Άνοιξε το στόμα του. Απομακρύνθηκα. Να αποφύγω τα πυροβολητά, τα σκάγια και τα βλήματα. Παρά τις επιδέξιες κινήσεις και τους ελιγμούς μου δεν τα κατάφερα. Ανήμπορη και αμίλητη στάθηκα μπροστά στο μεγαλείο της αιώνιας, της καταδυναστεύουσας, της ισχυρής και έμπειρης βλακείας.
Μην την υποτιμάς. Είναι πιο δυνατή από εσένα. Διαρρέεται στον χώρο, ένα με το οξυγόνο σου γίνεται και σε κυριεύει. Στεγανοποίησε ό, τι προλάβεις. Να μην μπει ο μολυσμένος αέρας. Στο λέω αργά λες. Η διαρροή είναι μεγάλη λες. Δεν πρόλαβες λες. Μην αναπνέεις τότε. Καλύτερα να πεθάνεις από ασφυξία. Καλύτερα να πεθάνω από ασφυξία. Τα αίτια θα είναι κατά κάποιο τρόπο φυσικά. Πρέπει να προσέξω. Μην με κυριεύσει. Την ξέρω καλά. Την έχω ξανασυναντήσει. Εμπρός κάνε κάτι, μίλα, αντιστάσου. Όχι σε εκείνον, αλλά σε αυτή. Αυτός είναι ήδη χαμένος από χέρι. Αναγνωρίζω πως προσπάθησε, με τον εαυτό του τα έβαλε, να τη νικήσει, να υπερισχύσει. Ανώφελο. Πάντα ήταν αδύναμος. Σε μια κουταλιά νερό πνιγόταν, κι εγώ πάντοτε η σωσίβια λέμβος του. Στη θάλασσα με έριχνα αψηφώντας τα μποφόρ. Ήταν άραγε για να τον σώσω ή μήπως για να μπορώ να καυχηθώ για την αγάπη μου για εκείνον, για τη μεγαλοψυχία μου ίσως, για τη γενναιοδωρία που σίγουρα δεν με χαρακτήριζε; Ένα γκρι πέπλο κάλυπτε τα κίνητρα, που όχι δεν ήταν σκοτεινά, δεν μπορεί να ήταν…
Λοιπόν, αν η βλακεία είχε χρώμα, θα ήταν ένα κίτρινο δυνατό, ένα κίτρινο που σε τυφλώνει μόλις μαζί του τολμήσεις να αναμετρηθείς. Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν τόλμησα να αναμετρηθώ. Τη φοβόμουν. Μόνο που την αντίκρισα αρκούσε. Έπρεπε να στρέψω το βλέμμα μου αλλού. Αυτό τουλάχιστον μπορούσα να το κάνω. Δεν πρόλαβα. Δεν ήθελα. Δεν έχει σημασία. Τυφλώθηκα.
Αμίλητη, ανήμπορη, πλέον και τυφλή. Ό,τι μου είχε απομείνει λίγες σκόρπιες σκέψεις, αδύναμες κι εκείνες, αραιές, ανυπόστατες σκέψεις. Σκέψεις δίχως λέξεις βροντερές, λέξεις αιχμηρές και οδυνηρές είναι σαν ποτέ να μην υπήρξαν.
Και ας το παραδεχτώ. Ποτέ τους δεν υπήρξαν. Πέρασε τόσος καιρός. Πια έγινα σαν και δαύτον. Συνήθισα τον μολυσμένο αέρα του. Πια, έμαθα να πετάω βλήματα κι εγώ, στον χώρο να ταιριάζω, αδιαφορώντας για το ποιον θα πάρουν τα σκάγια.
Φυλάξου.
Χριστίνα Κουτούβελα