Η δασκάλα τούς βάζει διαγώνισμα,
κοιτάει να δει αν κάποιος αντιγράφει.
Κλεφτές, λοξές, κρυφές ματιές,
να λύνει ασκήσεις μόνος ο μαθητής πρέπει να μάθει.
Και ένας μαθητής,
σε εκείνο το θρανίο το τελευταίο που έχει σιωπή
Δε σκέφτεται μήτε γεωγραφία, μήτε Ιστορία.
Αλλά να δώσει ένα φιλί στης δασκάλας του τα χείλη
δίχως να γεμίσει από ντροπή.
Και στην κόλλα της εξέτασης,
ερωτική εξομολόγηση της κάνει.
Και προσπαθεί να περιγράψει όλα αυτά,
που ούτε τόμος δε θα φτάνει.
«Αγαπημένη μου, της γράφει,
δεν άντεχα να μη σου ξεδιπλώσω όλα αυτά που αισθάνομαι.
Και στα συναισθήματά μου αφήνομαι
και ας γνωρίζω πως μαζί θα οργιστείς,
και ας γνωρίζω πως καλό βαθμό δεν πρόκειται να γράψω».
«Και χαίρομαι πολύ
που ο πρώτος μου έρωτας είσαι εσύ.
Διότι την ομορφιά σου όλοι τη θαυμάζουν,
η ωραιότητα της μορφής σου ζεσταίνει και την πιο
σκληρή ψυχή».
«Άκουσα πως σε θέλουν
οι περισσότεροι για δική τους γυναίκα.
Πως μόνο εσύ, η μία
στην ποδιά της μπορεί να έχει μαζεμένους δέκα».
«Μα, πώς είναι δυνατόν
να θέλεις εκείνον
που η ανάσα του μυρίζει από τσιγάρα και ποτά
ή εκείνον που μόνο για το κάλλος σου σε προσεγγίζει;»
«Λένε πως σου έχουν προξενέψει,
εκείνον τον κύριο στη λαχαναγορά.
Γιατί είναι μεγάλος και μονάχος
και σε θέλει να του κάνεις συντροφιά».
«Μα πώς είναι δυνατόν,
να πάρεις στη νεότητά σου,
κάποιον τόσο μεγάλο,
με χρόνια διπλάσια από τα δικά σου;»
«Και αν το γραπτό μου μηδενίσεις,
ακόμα και αν μαζί μου θυμώσεις.
Θα ήταν πάλι προτιμότερο
την καρδιά σου να μου δώσεις».
Και ενώ έγραφε,
ξαφνικά κουδούνι χτύπησε.
«Δεν προλαβαίνω να τα γράψω όλα»,
με θυμό ψιθύρισε.
Αλλά η δασκάλα μάζεψε
και την κόλλα τη δική του.
Που άψυχο χαρτί δεν είναι,
αλλά εμπεριέχει όλη την ψυχή του…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ