«Κάποιος θα το είχε άχτι» μονολόγησε ο καλός του εαυτός. «Ή βίτσιο» διαφώνησε ο κακός του εαυτός.
Τα βιαστικά του βήματα αντηχούσαν στο πεζοδρόμιο, όμως το βλέμμα του βρισκόταν αρκετά εκατοστά πιο πάνω και παρατηρούσε τα κτίρια τριγύρω. Αρκετές φορές είχε σκεφτεί πως η γκρίζα πόλη έμοιαζε σε κάτι με τους κατοίκους της. Το σκέφτηκε άλλη μια φορά.
Στα μάτια του το γκρι δεν ήταν χρώμα, ήταν ίσως η μόνη αντανάκλαση του εαυτού του, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να αντικρίσει το είδωλό του. Σήκωσε το βλέμμα του στον φθινοπωρινό ουρανό και κοιτάζοντάς τον κατέληξε:
«Μάλλον βίτσιο θα είναι…».
Ύστερα πρόσθεσε -πάλι νοερά- γελώντας μόνος ειρωνικά:
«Βίτσιο, όπως άλλοι διασκέδαζαν στην κρεμάλα –Addams Family».
«Καλημέρα» τον χαιρέτισε κάποιος γνωστός, καθώς τον προσπερνούσε περπατώντας στην αντίθετη κατεύθυνση από τον ίδιο.
«Καλημέρα» ανταπέδωσε, δίχως τα μάτια τους να συναντηθούν.
Οι κάτοικοι της πόλης απέφευγαν να κοιτάζονται στα μάτια. Οι λοξές ματιές που έριχναν πάντοτε ο ένας στον άλλο σταματούσαν λίγο πριν αυτά συναντηθούν. Δεν αποτελούσε ο ίδιος εξαίρεση, όπως δεν έκαναν και οι υπόλοιποι εξαίρεση για τον ίδιο.
Αφού έστριψε στο επόμενο στενό δεν άργησε να φτάσει στο σπίτι του. Ξεκλείδωσε και μπήκε στο διαμέρισμα. Έβγαλε το παλτό του και βολεύτηκε στον καναπέ.
Πήρε μερικές ανάσες και δεν άργησε να ακούσει τα βήματα που έφταναν στα αφτιά του από τα μέσα δωμάτια να τον πλησιάζουν.
Ο φίλος είχε αντιληφθεί πως είχε γυρίσει. Τον κοίταξε φευγαλέα.
Σ’ ένα κανονικό κόσμο αυτό που τον είδε να κάνει, να ψηλαφίζει δηλαδή το πρόσωπό του κοιτώντας διερευνητικά τριγύρω του, θα ήταν παράλογο. Δεν θα υπήρχε λόγος να ταλαιπωρείται. Λίγα βήματα θα τον χώριζαν από τον καθρέφτη. Θα στεκόταν μπροστά του και αμέσως θα έβλεπε να τον χαιρετά το είδωλό του, κάπου πίσω από το τζάμι. Τώρα όμως, που στα μέρη τους δεν υπήρχαν καθρέφτες, αυτό ήταν κάτι το ακατόρθωτο.
Δεν είχε ποτέ αντικρίσει τον εαυτό του, ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος από τους κατοίκους της πόλης. Γι’ αυτό πολλές φορές ρωτούσαν ο ένας τον άλλο να μάθουν τι χρώμα μαλλιά είχαν, τι χρώμα μάτια, πώς έμοιαζαν. Δεν υπήρχαν καθρέφτες στα σπίτια, στα αυτοκίνητα και τα τζάμια ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να μην προδίδουν το είδωλο του καθενός στην επιφάνειά τους.
Χάιδεψε τα μάγουλά του με το αντίστοιχο χέρι το καθένα. Πήρε μια γνώριμη, απορημένη έκφραση και ρώτησε:
«Το σχήμα στο ένα μου μάγουλο είναι ανόμοιο με εκείνο του άλλου;».
Πάντοτε είχε αυτή την αίσθηση. Ο φίλος τον πλησίασε και έσκυψε προς το μέρος του.
«Δε μπορώ να διακρίνω» είπε σουφρώνοντας τα χείλη του. «Μπορεί. Μπορεί όμως και όχι».
Αμέτρητες φορές είχε καταφύγει στην ίδια απάντηση, σε τέτοιες περιπτώσεις.
«Και τα μάτια μου, έχουν ίδιο χρώμα με την τελευταία φορά που σε ρώτησα ή έχουν αλλάξει;».
«Δεν έχουν αλλάξει, όπως και το χρώμα των μαλλιών σου. Νομίζω άλλωστε πως το χρώμα των ματιών δεν αλλάζει».
Εκείνος κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι του.
«Για να το λες».
Σηκώθηκε από τον καναπέ και βάδισε αργά προς το παράθυρο του δωματίου. Στάθηκε μπροστά από το τζάμι που πρόβαλλε ανάμεσα στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Είχε ακούσει πως στον κόσμο που τα είδωλα παρουσιάζονταν μπροστά στους αφέντες τους, το τζάμι ήταν ένας καλός τρόπος για να εμφανιστούν. Κούνησε το χέρι του, μετά το κεφάλι του, πλησίασε το πρόσωπό του στην επιφάνεια, όμως τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε αυτή τη φορά. Στην άλλη πλευρά επέμενε να εμφανίζεται μόνο η θέα του δρόμου και των γκρίζων πολυκατοικιών που απλώνονταν από τον πρώτο όροφο. Αυτή ήταν άλλη μια αποτυχημένη του προσπάθεια.
Ανάσανε πάνω στο τζάμι, του οποίου ένα μέρος θόλωσε. Το καθάρισε με το μανίκι του, ώστε έγινε και πάλι διαυγές. Δεν είχε κάποιο σκοπό, είχε απλώς σπαταλήσει λίγο από το χρόνο του για να διασκεδάσει την ανία του. Δεν είχε δώσει λύση στο πρόβλημα, ούτε περίμενε κάτι τέτοιο.
«Πώς μοιάζω εγώ;» τον ρώτησε ο φίλος.
Γύρισε για μια στιγμή να τον κοιτάξει. Έπειτα φέρνοντας και πάλι το βλέμμα του έξω από το τζάμι, είπε:
«Έχεις μεσαίου μεγέθους μύτη και μικρά αφτιά. Τα μάτια σου είναι καστανά, τα μαλλιά σου είναι καστανά και είσαι νέος».
Και ύστερα πρόσθεσε:
«Όπως ακριβώς και χθες».
Έκανε μια άσκοπη βόλτα στο δωμάτιο και όταν γύρισε ξανά μέτωπο προς τον φίλο του, εκείνος συνέχιζε να κοιτά έξω από το παράθυρο.
«Δηλαδή, εμείς τι είμαστε;».
«Τι είμαστε;» ρώτησε απορημένος, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Θέλω να πω… είμαστε όμορφοι ή άσχημοι;».
«Η ομορφιά και η ασχήμια είναι υποκειμενικές έννοιες» απάντησε εκείνος και ώσπου ν’ ανασάνει βρέθηκε κοντά του. «Δε μπορώ να κρίνω εγώ αν είσαι όμορφος ή άσχημος. Ούτε κανείς άλλος μπορεί».
«Τότε πώς θα ξέρω;» ρώτησε καχύποπτα.
«Σίγουρα δεν θα το μάθεις από εσένα τον ίδιο. Ζω 29 χρόνια και δεν με έχω αντικρίσει ποτέ τον εαυτό μου».
«Ζω 26 χρόνια και θέλω να μάθω!» αντιγύρισε εκείνος, υψώνοντας τη φωνή του.
Ο πρώτος τέντωσε το χέρι του και το περιέφερε στον χώρο.
«Ορίστε!» του είπε «Βλέπεις κάποιον τρόπο ώστε να τα καταφέρεις; Τίποτα δεν υπάρχει που να δείχνει τη μορφή σου! Ακόμα και η σκιά σου δεν είναι ασφαλές πειστήριο».
Αναστέναξε και του είπε με ειλικρίνεια στη φωνή:
«Κάποια πράγματα απλώς είναι αδύνατον να συμβούν».
«Είναι και εκείνο ένα από αυτά;».
«Έτσι φαίνεται, στον κόσμο μας…».
«Μακριά από τον κόσμο μας;».
Σούφρωσε τα χείλη του και απάντησε:
«Αυτό δεν το ξέρω. Κανείς απ’ όσους ξέρω δεν έχει πάει παραπέρα».
Ο φίλος κούνησε το κεφάλι του, στρέφοντας το βλέμμα του προς το παράθυρο. Δεν απάντησε, αυτό έδωσε στον άλλο το θάρρος να προσθέσει:
«Πρέπει να το καταλάβεις: εδώ ο καθρέφτης σου είμαι εγώ και ο καθρέφτης μου είσαι εσύ».
Ο φίλος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
«Να το καταλάβεις σου είπα, όχι να το δεχτείς» διευκρίνισε ο άλλος.
«Και ο καθρέφτης της Δανάης ποιος είναι;».
Αν γυρνούσε το κεφάλι του ο φίλος, θα έβλεπε το απορημένο βλέμμα εκείνου. Του έκανε ένα νεύμα να πλησιάσει, ενώ ο ίδιος δεν έπαιρνε τα μάτια του από το δρόμο. Ο φίλος υπάκουσε.
«Ποιος είναι ο καθρέφτης της Δανάης;» επανέλαβε όταν ένιωσε την παρουσία δίπλα του.
Έμειναν να κοιτούν τη Δανάη. Εκεί που έμεναν σίγουρα δεν ήταν ο κόσμος των θαυμάτων, και αν μια στο εκατομμύριο έκαναν λάθος -δεδομένου ότι ζούσαν στο μοναδικό μέρος όπου οι άνθρωποι δε μπορούσαν να δουν το είδωλό τους να καθρεφτίζεται- η Δανάη ήταν ίσως το μοναδικό θαύμα που βάδιζε στους δρόμους τους. Τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν πάνω από το παλτό της, όπως τα γρήγορα βήματά της διέσχιζαν το πεζοδρόμιο, χωρίς τα μάτια της να κοιτούν τριγύρω. Και φυσικά δεν ήταν μόνο τα δικά τους βλέμματα στραμμένα πάνω της.
«Βλέπεις τι σου λέω;» ρώτησε τον φίλο του.
Εκείνος γύρισε για μια στιγμή προς το μέρος του χαρίζοντας μια απορημένη έκφραση στο πρόσωπό του.
«Εμείς είμαστε ο καθρέφτης του άλλου. Δίχως ένα βλέμμα σου η Δανάη θα ήταν λιγότερο όμορφη. Σκέψου τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε ούτε ένα βλέμμα να την κοιτάει» επανέλαβε την προηγούμενη θεωρία του ο φίλος, προσπαθώντας να του εξηγήσει.
Ο φίλος τότε τον είδε να απομακρύνεται από το παράθυρο και να κατευθύνεται στην πόρτα του δωματίου. Ενώ την είχε μισανοίξει, άκουσε τον φίλο να του λέει:
«Είμαι και είσαι και είμαστε ο καλύτερος καθρέφτης γι’ αυτή!».
Δεν έμεινε στο δωμάτιο για να τον ακούσει να του φωνάζει:
«Που πάς;».
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κοίταξε δεξιά. Το βάθος του διαδρόμου οδηγούσε, δέκα σκαλοπάτια πιο κάτω, στον δρόμο. Σούφρωσε τα χείλη του πριν κάνει μια αδιόρατη γκριμάτσα. Τα πόδια του τον οδήγησαν στην έξοδο, κάνοντας αυτό που το μυαλό του δίσταζε.
Βρέθηκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε τη Δανάη να περνάει τον δρόμο με προσοχή προς το μέρος του.
Έμεινε ακίνητος και την έβλεπε να τον πλησιάζει. Ένιωθε το βλέμμα της πάνω του, καθώς είχε χαμηλώσει το δικό του.
«Γεια σου!» τον χαιρέτισε χαμογελαστά η Δανάη.
«Γεια» ανταπέδωσε εκείνος, σηκώνοντας το βλέμμα του τόσο ώστε αντίκριζε μόνο τα χείλη της, όχι ολόκληρο το πρόσωπό της.
Στάθηκε απέναντί του.
«Πώς είσαι σήμερα;» τον ρώτησε.
«Καλά είμαι. Όπως πάντα» απάντησε ανόρεχτα με τη δεύτερη φράση του.
Εκείνη χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Σίγουρα;» τον ρώτησε.
Εκείνος δεν απάντησε με λέξεις, αλλά διστακτικά με ένα καταφατικό νεύμα.
«Μάλλον δεν είσαι καλά» σχολίασε εκείνη.
«Πώς δείχνω;» την ρώτησε.
Δεν απάντησε στην ερώτησή του, προτίμησε να κάνει εκείνη μια:
«Πώς νιώθεις;»
Έκανε μια κίνηση με το χέρι του που σήμαινε έτσι κι’ έτσι.
«Έτσι δείχνεις, τότε» σχολίασε εκείνη.
Έμεινε για μερικές στροφές του χρόνου σκεφτική, πριν τον ρωτήσει:
«Γιατί δε αντικρίζεις τον εαυτό σου να καταλάβεις και μόνος σου;».
Ο φίλος γέλασε ειρωνικά.
«Πού να κοιταχτώ, Δανάη; Σε τζάμι ή σε καθρέφτη;».
«Μέσα στα μάτια μου».
Ξαφνιάστηκε και μόνο τότε την κοίταξε κατάματα. Ήταν η πρώτη φορά που κοιτούσε κάποιον άνθρωπο κατάματα. Και ήταν ο μόνος τρόπος να αντικρίσει το είδωλό του.
Τίποτα δε συντάρασσε την ήρεμη ζωή των κατοίκων της πόλης τόσο ώστε το σώμα τους να αντιδράσει απρόβλεπτα. Ήταν μια μαγική δύναμη αυτή που είχε αναγκάσει το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της. Πάνω στις κόρες των ματιών της είδε για πρώτη φορά τον αντικατοπτρισμό του. Σε μια πολύ πιο μικροσκοπική εκδοχή.
«Το ‘δες;» τον ρώτησε.
Έγνεψε καταφατικά.
«Όχι αυτό» τον διόρθωσε, μαντεύοντας τι ήταν εκείνο που είχε σκεφτεί. «Αυτό δεν ήταν τίποτα. Τον πραγματικό καθρέφτη, τον είδες;».
Ο ίδιος απόρησε.
«Ο καθρέφτης είναι τα μάτια, γιατί μόνο έτσι βλέπεις καθαρά πώς μοιάζεις για εσένα τον ίδιο. Και στην επιφάνεια των ματιών του άλλου καταλαβαίνεις πώς μοιάζεις και για εκείνον που κοιτάζεις».
Η Δανάη πλησίασε το πρόσωπό του και τον κοίταξε στα μάτια, για να δει τον εαυτό της να αντικατοπτρίζεται στην επιφάνειά τους. Ύστερα το απομάκρυνε.
«Εσύ» τον ρώτησε «με θεωρείς όμορφη;».
Ντράπηκε να απαντήσει, αλλά το ενθαρρυντικό χαμόγελο της Δανάης εξαφάνισε τους ενδοιασμούς του.
«Ναι. Σίγουρα ναι!».
Η Δανάη χαμογέλασε.
«Είμαστε όσο όμορφοι νιώθουμε» είπε. «Και όσο όμορφοι μας κάνουν οι γύρω μας» κατέληξε.
«Τι να πω…» ήταν η αμήχανη απάντησή του.
«Τίποτα να μην πεις!» συνέχισε χαμογελαστή εκείνη. «Απλά, την επόμενη φορά που θα αναρωτηθείς πώς μοιάζεις, μην το κάνεις. Ρώτα με».
Ήταν σειρά να σχηματιστεί ένα χαμόγελο στο δικό του πρόσωπο. Και έγινε. Δεν ήξερε αν τα χείλη του είχαν χαμογελάσει όμορφα ή άσχημα.
Εκείνη ανταπέδωσε.
Μάλλον όμορφα θα της χαμογέλασα, σκέφτηκε κρίνοντας από την αντίδρασή της.
Εκείνη πάλι είχε χαμογελάσει σίγουρα όμορφα.
Έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του μέσα στα μάτια της και εκείνη έκανε το ίδιο με τη βοήθεια των δικών του ματιών.
Τελικά, υπήρχαν πολλά ζευγάρια καθρέφτες στην πόλη τους.