Δεν ήταν ένας δολοφόνος όπως οι άλλοι. Ήταν όμορφος με γκρίζα μαλλιά, καλοντυμένος με γραβάτα, ευγενικός και πάντοτε ευδιάθετος. Ήξερε να κρύβει με μεγάλη μαεστρία τα δολοφονικά του ένστικτα, γνώριζε πώς θα κρύψει από τα υποψήφια θύματά του τις τόσο κακές του προθέσεις.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν η καρδιά του γεμίσει με μίσος για τις γυναίκες, είχε αρραβωνιαστεί και ήταν ειλικρινά ερωτευμένος. Όλα όμως μέσα του γκρεμίστηκαν, όταν διαπίστωσε πως εκείνη που αγαπούσε είχε σχέσεις παράλληλες και με άλλους άνδρες της περιοχής. Τρικυμία μίσους γεννήθηκε έκτοτε στην καρδιά του, θεωρώντας από εκείνη τη στιγμή πως όλες οι γυναίκες είναι ίδιες και επηρεασμένος από την προδομένη του αγάπη, πήρε την απόφαση να τις σκοτώνει.
Τις παρέσερνε με τα γλυκά του λόγια, τις έπειθε να έρθουν μαζί του και πριν ξημερώσει, εκείνη τη στιγμή που άρχιζε να τις αγκαλιάζει περισσότερο, τότε τις στραγγάλιζε. Έπαιρνε τα σώματά τους και αφού τα έγδυνε από τα ρούχα, τα έθαβε στον κήπο του σπιτιού του. Κανείς δεν τον έβλεπε, πάντοτε παρακολουθούσε τις έρευνες της αστυνομίας, είχε ηρεμήσει βλέποντας πως οι αρχές αναζητούν το δολοφόνο, αλλά δε γνωρίζουν ακόμα τίποτα για εκείνον.
Είχε την περίεργη συνήθεια να κρατάει τα ρούχα και τα κοσμήματα των θυμάτων του. Πολλές φορές μύριζε τα φουστάνια τους, προσπαθώντας να συγκρατήσει στην όσφρησή του τη μυρωδιά της γυναικείας σάρκας.
Συνήθιζε να γυρίζει στο μπαρ της πόλης, το πιο δημοφιλές. Έπιανε συχνά συζητήσεις με τον μπάρμαν, ήθελε να εξασφαλίζει πως έχει την καλή εύνοια των ανθρώπων. Μόλις έβλεπε μία όμορφη ύπαρξη, την πλησίαζε και της έπιανε κουβέντα, κερνώντας την ποτό και εκδηλώνοντας έντονο ενδιαφέρον για εκείνη. Γνώριζε πώς να σαγηνεύει τις γυναίκες, ήξερε να εμφανίζει το ωραιότερο πρόσωπό του και να τις πείθει για τις αγνές του προθέσεις.
Τα μάτια του είχαν προσηλωθεί εκείνη τη στιγμή σε μία γυναίκα που καθόταν απέναντί του, πίνοντας το ποτό της. Ήταν ξανθιά, αρκετά ψηλή, καλοντυμένη. Αμέσως προσφέρθηκε να την κεράσει ποτό, δείχνοντας την ίδια προθυμία με το να της ανάψει και το τσιγάρο που κρατούσε.
Μέσα στον καπνό που εκείνη φυσούσε στο πρόσωπό του, εκείνος της έκανε διάφορες ερωτήσεις. Πώς τη λένε, αν είναι μόνη, αν περιμένει κάποιον. Εκείνη αν και τον γνώριζε μόλις τώρα τόσο λίγο, αμέσως αισθάνθηκε μία οικειότητα μαζί του και δε δίστασε να είναι πρόθυμη και να του απαντάει.
Πέρασαν αρκετή ώρα συζητώντας- εκείνη είχε γοητευτεί από το παρουσιαστικό και την ευγένειά του. Του εξέφρασε όμως την επιθυμία πως ήθελε να φύγει διότι η ώρα ήταν αρκετά περασμένη. Εκείνος προθυμοποιήθηκε αμέσως να τη συνοδεύσει, προφασιζόμενος τους κινδύνους που ελλοχεύουν για μία γυναίκα με το να κυκλοφορεί μόνη της τη νύχτα.
Εκείνη δέχτηκε και τη στιγμή που έβγαιναν από την πόρτα του μπαρ, εκείνος την αρπάζει και τη δίνει ένα δυνατό φιλί. Εκείνη μούδιασε, δε γνώριζε πώς έπρεπε να αντιδράσει. Ήξερε μεν πως ένας άνδρας πρέπει να διεκδικεί, από την άλλη όμως δεν ήξερε έναν άγνωστο τόσο καλά ώστε να έχει τόσο μεγάλο θάρρος μαζί της.
Συνέχισαν να περπατούν στο δρόμο, όλα τριγύρω ήταν σκοτεινά. Σε μία στιγμή εκείνη γύρισε να τον δει, αλλά διαπίστωσε πως δεν ήταν δίπλα της, για να αισθανθεί δύο χέρια να της σφίγγουν το λαιμό και εκείνη να φωνάζει βοήθεια, μέχρι…
Ξαφνικά, φωνές και πυροβολισμοί ακούγονται, ο άνδρας βλέπει γύρω του να έχουν μαζευτεί αστυνόμοι και να τον έχουν περικυκλώσει, φωνάζοντάς του να παραδοθεί και να αφήσει ελεύθερη τη γυναίκα. Τρομοκρατήθηκε, άφησε το θύμα του αμέσως για να διαπιστώσει πως εκείνη ήταν το δόλωμα ώστε να τον παγιδεύσουν. Το υποψήφιο θύμα του τον κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα, γεμάτο ικανοποίηση και αίσθημα δικαιοσύνης.
Το αίμα του πάγωσε, ήξερε πως δεν μπορούσε να διαφύγει. Αστυνομικοί βρισκόντουσαν παντού κρατώντας όπλα στα χέρια τους. Εκείνος πήρε την απόφαση να τρέξει, να προσπαθήσει να το σκάσει; δεν ήθελε να παραδοθεί, δεν ήθελε να τον συλλάβει και να ατιμαστεί. Μέχρι τη στιγμή που οι σφαίρες το σώμα του διαπερνούν και εκείνος σωριάζεται, έχοντας βρει το θάνατο…
Οι αρχές μετά από έρευνα στο σπίτι του, ανακάλυψαν όλα τα φορέματα, τα κοσμήματα, όλα αυτά που μαρτυρούσαν τη μυστική του ταυτότητα.
Ο δολοφόνος με το γλυκό πρόσωπο δεν υπήρχε πια. Μόνο ο μπάρμαν βρέθηκε να πει μία καλή κουβέντα για εκείνον, κανείς άλλος…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ