Στον τόπο που έχω ζήσει σαν μαθήτρια, οι διαφορετικοί, οι κάπως μελαψοί με έντονα χρώματα στα ρούχα, στη φωνή και στο χαμόγελο, γυρίζουν τα καλοκαίρια με παλιά ντάτσουν φορτωμένα πατάτες, ντομάτες και καρπούζια. Μένουν πάντα χώρια, συνήθως σε δική τους από τον Δήμο συνοικία, και τα παιδιά τους αποφεύγουν να τα στέλνουν στο σχολείο. Είναι από όμορφη ράτσα και πανέξυπνοι. Πάντα τους συμπαθούσα. Μου θύμιζαν χειμωνιάτικα πουλιά να τραγουδάνε μες στο κρύο. Οι πιο πολλοί τους λένε ακόμα γύφτους. Τους οργανοπαίχτες τους, ωστόσο, τους λένε τσιγγάνους και την μουσική τους τσιγγάνικη μουσική. Δεν είναι τυχαίο. Το ωραίο ξεχωρίζει, θες δε θες. Είναι μαγεία. Είναι ποίημα η τσιγγάνικη η μουσική τους. Σ’ αγκαλιάζει και σε παίρνει μαζί της. Καρδιοχτυπάς μαζί της. Απλώνεται στην ψυχή και γεμίζει το κενό σου. Μιλάει για έρωτες και πάθη. Μιλάει για ευτυχία και για θάνατο. Για ζήλια και προδοσία. Για μαχαιρώματα για κάποια μάτια βελούδινα. Άλλοτε γυναικεία και άλλοτε αντρικά μάτια μαύρα. Λαμπερά σαν της νύχτας τ’ άστρα μάτια, φλογερά. Τσιγγάνικα.
Μια μελωδία με βιολιά. Σα θρήνος σε έργο του Λόρκα. Έτσι απλά, κάτι να μου θυμίζει. Σα θρήνος να είναι μιας δικής μου ανάμνησης. Για κάτι το απαγορευμένο. Στην εφηβεία ήμουν. Ένα παιδί ακόμα. Που βιαζόταν να γίνει γυναίκα. Ήθελε από αγάπη να κλάψει.
Πολύ βιαζόταν.
Ένας θρήνος η ανάμνησή μου. Για εκείνο το πολύ μελαχρινό παιδί. Δεκαεννιά χρονών ήταν δεν ήταν. Γύφτος ήτανε. Δούλευε ώρες πολλές για καλό μεροκάματο. Με μια μπουλντόζα δούλευε. Στα χώματα. Και τραγουδούσε. Του έρωτα τραγούδια. Της φυλής του μελωδίες. Και ερωτευόταν κάθε τόσο. Ήτανε όμορφο παλικάρι ο γύφτος. Πολλές τον κοίταζαν με κάτι μάτια να! Η γύφτισσα η μάνα του τον καμάρωνε και κείνη. Ήταν το πρώτο από τα πολλά παιδιά της. Μια ντουζίνα παιδιά είχε η γύφτισσα. Έτσι έλεγαν. Περπατούσε καμαρωτά με όλα τα κιλά της και συνέχεια γελούσε. Για να δείξει τα χρυσά της δόντια. Και σιγοτραγουδούσε κουνώντας τα γεμάτα βεργέτες σε διάφορα χρώματα χέρια της ρυθμικά, καθώς χόρευε με κάποιο μικρό της πάντα αγκαλιά. Δεν την είδα ποτέ. Έτσι άκουσα.
Τον γιο της τον γνώρισα πεθαμένο. Νομίζω τον αγάπησα. Νεκρό. Τότε. Το θυμάμαι σαν τώρα. Έφυγε πάρα πολύ τραγικά. Και άδικα. Τον είχε καταπλακώσει η μπουλντόζα του. Τον πρόδωσε σαν θηλυκό. Στην κηδεία του πήγαν όλοι. Οι γύφτοι και οι άλλοι. Εγώ όχι, ήμουν μικρή για τέτοια. Φρόντισα ωστόσο να τα μάθω όλα. Αναλυτικά. Οδύρονταν και τραγουδούσανε οι γύφτοι. Μοιρολόγια της γυφτιάς. Του έρωτα και του θανάτου ήτανε λόγια. Η μάνα του η δύστυχη χτυπιόταν και τραβούσε τα μαλλιά της καθώς τον έντυνε γαμπρό. Έτσι έπρεπε να τον δώσει. Και να του περάσει κι ένα δαχτυλίδι χρυσό σ’ ένα του δάχτυλο. Κάποιες μισοκρυμμένες κοπέλες κλαίγανε για τα χαμένα τα φιλιά του. Μόνο μια έκλαψε στα φανερά. Πάνω από το ανοιχτό το φέρετρό του. Μόνο μια. Ήτανε γύφτισσα. Ήτανε η όμορφη αγαπητικιά του.
Εκείνο το βράδυ έγραψα στο κρυφό ημερολόγιό μου:
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο. Θέλω κάτι να σου εξομολογηθώ. Μη με προδώσεις. Απόψε θα κλάψω για κάποιον μέσα στα σεντόνια μου. Μόλις σήμερα τον γνώρισα. Τώρα. Τούτη τη μέρα που άκουσα για τον χαμό του. Τον θάνατό του. Ναι, δεν ζει πια. Δεν είναι ζωντανός. Δεν έχω δει καν το πρόσωπό του. Βρίσκεται κάτω από τη γη. Με συγχωρείς που κλαίω… είμαι παιδί ακόμα. Δε ρώτησα το όνομά του το μικρό. Κράτησα μόνο το επώνυμο. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως φταίει εκείνη η ομοιότητα των συμφώνων με την όψη του Χάροντα με την κουκούλα…
Ξέρεις, φοβάμαι πως θα γίνω βρικόλακας… Εκεί κάτω να τον αγκαλιάζω… κάτω από το χώμα που έσκαβε. Κάτω από το χώμα που τον σκότωσε. Κάτω από το μαύρο χώμα που του σκέπασε τα μάτια… Το χώμα που βρωμάει ανθρώπινη σαπίλα. Αποσύνθεση ζωής. Και νερό λουλουδιών μαραμένων. Με λιωμένα κοτσάνια. Πράσινη γλίτσα να πλανιέται στο νερό. Δεκαπέντε ημερών νερό νεκρό.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, φοβάμαι πολύ…»
Σας το είπα ήδη. Απαγορευμένη η ανάμνηση. Εφηβική. Δραματική. Μακάβρια ερωτική. Ένας θρήνος για βιολιά. Τσιγγάνικα τα βιολιά. Δεν σιγούν. Συνεχίζουν το μοιρολόγι για μέρες. Και για νύχτες πολλές.
Η ιστορία μου μπαίνει στη δεύτερη πράξη. Το ίδιο δραματική. Ίσως τραγικότερη.
Γυρνάμε πάλι στην γυφτογειτονιά που τρεις μέρες μοιρολογάει τον αδικοχαμένο όμορφο νιο της. Εκείνον που πένθησα κι εγώ δίχως ποτέ να τον έχω δει. Που νόμισα ότι τον είχα ερωτευτεί και θα καιγόμουν στην κόλαση… Έτσι, επειδή χάθηκε ξαφνικά άλλος ένας ωραίος Ρωμαίος.
Βράδυ. Αίφνης φωνές, ουρλιαχτά, βλαστήμιες και κλάμα. Οι γύφτοι μαζεύονται τρέχοντας έξω από ένα χαμηλό σπίτι. Μέσα τσακώνονται μάνα και κόρη. Είναι η αγαπητικιά του όμορφου παλικαριού. Η μάνα της την βρίζει και την χτυπά όπου βρει. Η κοπέλα τσιρίζει, κλαίει και παρακαλάει τον πεθαμένο πια ερωμένο της να την σώσει. Ίσως η απελπισία, ίσως η απόγνωση, ίσως ο ανείπωτος πόνος, ποιος να ξέρει. Ίσως οι κατάρες της άδικης μάνας. Η κοπέλα τρελαίνεται κάποια στιγμή. Δεν αμύνεται πια. Απειλεί. Και φοβίζει. Το αίμα όλων παγώνει ανάμεσα στα ουρλιαχτά.
«…Μάνα, μάνα… πού βρισκόμαστε τώρα, πού; Πού είμαι εγώ, πού είσαι εσύ… πού; Πες μου… εσύ πες μου… Δεν μιλάς, ε; Φοβάσαι… με φοβάσαι; Με φοβάσαι ναι, ναι… Τώρα η κούκλα σου πέθανε, μάνα. Είναι πεθαμένη, την έθαψες… Ζωντανή την έχεις θάψει, μάνα… Τώρα είναι αργά για μιαν ανάσταση. Ή νωρίς πολύ. Πέθανε… Το έχεις καταλάβει, μωρή μάνα, το κατάλαβες;… Πάει και τέλειωσε το πανηγύρι σου, μωρή… Τελειώσανε πια όλα… ντιπ… Με τούτο δω το μαχαίρι… που κόβεις το ψωμί… με τούτο το πριονωτό μαχαίρι… Και με τούτο δω το χέρι που δεν τρέμει άλλο, μάνα… Με τούτο… το βλέπεις… το χέρι μου… που σφίγγει το μαχαίρι… Μη σκούζεις σαν γουρούνα, μωρή μάνα, μην ουρλιάζεις… Κάντε όλοι στην άκρη, μη σας πάρει ο διάολος, ακούτε; Τώρα σας ήρθε ότι ’μάστενε αδέρφια;… τώρα και σεις αδερφάδες μου… τώρα;… χα, τι να το κάνω τώρα, τι;… Πίσω, μ’ ακούτε; κανένα δεν φοβάμαι, κανένα σας… Και δεν ντρέπομαι. Για τίποτα δεν ντρέπομαι, για τίποτα… Γιατί να ντραπώ που τον αγάπησα, γιατί; Να ντραπώ που τον χάρηκα γιατί; Σας το χρωστάω, ε; Μιλάτε, δαιμονισμένοι, μιλάτε… Μόνο κάντε πίσω. Τώρα, τώρα… όλοι. Ακούτε; Με νοιάστηκε κι αυτός. Με πήρε στο κρεβάτι του και μ’ έκανε γυναίκα του. Λιγοθυμούσα στα χέρια του… Ήμαστε σα στεφανωμένοι, έτσι ήμαστε… Γκαστρώθηκα λοιπόν, ναι… ε και; Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία είμαι με παιδί στην κοιλιά… Το δικό του παιδί έχω μέσα μου, το ’ξερε… Κι εσύ, μωρή μάνα… εσύ, μωρή… τώρα έπρεπε για μένα καλό λόγο να χεις. Όχι να με ξυλοφορτώνεις και να με φτύνεις, όχι, όχι… Όχι έτσι, όχι… Και πάψε να σκούζεις και να με παρακαλάς, βούλωστο σου λέω, μωρή…
Τώρα, τώρα… εδώ κοίτα, εδώ… Το λαιμό μου τον βλέπεις… τον βλέπεις, μάνα; Με βλέπεις… Κανένας, κανένας σας… κανένας ποτέ… ξανά ποτέ ποτέ ποτέ… ποτέ δε θα με ξαναδεί… Ζωντανή ποτέ από δω μέσα… Θέλω να δείτε καλά… να το θυμάστε… Μην απλώσει χέρι κανένας, του το κόβω, ακούτε, ρε; του το κόβω… Πίσω όλοι, πίσω… Κοίτα, μάνα, κοίτα… δες… μην ουρλιάζεις… κοί-τα… το αίμα μου το … το βλέ-πεις;… κοί-τα τώ-ρα… τώ-ρα κοί-τα… τώ-ρα… δες… με… να… θυ-μά-σαι… μά-να… πο-τέ πο-τέ…δε… θα… με… ξα-να-πείς… που-τά-να… η που-τά-να πά… πά-ει… πέ-θα-νε… εμ… αα… ααα… πο-τέ πο-τέ… πο-τέ… πο-τέ… δε δεν… δ-δ-δ… …
Την άλλη μέρα έγραφα στο ημερολόγιό μου το απόκρυφο:
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο, φοβάμαι και πονάω, πονάω πολύ. Πρέπει να σου μιλήσω. Μη με προδώσεις. Όλοι είναι σοκαρισμένοι. Πού είναι ο αγγελικός ο έρωτας… πού πήγε;… Η ζωή έγινε τραγωδία, θάνατος… Νέος θρήνος για τους γύφτους. Άλλη μια κηδεία. Της κοπέλας του όμορφου που λιώνει κάτω από το χώμα.
Είκοσι χρονών εκείνη. Είχε το παιδί του. Η μάνα της το ’μαθε και ξεμωράθηκε. Πουτάνα την ανέβαζε, πουτάνα την κατέβαζε. Ο έρωτας δεν είναι έγκλημα, είναι; Δεν έχω πείρα, βέβαια… Από το σχολείο ξέρω την Αντιγόνη. Λέει ‘Έρωτα, είσαι ανίκητος στη μάχη…’ Σίγουρα, δεν θα είχε διαβάσει ποτέ κάτι τέτοιο η γύφτισσα μάνα…
Η αγαπημένη του έκοψε το λαιμό της μπροστά στα μάτια της μάνας της, που μόνο να τσιρίζει ήξερε… Και να μη βρίσκει πια παρηγοριά τώρα. Πώς να βρει τάχα; Δεν είναι αθώα. Διόλου. Είναι ο ηθικός αυτουργός της αυτοκτονίας. Έτσι λένε όλοι. Εκείνη τρέλανε την κόρη και της όπλισε το χέρι με ό,τι ήταν στο τραπέζι πάνω…
Για μένα το πιο τραγικό είναι ότι, στο νεκροταφείο δεν την έθαψαν μέσα. Είχε αυτοκτονήσει. Απαγορευόταν. Ο καλός ο παπάς έβαλε να σκάψουν ένα λάκκο έξω από τον πέτρινο τοίχο και την έβαλαν εκεί μέσα. Σα σκυλί… Μακριά από τον αγαπημένο της. Μα η γυφτιά το ίδιο την έκλαψε. Το ίδιο την τραγούδησε και την μοιρολόγησε για μέρες. Και νύχτες. Όπως μόνον εκείνοι ξέρουν. Με τα βιολιά τους. Τα μαγικά.
Την έκλαψα κι εγώ. Την πόνεσα πολύ. Τέτοιος έρωτας… Ένας σπαραχτικός έρωτας. Μέχρι τον θάνατο. Και τόση θλίψη… Μετά τον θάνατο. Τα βλέπει τούτα ο Θεός, τα βλέπει; Και αν τα βλέπει, τι να λέει;
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο, φοβάμαι ξανά… Τώρα φοβάμαι πιο πολύ…»
Εδώ πέφτει η αυλαία.
Το ημερολόγιό μου δεν με πρόδωσε. Δεν του έδωσα ποτέ την ευκαιρία. Πάντα προπορευόμουν.
Προδίδομαι μόνη μου στα όνειρά μου. Ακόμα και σήμερα βλέπω δυο χειμωνιάτικα πουλιά που δεν συναντιούνται ποτέ. Δακρύζω, κλαίω. Προδίδομαι σε μια μελωδία με τσιγγάνικα βιολιά.
Πάντα είναι τσιγγάνικα τα βιολιά. Μια μελωδία σαν θρήνος. Είναι θρήνος ο έρωτας. Πάντα. Ο έρωτας ο παράξενος, ο αμαρτωλός, που σπέρνει θανατερό.
Σαν θρήνος σε έργο του τραγικού Λόρκα.
Εκείνος γνώριζε. Ένας ευαίσθητος τσιγγάνος ήταν. Έγραφε. Ήταν ερωτικός ποιητής. Ήταν μουσικός.
Από έρωτα και για τον έρωτα έδωσε τη ζωή του. Είναι μια εκδοχή. Θέλω να την πιστέψω.
«Έρωτας και Θάνατος. Αυτό είναι η Ζωή». Έτσι έλεγε.
Τα χειμωνιάτικα πουλιά μού το απέδειξαν…
Χριστίνα Θέμα
Σαν ταινία, πολύ όμορφο!
Ευχαριστώ πολύ!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Με τιμάτε!
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ.
Είστε υπέροχος, Ευχαριστώ πολύ!
Λυρικό και όμορφο!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Με ταξίδεψε. Συγχαρητήρια.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
ΥΠΕΡΟΧΟ, ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ! ΜΠΡΑΒΟ!!!
Με συγκινείτε!
Γοητευτικό και καλογραμμένο! Συγχαρητήρια!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Ένας ύμνος για τον έρωτα και το θάνατο .
Βαθειά συγκινητικός , ερωτικός , πολύ ζωντανός , ανθρώπινος , λαικός , ουσιώδης , πηγαίος , αληθινός , απελευθερωτικός ,……τσιγγάνικος ! Με συνέδεσε με ένα αίσθημα – συναίσθημα συγκίνησης , χαράς και ελευθερίας .
Ένα ποίημα για τον έρωτα και το θάνατο !
Υπέροχο ! Συγχαρητήρια Χριστίνα ! SUPER !!!
Με συγκινείς, Κώστα μου! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εξαιρετικό ,απίστευτα συγκινητικό ….!!!!!!πολλά συγχαρητήρια….!!!!!!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Υπέροχο μπράβο Χριστίνα μου!!!!!
Πολλά πολλά ευχαριστώ!
Δυνατό! Μπράβο στη συγγραφέα!
Με συγκινείτε!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Μια τραγική δίνη καμωμένη από έρωτα και θάνατο,από αγάπη και πόνο.
Μία έκρηξη συναισθημάτων αναδυόμενη από μελωδικές εικόνες.
Ένας ασταμάτητος χορός σε τεντωμένο σχοινί,μουσκεμένο με δάκρυα και αίμα.
Καταπληκτική γραφή,Συγχαρητήρια !
Πολλά πολλά πολλά Ευχαριστώ!
Tha ithela na to do se movie
Με συγκινείτε!
Ένα κείμενο που σου μένει στο μυαλό. Συγχαρητήρια στη συγγραφέα.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Δυνατό κείμενο με άρωμα έρωτα και θανάτου.
Ευχαριστώ από καρδιάς!
Με άγγιξε… Συγχαρητήρια.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εκπληκτικό..γοτθικό, όμορφο.. ξεχωριστό.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Θαυμάσιο διήγημα, ερωτικό και λυρικό.
Τις ευχαριστίες μου!
Από τα πολύ όμορφα κείμενα του διαγωνισμού.
Ευχαριστώ πολύ!
Ωραίο διήγημα που σε ταξιδεύει στον μαγικό κόσμο των τσιγγάνων ήδη από τον τίτλο. Καλή επιτυχία.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ένα μόνο θα πω: Μπράβο!
Ευχαριστώ πολύ!
ΈΞΟΧΟ!
Σας ευχαριστώ!
Ταξιδιάρικο κείμενο στον ιδιαίτερο κόσμο των τσιγγάνων.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Λυρισμός, ζωντανή αφήγηση, όμορφες εικόνες.
Ευχαριστώ από καρδιάς!
Συγκλονιστικό !!!
Τιμή μου να το λες εσύ, υπέροχη Μαργαρίτα μου!
Συγχαρητήρια. Πολύ δυνατό.
Σας Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ανατριχιαστικό!
Χαίρομαι πολύ που σας άγγιξε!
Σας ευχαριστώ πολύ!
Με τιμάτε!
Ένα υπέροχο διήγημα, καλογραμμένο και ιδιαίτερα συγκινητικό. Καλοτάξιδο Χριστίνα μου!
Πολλά ευχαριστώ από καρδιάς!
Έξοχο διήγημα!πραγματικές;φανταστικές;(δεν έχει σημασια)αναμνήσεις μέσα σε ένα κείμενο που σε πονά και σου δίνει ερεθίσματα για σκέψεις!
Τιμή μου ν’ ακούγεται από εσένα, μοναδική μου Μαρία!
Πολύ όμορφο!!! με αλήθεια και συναίσθημα…
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ένας έρωτας μεγάλος που καταστράφηκε, αλλά δε νικήθηκε ! Ένα λουλούδι που άνθισε σθεναρά και σκέπασε με την ομορφιά και την ευωδιά του όλη την ασχήμια ! Μια ιστορία που ξεκινά σαν πολλές άλλες και στη συνέχεια γίνεται τόσο ….ιδιαίτερη . Πονεμένη ,πληγωμένη΄ματωμένη από το άδικο ριζικό η ιστορία των δύο νέων που καταπλακώθηκε από βαρύ, ψυχρό μέταλλο και λυτρώθηκε από ψυχρή λεπίδα ….
Με συγκινείς, Θεοδώρα μου, σ’ ευχαριστώ πολύ!
Αίμα, έρωτας, οδύνη… Συγκλονιστικό.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Σας ευχαριστούμε που μας ταξιδέψατε με αυτό το κείμενο.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ!
Υπέροχο!! Μπράβο Χριστίνα!!
Με συγκινείς, Δημήτρη μου!
Πραγματικά ωραίο διήγημα!! Αξίζει να το διαβάσουν όλοι οι άνθρωποι!!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Μια ιστορία πάθους που σου μένει στο μυαλό.
Σας ευχαριστώ!
Σας ευχαριστώ πολύ!
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Συγχαρητήρια. Με ταξίδεψε.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Δυνατές σκηνές.
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Βαθιά συγκινητικό και γεμάτο ανθρωπιά, με δραματικότητα στην αφήγηση και καλοδουλεμένη έκφραση!!!!
Με τιμάτε! Σας ευχαριστώ από καρδιάς!
Πραγματικά υπέροχο και ταυτόχρονα συγκινητικό, σαν γροθιά στο στομάχι… Έρωτας χωρίς όρια και διακρίσεις!
Ευχαριστώ πολύ, εκλεκτή μου Ξένια!
Πολύ όμορφο και πολύ συγκινητικό Χριστίνα μου! Συγχαρητήρια!
Ευχαριστώ από της καρδιάς μου τα βάθη!
Πραγματικά μας συγκίνησες και μας ταξίδεψες! Πολλά συγχαρητήρια Χριστίνα!
Σας ευχαριστώ πολύ, αγαπημένοι μου φίλοι!
Πολύ δυνατό! Γεμάτο συναίσθημα και ανθρωπιά! Συγχαρητήρια Χριστίνα μου!
Ευχαριστώ πάρα πολύ, αγαπητή κυρία Άννα!
Θα ήθελα να ευχαριστήσω εκ βαθέων όλες τις φίλες και όλους τους φίλους, εκλεκτούς αναγνώστες του Διαγωνισμού Διηγήματος του BONSAISTORIES, για την κριτική ματιά και τα σχόλιά τους. Ήταν τιμή για μένα το ταπεινό πόνημά μου να είναι ανάμεσα στα 32 που προκρίθηκαν στον Διαγωνισμό! Μεγαλύτερη τιμή να διαβαστεί και να σχολιαστεί από αναγνωστικό κοινό μεγαλύτερο από τις προσδοκίες μου!! Συγχαρητήρια στους 31 Συγγραφείς για τα υπέροχα πονήματά τους, τα διάβασα όλα, ένιωσα την ανάγκη να τα σχολιάσω, και ομολογώ ότι τα θαύμασα και κάποια τα ζήλεψα!… Η όλη διαδικασία είναι για όλους μας μια ΝΙΚΗ! Καλή και Δημιουργική Χρονιά σε όλες και όλους, με Υγεία και Αγάπη!!!
Ευχαριστώ από της καρδιάς μου τα βάθη το BONSAISTORIES, την Κριτική Επιτροπή και το Αναγνωστικό Κοινό για τον Έπαινο που μου χάρισε το διήγημα αυτό!!! Με τη σειρά μου, θα ήθελα να αφιερώσω τη Διάκριση σε Όλες και Όλους Εσάς που διαβάσατε το “Τσιγγάνικα Βιολιά”!!! Σε ΕΣΑΣ με Πολλή Αγάπη!!!