Παύση. Είναι η στιγμή της ημέρας που όλα σταματούν για λίγο όταν ο ήλιος ανεβαίνει νωχελικά στο ουράνιο πέπλο σκορπώντας μια πορτοκαλιά λάμψη, ποτίζοντας τα άτονα πεζοδρόμια με ιριδισμούς ζωντάνιας. Είναι νωρίς ακόμα. Η κούπα με το καυτό τσάι έχει αρχίσει να κρυώνει. Αμέλεια. Πάντα την συνέπαιρνε η θέα του ηλίου, έτσι που αποσυντονιζόταν με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Ξεχνούσε να ετοιμαστεί στην ώρα της, να αερίσει το σπίτι, να πετάξει τα σκουπίδια… Μικρά καθημερινά -και για πολλούς ασήμαντα- πράγματα, τα οποία όμως φαίνεται να σε καθορίζουν ως άτομο. Όμως ο ήλιος την έκανε τουλάχιστον να θυμάται να ζήσει…
Αντικρουόμενες εικόνες και συναισθήματα στην άδηλη μνήμη σπρώχνονται να βγουν στο συνειδητό μέρος της σκέψης της. Βγαίνει στο μπαλκόνι να την δροσίσει ο αέρας, να ξεκλέψει λίγο χρόνο με τον αιώνιο εραστή της, τον ουρανό, και να ξεπλέξει τα μαλλιά της στον ρυθμό του ανεπαίσθητου ανέμου. Δυσκολεύεται λίγο μιας και το αναπηρικό της καρότσι χτυπάει πάντα ελαφρώς σε μια μικρή εξοχή του πατώματος. Δε βαριέσαι…
Μια γαλάζια πεδιάδα με ατίθασους κυματισμούς εμφανίζεται στο οπτικό της πεδίο… Ξέρει πολύ καλά τι θα ακολουθήσει. Τα πάντα ζωντανεύουν λες και βιώθηκαν το ίδιο πρωινό. Δεν θέλει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι συνέβησαν ένα πρωινό σχεδόν δέκα χρόνια πριν…
Η θάλασσα. Εκείνη ήταν μόλις δεκαέξι, η θάλασσα αιώνια. Μια γαλήνια κοσμοπολίτισσα κυρία που έχει πατήσει σε λογιών λογιών μέρη, έχει χαϊδέψει με τα ακροδάχτυλά της και την πιο απομακρυσμένη ακτή, εκείνη που πλοίο δεν έχει ζυγώσει, μάτι δεν έχει δει. Την ζήλευε την θάλασσα που έχει πάει παντού, ενώ εκείνη πήγαινε μέχρι το σχολείο και ξανά πίσω. Όταν είχε τα κέφια της, της μιλούσε κιόλας. Στους άλλους ακουγόταν πολύ παιδικό, αλλά εκείνη ήξερε καλά ότι πάντα λάμβανε απάντηση.
Τα πρωινά καθόταν στα ρηχά και με ένα πλατύ χαμόγελο, διηγούνταν στα κύματα τα όνειρά της. Θυμάται τον εαυτό της να λέει με πάθος ότι θα γίνει ναυαγοσώστης! Θα τρέχει με τα στιβαρά της άκρα και θα σώζει ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ημερέψουν το μεγαλείο της θάλασσας. Κάτι τέτοιες στιγμές, η θάλασσα γινόταν λάδι, ένας ήρεμος παφλασμός, αδιόρατος φλοίσβος. Σαν να ενέκρινε της επιλογές της, σαν να την υποστήριζε.
Άλλοτε πάλι, όταν είχε τα «μπουρίνια» της, έτρεχε στην ακρογιαλιά με το ύφος της περίλυπης δεκαεξάχρονης που θαρρεί πως έχει ζήσει κάτι τρομερό και τα αράδιαζε όλα στη θάλασσα, την καρδιακή της φίλη, την σμαραγδί αυτή μάζα που δεν κάνει ερωτήσεις, δεν διαφωνεί. Μονάχα γνέφει σε σύμπνοια με το έρεβος της ψυχής του ανθρώπου. Και όταν είχε τις «μαύρες» της, όπως χαρακτηριστικά έλεγε στη θάλασσα, η Γαλάζια Κυρία συμπαραστεκόταν. Το μελτέμι γινόταν δυνατός αγέρας που κουνούσε συθέμελα την κλαίουσα ιτιά δίπλα στο σπίτι της, που σήκωνε χώμα στον ξέφρενο χορό της φύσης, έτσι που το ίζημα στην ψυχή της φίλης μας ήταν απλά η γαλήνη. «Έχω κάποιον…» ψιθύριζε στον εαυτό της.
Οι γλυκές αναμνήσεις από την «γαλάζια κολλητή» της άρχισαν να ξεθωριάζουν, να γκριζάρουν, όπως και ο ουρανός εκείνο το πρωινό. Ήταν μόνη της, εκεί που σκάει το κύμα με ένα πολυκαιρισμένο λευκό φόρεμα που του έλειπαν κάνα δυο κουμπιά. Ήταν ξυπόλυτη. Άλλωστε τα παπούτσια είναι για τα ανθρώπινα, για τα εγκόσμια. Όταν υπάρχει η άμμος, μπορείς να είσαι όποιος θέλεις. Να απεκδυθείς τον μανδύα των ρόλων σου και να γίνεις ο αγρότης των φυσικών καρπών του μέσα σου.
Εκείνο το πρωινό, λοιπόν, είχε μόλις πάρει να χαράζει και εκείνη, στην τρυφερή ηλικία των δεκάξι, λιαζόταν στο προσφιλές της μέρος, ένα διαβρωμένο βραχάκι περιτριγυρισμένο από φύκια και μικροσκοπικά βότσαλα. Έμεινε ώρα μέχρι που άρχισε να βρέχει. Έβλεπε τις τέντες να ανεβαίνουν στο μικροσκοπικό νησί της, τους ανθρώπους να μαζεύονται μέσα, αλλά εκείνη έμενε. Άκουσε και μερικές σκόρπιες βροντές ακολουθούμενες από φωνές μαμάδων που φωνάζουν τα μικρά να μαζευτούν. Έμενε. Χαμένη στον κυκεώνα της παιδικής γαλήνης και ανεμελιάς, ούτε που πρόσεξε ότι σε κάποιο σημείο της θάλασσας, τα κύματα ζωγράφιζαν έναν πολύ μεγαλύτερο παφλασμό. Μέχρι που είδε ένα μελαχρινό κεφάλι με μπερδεμένα μαλλιά να ξεπροβάλλει για λίγο, και έπειτα πάλι να βυθίζεται, ένας χορός απόγνωσης.
Ο άνθρωπος ήταν βαθιά, άλλωστε ήξερε καλά εκείνο το σημείο. Ήταν εκείνη η μεταβατική νοητή γραμμή όπου τα νερά από γαλανά γίνονται μαύρα, το βάθος αυξάνει και οι τουρίστες λιγοστεύουν. Κι όμως, αυτός ο μελαμψός άντρας, είχε φτάσει εκεί. Στην αρχή τον παρατηρούσε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν κινδύνευε ή όχι. Και έπειτα, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, ένας απομακρυσμένος κεραυνός, ένα θεόρατο κύμα και πολλές άναρθρες κραυγές, ήρθαν να συνθέσουν το σκηνικό της μικρής τραγωδίας που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια της.
Αυτό που θυμάται ήταν ότι δεν σκέφτηκε καν. Οι λογικές διεργασίες δεν ήταν του γούστου της. Θυμάται ότι με γνώμονα την σκέψη ότι είναι ένας άνθρωπος που χρειάζεται βοήθεια και ότι αυτό αρκεί, χίμηξε στην θάλασσα σαν μανιασμένο αγρίμι. Από τα βάθη των πνευμόνων της φώναζε στη θάλασσα να την προστατεύσει. Και κυρίως να προστατεύσει αυτόν… Έφτασε δίπλα του και έπειτα όλα εκτυλίχθηκαν σαν μια ταινία παλιού κινηματογράφου όπου το μόνο που ακούγεται είναι ο βόμβος των μηχανημάτων. Στο δικό της σκηνικό, το μουσικό υπόβαθρο ήταν να κύματα που χτυπούσαν από κάθε πλευρά.
Τον τράβηξε στην επιφάνεια. Κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του εκτός της κυριαρχίας της θάλασσας που σαν δίνη τον παράσερνε στα εβένινα κατάβαθά της. Και τότε…
Τότε εκεί μπροστά, στο μπαλκόνι του μικρού σπιτιού της, συγχώρεσε το θεόρατο κύμα που την παρέσυρε εν μια ριπή. Συγχώρεσε τον βράχο που βρέθηκε ακριβώς εκεί μπροστά, τον λάθος χρόνο, την λάθος στιγμή, και στάθηκε η αιτία να αποχαιρετήσει ένα από τα πολύτιμα πόδια της, αυτά που θα την έκαναν ναυαγοσώστη. Να τρέχει με τα στιβαρά της άκρα και να σώζει ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει ακόμα να ημερέψουν το μεγαλείο της θάλασσας. Συγχώρεσε, λοιπόν, τον βράχο, τον φίλο της, όπου στιγμές πριν το μοιραίο καθόταν πάνω του πλάθοντας ιστορίες για το μέλλον. Το μέλλον που κανείς δεν μας εγγυάται ότι θα υπάρξει. Συγχώρεσε τον βράχο που αντί να βρεθεί δίπλα της, βρέθηκε μπροστά της και με μια πρόσκρουση άλλαξαν όλα…Συγχώρεσε τα πάντα και άφησε μέσα της μονάχα την τέρψη της ανιδιοτέλειας. Το ότι έδωσε φτερά ακόμα κι αν δεν είχε εφοδιαστεί με τα δικά της. Συγχώρεσε ολόκληρη τη θάλασσα που από στόχος ζωής έγινε ορόσημο πόνου.
Ακούει κλειδιά στην πόρτα και τα μάτια της λάμπουν καθώς τον βλέπουν να μπαίνει στο σπίτι τους. Οι μελαχρινές μπούκλες πάντα ατίθασες και άναρχες, σαν το σώμα του που πάσχιζε για ζωή εκείνο το αβέβαιο πρωινό του Αυγούστου. Στο πρόσωπό του μόνιμα αποτυπωμένη η έκφραση «Ευχαριστώ». Ένα ευχαριστώ που αναδύεται από κάθε κύτταρο, κάθε μικρή ρυτίδα. Πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια του γύρω της. Παύση. Είναι η στιγμή της ημέρας που όλα σταματούν για λίγο όταν ο ήλιος κατεβαίνει νωχελικά από το ουράνιο πέπλο σκορπώντας μια ασημιά λάμψη, ποτίζοντας τα άτονα πεζοδρόμια με ιριδισμούς ζωντάνιας… Ιριδισμούς θαλάσσης…
Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Looking at the sea”
ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΚΙΡΙΔΟΥ
Μπράβο και πάλι μπράβο! Ξεκάθαρα το καλύτερο από όλα τα διηγήματα! Καλή επιτυχία και καλή έμπνευση για το επόμενο!
Πολύ ωραίο κείμενο!!!!! Μπράβο!!
Εντυπωσιακά όμορφο με υπέροχη αφήγηση και εικόνες. Απόλαυσα την ανάγνωση του. Συνέχισε να γράφεις, θα έχεις μέλλον. Δίνω τη ψήφο μου δίκαια νομίζω.
Θέλω πολύ να κερδίσει!
Πολύ πολύ πολύ καλόοο
Μπράβο πολύ εντυπωσιακή περιγραφή,και πολύ ενδιαφέρον θέμα,ελπίζω να κερδίσεις
Υπεροχο!! Σε παρασυρει μαζι του… Αξιζει τη νικη!!
Μπράβο αστέρι μου, πολύ καλό!
Παρά πολύ όμορφο που σε ταξιδεύει, εκπλεπτισμενη γλώσσα και με πολύ νόημα όλο το κείμενο, πολλά μπράβο και καλή έμπνευση!
Συγχαρητηρια!!Ενα εξαιρετικό διήγημα που αγγίζει την ψυχή και τον συναισθηματισμο ολων των ανθρώπων!Ειλικρινά δεν εχω λόγια.Ο τροπος γραφης σου ειναι αψεγαδιαστος.Ευχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία γιατί το αξίζει!!
Πολλά μπράβο σου αξίζουν, είσαι τέλεια, συγχαρητήρια
Εξαιρετικό διήγημα!!Μπράβο!
Συγχαρητήρια Κορίτσι μου!
Απλά υπέροχο !
Αέρινο διήγημα, όπως και η δημιουργός του !!! Ευχομαι πάντα η θάλασσα να μας ταξιδεύει μακριά από όσους βράχους μας παρουσιάζονται στη ζωή!!!
Παρά πολύ ωραίο κορίτσι μου. Καλή επιτυχία ❤️
Συγχαρητήρια
Μπράβο Ελένη πάρα πολύ ωραίο διήγημα συγχαρητήρια πολλά!
Ταλενταρα ✨ Συνέχισε να μας κάνεις περήφανους Υπέροχο διήγημα!!
Υπεροχο, εκπληκτικό, εξαισιο, εκθαμβωτικο , αριστούργημα ( σαγαπωωωωω)
Κατι κάνεις πλακα κανω ηταν υπέροχο
Το κείμενο είναι εξαιρετικό! Δημιουργεί συνεχώς οπτικοακουστικές εικόνες, κάνοντας τον εκάστοτε αναγνώστη να νιώθει παρών όταν συμβαίνουν τα γεγονότα του κειμένου! Αξίζει να κάνει κανείς μια «Παύση.» για να το διαβάσει!
Συγχαρητήρια! Πολύ δυνατό!
ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Άλλοτε πάλι, όταν είχε τα «μπουρίνια» της, έτρεχε στην ακρογιαλιά με το ύφος της περίλυπης δεκαεξάχρονης που θαρρεί πως έχει ζήσει κάτι τρομερό και τα αράδιαζε όλα στη θάλασσα, την καρδιακή της φίλη, την σμαραγδί αυτή μάζα που δεν κάνει ερωτήσεις, δεν διαφωνεί.
ΥΠΕΡΟΧΗ ΕΙΚΟΝΑ
Εικόνες ολοζώντανες, λεξιλόγιο που σε κερδίζει από τις πρώτες γραμμές.
ΣΥΓΧΑΡΗΤΉΡΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ. ΚΑΤΑΦΈΡΝΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΙΝΉΣΕΙ ΜΕ ΌΜΟΡΦΕΣ , ΛΥΡΙΚΈΣ ΕΙΚΌΝΕΣ.
ΜΈΣΑ ΣΕ ΈΝΑ ΤΌΣΟ ΜΙΚΡΌ ΚΕΊΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΕΎΕΙ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ ΠΡΟΣΦΈΡΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΉΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΟΙΚΊΛΟΥΝ ΑΠΟ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΛΙΨΗ ΣΤΗΝ ΑΠΌΛΥΤΗ ΑΠΟΔΟΧΉ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΒΛΈΜΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΈΛΛΟΝ.
ΧΑΡΑ ΜΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΎΟΥΝ ΤΑ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΆ ΣΕ ΤΈΤΟΙΑ ΤΑΞΊΔΙΑ
Υπέροχο διήγημα το οποίο σε ταξιδεύει!!
Καλή επιτυχία!! πιστεύω αξίζει το πρώτο βραβείο..