Στόμα μικρό, χείλια σφιγμένα. Δύο γραμμούλες. Έτσι γεννήθηκε. Με δύο σφιγμένες γραμμούλες να χαράζουν το πρόσωπό της. Δεν ήταν εκείνες οι πεισματάρικες γραμμούλες που έχουν τα παιδιά σαν θέλουν να περάσει το δικό τους. Μάλλον δεν ήθελε να μιλάει πολύ. Γι’ αυτό κρατούσε το στόμα κλειστό. Από παιδί.
Σπάνια έκλαιγε. Και ακόμα πιο σπάνια γελούσε. Ένα παράξενο παιδί. Που από νωρίς του δώσαν οι συγγενείς και οι φίλοι τον τίτλο που του αναλογούσε, λίγο βλαμμένο. Δεν την ενοχλούσε. Έμαθε να ζει έτσι. Μπορεί να έκανε κατά καιρούς βήματα προς το μέρος τους, αλλά καταλάβαινε σύντομα πως δεν ταίριαζε. Και επέστρεφε. Στη γωνιά της. Στη γωνιά που την έβαζε η μάνα της από παιδί, για να μην ενοχλεί. Και παρακολουθούσε από εκεί τα όσα συνέβαιναν γύρω της. Της έδινε μια βρεγμένη φέτα ψωμί με ψιλή ζάχαρη. Και αν τύχαινε καμιά φορά, τι χαρά, τι ευτυχία, ένα κομμάτι γαλακτομπούρεκο ή κανταΐφι. Και γλύκαινε η γωνίτσα της. Και ερχόταν η χαρά να κάτσει κοντά της.
Έτρωγε αργά, για να κρατήσει τη γλύκα, να κρατήσει τη χαρά. Όσο πιο πολύ γινόταν. Τα έκοβε μπουκίτσες. Μπουκίτσα και απόλαυση. Μπουκίτσα και χαρά.
Έτσι έμαθε.
Και η ζωή. Μπουκίτσα και απόλαυση. Μπουκίτσα και χαρά.
Έπαιρνε ό,τι της έδιναν. Δεν ζητούσε παραπάνω. Και καθόταν στη γωνιά της και το έκανε μπουκίτσες. Και την αγάπη. Και τη χαρά. Όση της έδιναν. Μπουκίτσες αγάπης. Μπουκίτσες χαράς. Να κρατήσουν λίγο παραπάνω. Σαν γλυκό. Σαν ζεστό γαλακτομπούρεκο.
Και νόμιζε πως μια μπουκίτσα ήταν η αγάπη και η χαρά. Μια γλυκιά σαν γαλακτομπούρεκο ζεστό, μπουκίτσα.