Οι μαθητικές εκδρομές είναι πάντα κορυφαίο γεγονός στο σχολικό έτος. Φέτος η 3η Λυκείου Ηλιούπολης έχει με το αίμα των γονιών μαζέψει τα χρήματα για την τριήμερη εκδρομή στο Παρίσι. Τα παιδιά είναι όλη τη χρονιά στα κάγκελα, τα έχουν φτύσει με τη στριμόκωλη έως απελπιστική κατάσταση στο σπίτι, με τα εντατικά φροντιστήρια για τις Πανελλαδικές, με τους καθηγητές τους που, μες στην εργασιακή ανασφάλεια, δεν ξέρουν πού πατούν και πού βρίσκονται. Προσθέστε σε αυτά και την πλήξη του εκπαιδευτικού συστήματος και η εικόνα συμπληρώθηκε. Τα παιδιά δεν βλέπουν την ώρα να βρεθούν στην πόλη του φωτός για να φύγουν μακριά από το καταπιεστικό ημίφως της δικής τους πόλης. Η κυρία Συμεωνίδου Άρτεμις έχει καταφέρει, με νύχια και με δόντια να συγκεντρώσει 10.000 ευρώ για την εν λόγω εκδρομή. Εκείνη την ημέρα, τρέμοντας κυριολεκτικά υπό το βάρος της ευθύνης ενός κίτρινου φακέλου γεμάτου εφηβικές προσδοκίες, πάει να πιει ένα ποτάκι με τη φίλη της την Ευδοκία, να χαλαρώσει λιγάκι.
Η ώρα είναι δέκα και μισή, ημέρα Τετάρτη. Ο Τιμολέων επιστρέφει σπίτι, φορτωμένος με το βαρύ του χαρτοφύλακα, από το γραφείο όπου τελευταία μένει όλο και πιο αργά. Όσο υπάρχει ακόμα δουλειά… Αυτή την ώρα τα δρομολόγια του μετρό είναι πιο αραιά. Η αποβάθρα σχεδόν έρημη, ένα ζευγάρι μόνο στο βάθος και ένας μεσήλικας με μια βαλίτσα κάπου στο μέσον. Ο Τιμολέων προχωρά προς την άλλη άκρη και κάθεται σε μια από τις μεταλλικές θέσεις. Σήμερα δεν χρειάζεται να προβληματιστεί για το αν πρέπει να μείνει όρθιος για να καθίσει η ηλικιωμένη κυρία, η έγκυος, ο φορτωμένος με τσάντες από τη Βαρβάκειο αγορά κύριος. Όλες οι θέσεις στη διάθεσή του. Αυτό το καλό έχει η νύχτα, σκέφτεται. Σου αφήνει χώρο. Ωστόσο, σηκώνεται σχεδόν αμέσως και αρχίζει να βηματίζει νευρικά. Χρόνος αναμονής 14 λεπτά. Αρκετά κάθισα στο γραφείο, χρειάζομαι λίγη κίνηση, η κίνηση κάνει καλό. Σε όλα. Κάνει μερικές διαδρομές πάνω κάτω, από το τέρμα της πλατφόρμας ως τον κύριο με τη βαλίτσα. Κάτι περίεργο γίνεται μ’ αυτόν, πρέπει να έχει κάποιο τικ, κάποιον ψυχαναγκασμό –πως το λένε αυτό; Όρθιος, με την πλάτη γυρισμένη στις ράγες και αντικρίζοντας τον τοίχο ξύνει δυο φορές τη μύτη του -όχι, δεν την σκαλίζει, τη χτυπάει ελαφρά- και στη συνέχεια χτυπάει δυο φορές τον τοίχο του σταθμού. Και πάλι από την αρχή. Μια χαρά φαινόταν με την πρώτη ματιά, κι όμως έχει ξεφύγει. Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος, ποιος ξέρει τι ζόρι τραβάει… Με το ένα χέρι κρατάει τη βαλίτσα με τα ροδάκια και με το άλλο επαναλαμβάνει τη ζευγαρωτή κίνηση. Θεός και η ψυχή του.
Ο Τιμολέων γυρνάει την πλάτη στον κύριο και στο τελετουργικό του και βηματίζει ξανά αργά προς το τέρμα του σταθμού, εκεί που τελειώνει η πλατφόρμα και δίνει τη θέση της στο σκοτάδι της στοάς.
Τι θα γίνει έτσι και κάνω το βήμα, ένα βήμα παραπάνω, ένα βήμα προς το κενό, προς το σκοτάδι; Έχασε η Βενετιά βελόνι… Είναι μια απόφαση, μια οριστική απόφαση, και ο Τιμολέον δεν τα πάει καλά με τις αποφάσεις. Η ζωή τον πάει και τον φέρνει, αυτή είναι η ζωή του. Τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο.
Στέκεται εκεί και κοιτάζει στην οθόνη που είναι τοποθετημένη ψηλά. Ένας κουρασμένος μεσήλικας στημένος εκεί τον κοιτάζει και αυτός. Ο Τιμολέων και ο εαυτός του. Real time. Κουρασμένος κατευθύνεται προς τον τοίχο για να ακουμπήσει. Αλλά καθώς κάνει να στηριχθεί, το πόδι του γλιστράει στο στενό αυλάκι που διατρέχει τη ρίζα του τοίχου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έχουν αυτό, σε τι χρησιμεύει; Ο Τιμολέων κοιτάζει κάτω και βλέπει σε τι σκόνταψε. Ένας κίτρινος φάκελος, χοντρός μάλλον, έχει σφηνώσει μέσα στο αδιευκρίνιστης χρησιμότητας αυλάκι. Κάνει να σκύψει, αλλά αμέσως μετανιώνει. Κοιτάζει προσεκτικά το φάκελο. Τι να έχει μέσα; Μπα, ασ’ το καλύτερα, δεν θέλω μπλεξίματα. Κάποιος τον έχασε, κάποιου του έπεσε κι εγώ, αφού τον βρήκα, πρέπει να τον επιστρέψω τώρα, να τον παραδώσω. Αυτό είναι το σωστό. Θα τον παραδώσω, αυτό θα κάνω. Ωχ, θα κρατήσουν τα στοιχεία μου, όνομα, τηλέφωνο, διεύθυνση. Άπαπα, δεν γουστάρω. Ο Τιμολέων τον κλοτσάει ελαφρά με το πόδι και βλέπει ότι δεν είναι σφραγισμένος, ανοιχτός είναι. Ανοιχτός είναι ο φάκελος. Τον μετατοπίζει ελαφρά με το πόδι του και μένει με το στόμα ανοιχτό. Λεφτά… Λεφτά είναι. Μπα, πλάκα μου κάνουν, τώρα θα εμφανιστεί η κάμερα και όλοι γύρω θα γελάνε μαζί μου. Θα γελάσω και εγώ.
Όμως ο Τιμολέων ξέρει ότι αυτό ακριβώς χρειάζεται για να γελάσει. Μου τα έστειλε ο Θεός, το σύμπαν συνωμότησε και δούλεψε υπέρ μου, οι προσευχές μου εισακούστηκαν, αιτήθηκα και μου δόθηκε. Επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μου στάθηκα τυχερός.
Ενθουσιασμένος κάνει να σκύψει και να τον σηκώσει, ξάφνου όμως κοκαλώνει. Κοιτάζει γύρω του. Το ζευγάρι στο άλλο τέρμα της πλατφόρμας έχει το δικό του χαβά. Ερωτευμένοι είναι, δεν έχουν μάτια για τίποτα και κανέναν, εκτός από τους εαυτούς τους. Ο πιτσιρικάς, καθισμένος κρατά την αγαπημένη του στα γόνατά του και χέρια, γλώσσα και διάφορα άλλα μέλη του αναψηλαφούν με ενδελέχεια σπηλαιολόγου. Όσο για τον κύριο με τη βαλίτσα, αυτός συνεχίζει, απόλυτα προσηλωμένος στη λιτανεία των ζευγαρωτών κινήσεων. Δυο μύτη, δυο τοίχος, δυο μύτη, δυο τοίχος… Με το ένα χέρι πίσω από την πλάτη του κρατάει γερά τη βαλίτσα με τις ρόδες και με το άλλο χαϊδεύει, ξεσκονίζει, σκονίζει, μπατσίζει, αγγίζει –ποιος ξέρει τι κάνει.
Δεν με βλέπει κανείς, κανείς δεν με βλέπει. Θα τον σηκώσω, θα σηκώσω τον φάκελο και θα τον πάω στο γραφείο. Ποιο γραφείο, είναι κλειστά αυτή την ώρα. Να τον πάρω καλύτερα και να τον επιστρέψω αύριο. Ναι, αύριο. Θα τον επιστρέψω αύριο. Σημάδι. Είναι σημάδι, είναι το τυχερό μου, δεν κάνει να το πετάξω το τυχερό μου, αχαριστία, κρίμα είναι. Ξανά δεξιά αριστερά, ελεύθερα παντού, ψυχή δεν έχει κατέβει στην πλατφόρμα, εκτός από αυτούς που είναι ήδη εδώ. Αλλά και αυτοί εδώ δεν είναι πραγματικά. Οι ερωτευμένοι στη χώρα των ερώτων και ο άλλος στον δικό του αινιγματικό τόπο. Κάνει κρύο απόψε, όλος ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του –όπου κάνει ακόμα περισσότερο κρύο. Τέσσερις άνθρωποι στο σταθμό, μοιάζουν οι τελευταίοι στην πόλη.
Ο Τιμολέων σκέφτεται λίγο κι έπειτα κάνει ένα κόλπο. Γελάει μέσα του, γελάει με τον εαυτό του, γελάει με το κόλπο που σκέφτηκε, αυτός που δεν ήταν ποτέ για κόλπα. Αφήνει να πέσει ο χαρτοφύλακας από τα χέρια του κι ύστερα, καθώς σκύβει να τον σηκώσει, σηκώνει μαζί και τον φάκελο και τον τοποθετεί πίσω από τον χαρτοφύλακα. Τον κρύβει πίσω του. Τώρα ακουμπάει και τα δύο πάνω στην καρδιά του. Έτσι κανείς δεν τον βλέπει, άλλωστε κανείς δεν με προσέχει. Ποτέ κανείς δεν με προσέχει.
Το μπουμπουνητό του συρμού που πλησιάζει από τα σκοτάδια της στοάς τον επαναφέρει και τον κάνει να επισπεύσει. Με τον φάκελο πίσω από το χαρτοφύλακα πλησιάζει τις ράγες. Αποφασιστικά τώρα. Ο συρμός σταματά και ο Τιμολέων βλέπει τώρα τον εαυτό του στο τζάμι της πόρτας πριν αυτή ανοίξει. Ο φάκελος έχει ξεφύγει κάπως πίσω από τον χαρτοφύλακα και είναι τελείως εμφανής, πιο εμφανής δεν γίνεται. Μα τι μαλάκας που ‘σαι! Με κινήσεις ασυνήθιστα γοργές ο Τιμολέων προφταίνει και χώνει τον φάκελο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του πριν ακόμα μπει στο συρμό. Ευτυχώς που φόρεσα αυτό το μπουφάν σήμερα, ήταν το τυχερό μου, τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά. Οι άλλοι τρεις ταξιδιώτες της νυχτερινής Αθήνας έχουν μπει σε άλλα βαγόνια. Κανείς δεν με έχει δει σε τούτο δω που μπήκα, είμαι ασφαλής.
Ωστόσο, ώσπου να φθάσει σπίτι τού έχει βγει η ψυχή. Θέλει να τρέξει, να γίνει καπνός. Όμως συγκρατείται. Μην δώσεις στόχο, δεν πρέπει να δώσεις στόχο, μπορεί να σε υποψιαστούν. Ποιος; Δεν ξέρω. Περπάτα κανονικά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Στο σπίτι διπλοκλειδώνει την εξώπορτα, κλείνει παντζούρια και κουρτίνες και χώνεται στο πιο εσωτερικό δωμάτιο του σπιτιού, ένα καμαράκι που χρησιμοποιεί για γραφείο. Τα δάχτυλά του νομίζει ότι θα βάλουν φωτιά στον φάκελο καθώς τον ανοίγει, κι ύστερα αμέσως τα νιώθει νεκρωμένα, σαν να μην έχουν αφή. Μετράει. Χαρτονομίσματα των 10, 20, 50, και κάνα δυο των 100 ευρώ, όχι μεγαλύτερα. 10.000. Ξαναμετράει. Τόσα είναι… 10.000 ευρώ. Ποιανού να’ ναι άραγε; Ποιος ταλαίπωρος τα κλαίει; Αύριο πρωί πρωί. Θα τα παραδώσω. Ναι, αυτό θα κάνω, έτσι είναι το σωστό. Ο άνθρωπος αυτός που τα ‘χασε μπορεί να τα ‘χει απόλυτη ανάγκη, μπορεί να ‘ναι για το παιδί του, για τη μάνα του, μπορεί να τα οφείλει σε τοκογλύφους –πού το πας αυτό; Μπορεί να κινδυνεύει η ζωή του. Μπορεί να είναι άρρωστος και να εξαρτάται η ζωή του απ’ αυτά. Αν όμως… πού ξέρεις, αν είναι κάποιου απατεώνα από τους τόσους που υπάρχουν στην κοινωνία μας; Τους διαπλεκόμενους, τους διεφθαρμένους. Αλλά αρκετά δεν έφαγαν αυτοί τόσα χρόνια; Πρόκειται για θεία δίκη. Να που υπάρχει και Θεός! Μ’ αυτά τα λεφτά σώζομαι. Θα ξοφλήσω τις κάρτες μου, θα πληρώσω τα κοινόχρηστα, θα κλείσω μερικές τρύπες που με ρουφάνε χρόνια -και το σπουδαιότερο, ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ! θα πάρω τη Χρυσούλα να πάμε ένα ταξιδάκι. Να τα ξαναβρούμε, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, βρε αδερφέ, το δικαιούμαστε. Μας χρειάζεται. Αχ, πόσο μας χρειάζεται! Φυσικό είναι μωρέ να’ χει βαρεθεί μαζί μου, κουράστηκε η γυναίκα δεν μπορούμε αυτό και δεν μπορούμε τ’ άλλο, τι να σου κάνει; Όχι, θα τα κρατήσω, στο κάτω-κάτω δεν είναι και κανένα ιλιγγιώδες ποσό. Τι, εδώ άλλοι έχουν φάει δισεκατομμύρια. Και βάλε. Σιγά την κλεψιά, όχι μη λες καν τη λέξη αυτή. Δεν είναι κλεψιά. Το τυχερό μου είναι. Άλλωστε όλος ο κόσμος «κλέβει», έστω και λίγο, έστω και με κάποια μορφή. Τα πιτσιρίκια κατεβάζουν μουσική, πολλοί φίλοι μου ταινίες, και μάλιστα με το επιχείρημα ότι οι καλλιτέχνες θέλουν να γίνεται ευρύτερα γνωστό το έργο τους. Και στη μικρή μας καθημερινότητα κλέβουμε, όλοι ανεξαιρέτως. Ενώ κάνουμε δίαιτα, τσιμπολογάμε κρυφά από το ψυγείο, όταν δεν μας βλέπει κανείς. Παίρνουμε το εισιτήριο που αφήνει στην έξοδο του μετρό ο απερχόμενος επιβάτης, ή ακόμα ακόμα μπαίνουμε χωρίς να ακυρώσουμε. Μάλιστα έχω μια φίλη –καθ’ όλα αξιοπρεπή κυρία, η οποία βάζει ένα καινούριο εισιτήριο μαζί με ένα ακυρωμένο στην τσέπη της και ακυρώνει για δεύτερη φορά το ακυρωμένο. Και μια φορά που την πιάσανε την γλίτωσε έτσι, λέγοντας ότι έβγαλε το λάθος εισιτήριο από την τσέπη της… Έλα μωρέ, όλα μια ιδέα είναι. Αρκεί να αλλάξει κανείς την οπτική του. Και οι τράπεζες, άσε πια τις τράπεζες, άσε πια το κράτος που μας έχει πηδήξει –με τους φόρους, τα χαράτσια. Εδώ πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων. Είναι ο τρόπος που βλέπεις την πραγματικότητα. Δεν έχεις παρά να μετατοπίσεις λιγάκι την οπτική σου, τις «αξίες», τα κίνητρά σου. Όλοι θέλουν να περνάνε καλά, όλοι πρώτα απ’ όλα τον εαυτό τους σκέφτονται. Τα λεφτά άλλωστε δεν είναι παρά ένα μέσον συναλλαγής. Άλλωστε εσύ θα τα χρησιμοποιήσεις με σωφροσύνη και θα αλλάξεις -έστω και προσωρινά, αλλά τόσο δραστικά!- την πραγματικότητά σου. Και πού ξέρεις, μπορεί αυτό να σηματοδοτήσει μια καινούρια αρχή, να είναι το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Άντε ρε, ξεκόλλα! Τι στο διάολο, μαλάκας είσαι εσύ; Έλα τώρα, φτάνει, μην τυραννάς άλλο τον εαυτό σου. Ο κύβος ερρίφθη.
Έχωσε, όπως όπως, τον φάκελο στην τσέπη του –δεν ήθελε να τον αφήσει πουθενά από φόβο ίσως μήπως τον χάσει κι αυτός. Μήπως και η μοίρα του φακέλου είναι να εξαφανίζεται, να ξεγλιστράει κατεργάρικα, παιχνιδιάρικα από τον κάτοχό του. Πανούργοι καλικάντζαροι ίσως καραδοκούν την ώρα τούτη στο περίκλειστο σπίτι του έτοιμοι να του τη φέρουν.
Ο Τιμολέων πάει στην κουζίνα να τσιμπήσει κάτι. Ανοίγει το ψυγείο. Κατοχικά τα πράγματα. Δεν έχει και πολλά, για την ακρίβεια τίποτα δεν έχει. Ένα αυγό, μια μαραγκιασμένη ντομάτα, ένα κομμάτι τυρί –κατάξερο. Από τότε που τα ‘σπασε με τη Χρυσούλα, από τότε που, μετά από πολλοστές περικοπές μισθού, μετράει και το τελευταίο σεντ, η ζωή του έχει αδειάσει, έκλεισε. Θα το γεμίσω, θα ψωνίσω ακόμα και φουά γκρα και θ’ ανοίξουμε μια σαμπάνια με τη Χρυσούλα να το γιορτάσουμε. Χαχαχα!!!! Σαν τους μαφιόζους… Μαφιόζοι! Κι αν… αν αυτά τα λεφτά ανήκουν σε κάποιο μαφιόζο, σε κάποιον από τη ρώσικη, την αλβανική, την κινέζικη -δεν ξέρω ποια μαφία- σε κάποιον έμπορο ναρκωτικών, αν τα κουβαλούσε κανένα βαποράκι που ήταν μαστουρωμένο και του πέσανε; Μα ναι, αυτό είναι, μαστουρωμένος ήταν… ή ίσως τον κυνηγούσαν. Ω, Θεέ μου! Θεέ μου, αυτό είναι, θα κυνηγήσουν και μένα! Θα με κυνηγήσουνε, θα με καθαρίσουνε, πάει αυτό ήταν. Η ζωή μου τελείωσε, είμαι νεκρός!
Το επόμενο πρωί ο Τιμολέων Λάμπρου, ράκος σωστό, ξεκίνησε από τα χαράματα σχεδόν για τα κεντρικά γραφεία του μετρό στο Σύνταγμα. Φυσικά δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα. Η συνείδησή του έδωσε αλλεπάλληλες και σκληρές μάχες με την ελαστικότητά της, είχε χυθεί αίμα. Θα έκανε το σωστό, Ου κλέψεις, υπενθυμίζει η Βίβλος. Και μολονότι μέσα του ήξερε ότι η Βίβλος δεν έχει υπ’ όψιν της την κάθε ανθρώπινη περίπτωση ξεχωριστά, μολονότι χιλιετίες έχουν περάσει από τότε που γράφτηκε -και ποιος την έγραψε επιτέλους τη Βίβλο, ποιος φωστήρας της τρισηλίου θεότητας;- εκείνος, τρέμοντας και κοιτάζοντας κάθε τόσο πάνω από τον ώμο του, πήρε το δρόμο για το σημείο όπου θα έβαζε -οικειοθελώς, ναι!- τέλος στο όνειρό του. Οι ενοχές, ο φόβος είχαν νικήσει.
Ο Τιμολέων Λάμπρου αποθεώθηκε. Έγιναν οι αναπόφευκτες συγκρίσεις. Επιτέλους! Να ένας έντιμος άνθρωπος! Να που τελικά υπάρχουν τίμιοι άνθρωποι ανάμεσά μας! Δεν είναι τελείως σάπια λοιπόν η κοινωνία! Ιδού ο άνθρωπος! Αναφώνησαν οι πάντες. Τα ΜΜΕ τον παρέλαβαν και γνώρισε και αυτός τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που του αναλογούσαν. Μάλιστα μια νεαρή και ευειδής δημοσιογράφος, φέρνοντας το μικρόφωνο πολύ κοντά στο στόμα του, τον ρώτησε, του πρότεινε ουσιαστικά να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος της πόλης των Αθηνών. Γιατί η πόλη μας, η αθάνατη αυτή πόλη που τώρα αργοπεθαίνει, έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο με Α κεφαλαίο. Από έναν άνθρωπο σαν και εσάς, κύριε Τιμολέοντα Λάμπρου! Και ο Τιμολέων καμάρωσε και αυτός κι ένιωσε αθάνατος εκείνα τα λίγα λεπτά. Έφθασε να πιστέψει ότι καλά έκανε, το σωστό ανταμείβεται. Η ζωή του θα αλλάξει, ακόμα και χωρίς αυτά τα λεφτά. Γιατί ο κόσμος αναγνωρίζει το ήθος και το εκτιμά. Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα, οι φίλοι ήταν περήφανοι γι’ αυτόν. Η Χρυσούλα τού τηλεφώνησε και αυτή και κανόνισαν να βρεθούν για καφέ. Η κυρία Συμεωνίδου Άρτεμις, χεσμένη από το φόβο των συνεπειών -γιατί θα την κατηγορούσαν κι από πάνω ότι ήταν μεθυσμένη, τι σκάνδαλο!- βαθιά ανακουφισμένη τώρα, έβγαλε ένα μικρό, συγκινητικό λογύδριο καλώντας τον στο λύκειο και ενώπιον της πιτσιρικαρίας της 3ης Λυκείου και σύσσωμου του σχολείου. Ο κύριος Τιμολέων Λάμπρου είχε «ευεργετήσει» τα παιδιά. Όχι μόνο πρακτικά αλλά και ηθικά –προσφέροντάς τους επιπλέον ένα «χρυσό» -«Η λέξη δεν είναι τυχαία», όπως τόνισε με νόημα η καθηγήτρια- παράδειγμα.
Ο Τιμολέων όμως έκλαιγε πού και πού μέσα του, μεγάλος θρήνος είχε ξεσπάσει στην καρδιά του. Εκεί όπου πριν λίγες μόλις ώρες ακουμπούσε η ζωογόνος δύναμις του χρήματος. Άλλωστε, βλέποντας τους έφηβους γύρω του, καταλάβαινε, ένιωθε την καζούρα που έβραζε πίσω από τα σοβαρά πρόσωπά τους. Ποιος κάνει τέτοια πράγματα στις μέρες μας; Τι μαλάκας! Εγώ πάντως δεν θα τα έδινα με τίποτα πίσω. Ο μπαμπάς μου λέει ότι σ’ αυτή την κοινωνία όσοι πάνε με το σταυρό στο χέρι μένουν πάντα θύματα.
Όσο για τη Χρυσούλα, όταν συναντήθηκαν για καφέ, αφού τον συνεχάρη φυσικά για την εντιμότητά του, του έπιασε το χέρι, τον κοίταξε στα μάτια και, του ανακοίνωσε ότι είχε γνωρίσει κάποιον άλλον…
Έτσι, ο Τιμολέων Λάμπρου αντιλήφθηκε ότι η δικαιόσουπα σερβίρεται σε πολύ μικρές μερίδες και είναι ένα πιάτο με πολύ πικρή γεύση.
Όταν όμως όλα αυτά τελείωσαν, όταν γύρισε στο σπίτι του, στο στενό απ’ όλες τις απόψεις γραφείο του, όταν ο θρήνος για τη χαμένη ευκαιρία τελείωσε και αυτός, ο Τιμολέων άρχισε πάλι να τραμπαλίζεται ανάμεσα στους διπλούς εαυτούς του. Αγγίζοντας, χαϊδεύοντας, μπατσίζοντας, ξεσκονίζοντας, σκονίζοντας -ποιος ξέρει- ζευγαρωτά και αυτός, σαν τον κύριο με τη βαλίτσα, πότε τον εαυτό του και πότε τα τείχη που τον περιέβαλλαν.
Έφη Φρυδά
* Το όνομα Τιμολέων Λάμπρου και ο χαρακτήρας του είναι δανεισμένα από ένα έργο του Δημήτρη Ψαθά, που έγινε μεγάλη θεατρική επιτυχία από το θίασο Μαίρης Αρώνη-Ντίνου Ηλιόπουλου-Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Αργότερα, το 1965, μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Δαλιανίδη με τον τίτλο Φωνάζει ο κλέφτης, με τη Ρένα Βλαχοπούλου στη θέση της Μαίρης Αρώνη.
Ενδιαφέρον με πολύ ζωντανές κ αληθινές εικόνες, διάβαζα κ έβλεπα τα πρόσωπα πολύ κοντά μου!
Ο Τιμολέων ειναι ο ανθρωπος της διπλανης πορτας, που ενω υπαρχει, κανενας δεν ασχολειται με την υπαρξη του. Και αυτη η αδιαφορια του διπλανου, ενδεχομενως κλωνιζει και την δικη του πιστη για το αν εχει δικαιωμα να υπαρξει ή οχι και τον κραταει σε ενα αεναο διλημμα για ολα τα κρισιμα ερωτηματα.
Εφη μεσα σε λιγες γραμμες καταφερες να περιγραψεις τον χαρακτηρα, τις αγωνιες και τα συναισθηματα του και να με κανεις να περιμενω και καποια επομενη ιστορια με πρωταγωνιστη τον λογιστη της διπλανης πορτας.
Εξαιρετικό κείμενο, από πλευράς γραφής και απόδοσης νοήματος. Διαβάζεται μονορούφι. Συγχαρητήρια.
Καλό. Με τρυφερότητα, η εσωτερική σύγκρουση του κεντρικού προσώπου. Χιούμορ, πικρό, συχνά που απολήγει σε αυτοσαρκασμό. Τρυφερόν και αυτόν. Και γι’ αυτό με κέρδισε.
Με κράτησε ως το τέλος. Μπράβο!
Πολύ καλογραμμένο!
Εξαιρετικο,δυνατη αφηγηση που σε κραταει.Ιστορια βγαλμενη μεσα απο τη ζωη..μεσα σε λιγες γραμμες καταφερες να αποδωσεις τελεια τα συναισθηματα και την αγωνια του καθημερινου αυτου ανθρωπου..και παλι μπραβο
Το μεγαλύτερο προσόν του διηγήματος είναι ότι δεν ωραιοποιεί συναισθήματα και καταστάσεις και δεν καταφεύγει σε διδακτισμό, παρόλο που το θέμα του θα μπορούσε να παρασύρει προς αυτές τις κατευθύνσεις. Πρωταγωνιστεί η σύγχρονη πραγματικότητα, ωμή και πικρή. Κι αυτό το έχουμε σήμερα ανάγκη.
Το διάβασα μονορούφι. Εξαιρετική πένα!
Εξαιρετική επιλογή λέξεων και φράσεων. Με ζωντανά χρώματα και χωρίς περιττές λεπτομέρειες, ένα απολαυστικότατο
διήγημα. Συγχαρητήρια Κα Φρυδά.
Με λιτό κι εύστοχο τρόπο περιγράφεις τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Τον άνθρωπο που βρίσκεται σε αέναο δίλημμα αν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει με τις αξίες που έχει χτίσει στη ζωή του . Μπράβο Έφη Φρυδά, σπάνια διαβάζω κάτι μονορούφι, όπως το διήγημα αυτό!
Υπέροχο διήγημα !!! σύγχρονο, γλαφυρό και διδακτικό, μπράβο Έφη.
Πικρό , γλυκό, δυεισδυτικό με μια αίσθηση ασπρόμαυρης κινηματογραφικής ταινίας.Καλή συνέχεια στη γραφή Έφη!!!
Ξεκινάει μέ κάτι απλό καθώς εξελίσσεται η περιγραφική βαθυστόχαστη σκέψη καί κάποιες λίγες αιχμές γιά τους χαρακτήρες, απολαμβάνει κανείς τόν κυματισμό του λόγου,που μπαινοβγαίνει από ύφος σέ ύφος.Προσωπικά χρειαζόμουν περισσότερη ανάλυση-μιάς καί αμυδρά, φαίνεται νά τό ‘εχεις’.Εντυπωσιακό τό φινάλε από άποψης Ρόλων πόσο εύκολα τους παίζουμαι καί τούς υπερασπιζόμαστε στήν ζωή,όμως τελικά χάνουμαι αυτόν τόν ΕΝΑΝ τόν μοναδικό.Τόν εαυτό μας.Συγχαριτήρια στά πρώτα σγγραφικά σου πετάγματα.Σέ αναμονή καί νεοτέρων
διαυγές, μινιμαλιστικό και αρκούντως ψυχογραφικό… ο αντιήρωας – ήρωας, γνωστός – άγνωστος… ωραίο πλέξιμο με τις λέξεις και πολύχρωμο το χαλί που το διήγημα “πατάει” γερά για να απογειωθεί!
Το σύντομο αυτό γραπτό της Έφης Φρυδά μεταφέροντας απόηχους από Αντώνη Σαμαράκη, ταυτόχρονα και από Φελλίνι, αποκαλύπτει την κρυφή ζωή των φευγαλέων στιγμών που μπορεί να συναντήσει κανείς στην σημερινή Ελλάδα, απογυμνώνοντας την καθημερινή μας φιλοσοφία ως το όριο της απόγνωσης με κωδικό 2Χ2, κωδικό για τη μετατροπή του “μη γεγονότος” σε γεγονός, σύμφωνα με την βασική κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας.