτάδι είναι η έλλειψη του φωτός.
Άβουλα συγκατατέθηκε και συμφώνησε.
-Πόσες μέρες θα πάρει;
-Να τα φέρω ή να τα πάρεις;
Δεν είχε απάντηση κι έμεινε σιωπηλός.
Θρόισε το δέντρο, αναποδογύρισαν τα φύλλα κι έκλεισαν πάνω απ’ το φίδι.
Περνούσαν οι μέρες αργά και το κοράκι κουβαλούσε με το ράμφος του τα νομίσματα που τα απέθετε με προσοχή στη βάση της βελανιδιάς. Έφερνε γύρω το δέντρο, μετά πετούσε ανάμεσα απ’ τα αχανή κλαδιά και τέλος, λίγα εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος, άφηνε το νόμισμα να πέσει μες στα χορτάρια αθόρυβα για να απογειωθεί αμέσως. Μετά μερικές μέρες τα νομίσματα κροτάλιζαν καθώς έπεφταν πάνω σ’ εκείνα που ήταν ήδη στο έδαφος, ήχος χρυσός, κουδουνιστός, αμέριμνος σα παιχνίδι. Ο Ράνσεν τα παρακολουθούσε να αυξάνουν, από απόσταση πάντα. Το λόγια του με το κοράκι ήταν ελάχιστα, δεν χρειάζονταν στο κάτω-κάτω.
Παρακολουθώντας την αύξηση της μελλοντικής περιουσίας του, ακουσία παρατηρούσε καθημερινά και το δέντρο και μαζί και το φίδι. Ήξερε τα χρώματα που άλλαζαν μέσα στην ήμερα, χιλιάδες αποχρώσεις πράσινου για τις οποίες δεν υπήρχαν λέξεις, καστανές σκιές που απλώνονταν, μαζεύονταν και συρρικνώνονταν ακολουθώντας την πορεία του ήλιου ή τα σύννεφα, πράσινο σε γκρίζο, λαδί, σταχτί σε σμαραγδί, σε εκτυφλωτικό πράσινο πάλι, σ’ ένα πράσινο σχεδόν διάφανες. Το δέντρο ανέπνεε το οξυγόνο και μαζί του ανέπνεε και το φίδι που κι αυτό είχε την ρουτίνα του. Την περισσότερη ώρα την περνούσε κουλουριασμένο γύρω και μέσα στο δέντρο δίχως να κινείται, κρυμμένο στα φυλλώματα, ασάλευτο.
Με τις μέρες ο Ράνσεν άρχισε να ξεχωρίζει το φίδι απ’ το δέντρο και πάλι δεν ήταν σίγουρος τι απ’ τα δυο έβλεπε κι έτσι άρχισε να πλησιάζει, δειλά στην αρχή, με προσοχή μετά, με λίγο θάρρος κάθε μέρα. Το φίδι τον κοιτούσε δίχως να κουνιέται. Από περιέργεια ο Ράνσεν του έφερε νερό ένα μεσημέρι. Το φίδι ήπιε κοιτάζοντάς τον: λεία, πορτοκαλί, χάλκινα ματιά που άνοιγαν διάπλατα καλώντας τον, τραβώντας τον, θέλγοντάς τον. Και δεν άντεξε την υπνωτική δίνη της έλξης και πλησίασε ανήμπορος, γοητευμένος, να σταθεί μπροστά στο τρίγωνο κεφάλι και την διχαλωτή γλωσσά που σύρθηκε πάνω στην παλάμη του απαλά για να πλεχτεί, βελούδινο σχοινί, μες στα δάκτυλά του.
Από τότε, κάθε μέρα άφηνε το φίδι να ακουμπήσει το βαρύ κεφάλι του μες στα χέρια του και κάθε μέρα ο σωρός με τα νομίσματα μεγάλωνε. Έμαθε ότι κυνηγούσε βράδια και της άρεσε να λιάζεται στο φως του φεγγαριού, έμαθε ότι τα φίδια δεν κάνουν φωλιές, ότι γεννάνε ή αυγά ή τα μικρά τους. Έμαθε ότι αυτό το φίδι, αυτή, θα έκανε αυγά, έμαθε ότι ήταν απαλή και ζεστή, ότι τα ματιά της έκλειναν σα γάτας όταν την χάιδευε κατά μήκος της ράχης της και ότι σκιρτούσε κάτω απ’ τα χάδια του.
Σηκώθηκε ένα πρωί, διότι έσκουζε το κοράκι πάνω απ’ το κεφάλι του και πετούσε μανιασμένο πέρα-δόθε. Το ακολούθησε νυσταγμένος ως το δέντρο κι εκεί, στη βάση του, είδε το φίδι κουλουριασμένο γύρω από δέκα άσπρα, σα πούδρα, νέα αυγά, στοιβαγμένα το ένα διπλά, σχεδόν πάνω στο άλλο, προστατευμένα και ζεστά. Ο σωρός των νομισμάτων ήταν λίγο πιο κει. Πλησίασε βήμα-βήμα μην την τρομάξει κι άπλωσε το χέρι του προς το κεφάλι της. Αργά, γλυκά, το σήκωσε μέσα στις παλάμες του να το κρατήσει. Άνοιξε τα μάτια της, χρυσές σχισμές, ανάσανε και τα ξανάκλεισε, αναπνέοντας βαθιά. Έμεινε κει κάμποση ώρα να την κρατάει και να της μουρμουρίζει. Θα έμενε εκεί τώρα να φυλάει και να ζεσταίνει τα αυγά της και την άφησε να κοιμηθεί.
Το κοράκι πήγε για κυνήγι περά απ’ την πεδιάδα. Ο Ράνσεν πλησίασε τη βάση του δέντρου ήσυχα και ήσυχα άφησε την τεράστια πέτρα να πέσει, τσακίζοντας το κεφάλι του φιδιού, ανοίγοντάς το και το αίμα τινάχτηκε γύρω του, το σώμα της στροβιλίστηκε με μανία για λίγο κι η ουρά συσπώμενη ανεξέλεγκτα έσπασε δυο-τρία αυγά. Τα υπόλοιπα τα ποδοπάτησε, σχεδόν χορεύοντας πάνω τους, καθώς έβλεπε τον κίτρινο κρόκο που χυνόταν και μέσα του μικρούς, μαύρους γυρίνους να συστρέφονται με στρογγυλά, μαύρα, έντρομα μάτια. Τα κομμάτιασε, τα θρυμμάτισε, μάζεψε τα νομίσματα μέσα στο σακάκι του, το έδεσε απ’ τα μανίκια, το ’ρίξε στους ώμους του και πηρέ να διασχίσει την πεδιάδα σιγοτραγουδώντας. Ολομόναχος τώρα, ένιωσε λες και περπατούσε στην άκρη του κόσμου. Το κοράκι τον πρόλαβε, μαύρα φτερά γύρω απ το κεφάλι του, αέρας κοφτός, ραγδαίος κι άγριος, αλλά δεν φοβήθηκε. Δεν φοβόταν πια.
-Όποιος είναι στην άκρη του κόσμου ή στην κόλαση δεν φοβάται, είπε το κοράκι, ενώ θα έπρεπε να φοβάται πιο πολύ από ποτέ. Και τον άφησε κει που ήταν και πέταξε μακριά. Το κοίταξε έως ότου έγινε μια κουκκίδα στον ουρανό, απαράλλακτο με τα αλλά πουλιά.
Ο Λάρστ τον ξύπνησε βίαια: «Σήκω ντε, είναι ώρα.»
Μαριάμ Συρεγγέλα
*“If men had wings and bore black feathers, few of them would be clever enough to be crows.” ~ Rev. Henry Ward Beecher
Στην άκρη του κόσμου! Εξαιρετικό κείμενο…θέλω και τη συνέχεια…
Bravo! Πολύ καλό 🙂
Εξαιρετικά καλογραμμένο! Συνέχισε ετσι!!!
Πολύ ωραίο .. ειδικά το “τέλος” … θέλουμε κι άλλο !!!
ευχαριστω:)
well done!!! excellent!
Γιατι τα ωραια πραγματα να τελειωνουν τοσο γρηγορα?? Καλη συνεχεια απο την Θεσσαλονικη!!!!
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ!!!. ΥΠΕΡΟΧΟ ! !!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !
Φοβερά εμπνευσμένο!
παρα πολυ ομορφο 🙂
πολυ ομορφο κι εκφραστικό ύφος γραφή;ς
πάρα πολύ καλό!!! συγχαρητήρια!
Εξαιρετική δουλειά.. Το απόλαυσα.. Συνεχίστε έτσι με αγάπη γαι τη δημιουργία σας..
Το όνειρο ως μεταμορφωτική εμπειρία μέσα από ένα διήγημα με όμορφους συμβολισμούς!
Πολύ δυνατό!
Βιβλικό νεο-γουέστερν.
Καλή συνέχεια!
Εκπληκτική ιστορία με διδαγματα και όμορφες περιγραφές!!!! Εξαιρετική γραφή.
μπραβο!! πολύ ευχάριστο!
Εξαιρετικό!!
Απλό, κατανοητό, εξαιρετικό.
Δυνατές περιγραφές. Πολυ όμορφο !!!
Fantastic!!! Deep and witty…. Well done!!!
πολυ ζωντανες εικονες, η ιστορια σε κραταει και το τελος ειναι απροσδοκητο και ανατρεπτικο.
Πολλύ καλό τοσο καλό που αρκετοί που διαβάζουν χωρίς να σκέπτονται θα αρχίσουν πιστεύω να προβληματίζονται.Μπράβο
Πολύ ζωντανό και ωραία γραμμένο. Το διάβασα δυνατά και το ευχαριστήθηκα!
Congrats! Πάρα πολύ ωραίο!