Τα μικρά αλάνια, είχαν δώσει ραντεβού την ώρα που σουρούπωνε, έξω από την παλιά έρημη καπναποθήκη. Ένα ένα το ’σκαγε από το σπίτι του κι εμφανιζόταν στο παγκάκι που βρισκόταν στο μικρό πάρκο έξω από την αποθήκη, εκεί που συνήθιζε να μαζεύεται η παλιοπαρέα τα βραδάκια, για να καπνίσει κανένα τσιγαράκι κρυφά από τους μεγάλους που το απαγόρευαν στην ηλικία τους διά ροπάλου, να πει καμιά σαχλαμάρα, να κουτσομπολέψει τα νεότερα που κατά καιρούς έδιναν λίγη ζωή στη μικρή τοπική νυσταγμένη κοινωνία κι ύστερα κατά το βραδάκι να τραβήξουν όλοι μαζί στο πάρκο ή για κανένα μπιλιαρδάκι ή για να παρακολουθήσουν τις κόντρες με τα μηχανάκια που κάθε βράδυ έδιναν κι έπαιρναν κάτω από την αερογέφυρα στην έξοδο της μικρής πόλης.
Εκείνο το βράδυ, είχαν μαζευτεί πάλι η παλιοπαρέα και δυο τρεις πιο ‘ξύπνιοι μπόμπιρες, είχαν ήδη πιάσει τις προνομιούχες θέσεις στο παγκάκι, ενώ οι υπόλοιποι έκοβαν βόλτες γύρω απ’ αυτό και το βράδυ θα κυλούσε στους συνηθισμένους ράθυμους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας, αν δε συνέβαινε το παρακάτω:
Πίσω από τη μαζεμένη παρέα, στέκονταν η σιδερένια μαύρη μεγάλη, κλεισμένη με λουκέτο καγκελόπορτα της καπναποθήκης και ακριβώς πίσω της ο κήπος του κτηρίου, πνιγμένος στις φυλλωσιές που δημιουργούσαν ένα σκοτεινό σκηνικό, καθώς το σκοτάδι, έπεφτε γοργά στη μικρή πλατεία.
Τότε, ένας από τους πιτσιρικάδες, σα να παρατήρησε μια κίνηση ανάμεσα στις πρασινάδες του κήπου. Του ’κανε εντύπωση ποιος θα μπορούσε να βρίσκεται εκείνη την ώρα μέσα στο ερηπωμένο κτήριο και παρακινώντας και κανα δυο ακόμα από την υπόλοιπη σαλιμαρία, πλησίασαν τα κάγκελα του κήπου για να ελέγξουν τι συμβαίνει.
Και τότε τον είδαν…
Μια ρωμαλέα σκοτεινή μαύρη φιγούρα έκοβε βόλτες μέσα στον κήπο της αποθήκης.
Φορούσε ένα ψιλόλιγνο καπέλο και μια μακριά κάπα ήταν ριγμένη στους ώμους του.
Τα γαντοφορεμένα χέρια του, έσφιγγαν ένα μπαστούνι που έμοιαζε να στηρίζει όλη αυτή την παράξενη επιβλητική μορφή…
Η φιγούρα ενός αριστοκρατικού μεγάλου σκυλιού, τρεμούλιαζε δίπλα στον παράξενο νυχτερινό επισκέπτη του κήπου…
Η παρέα των αγοριών τα ’χασε. Κάθονταν εκεί, προστατευμένοι από τις σκοτεινές φυλλωσιές και παρατηρούσαν τον αλλόκοτο βραδινό επισκέπτη, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσουν μέσα στο σαστισμένο κεφάλι τους αν πρόκειται για φάντασμα ή για πραγματικό άνθρωπο….
Τότε, η μαύρη φιγούρα γύρισε προς την βαριά θεόκλειστη πόρτα της αποθήκης και διασχίζοντάς την σαν να μην υπήρχε, εξαφανίστηκε μαζί με τον σκύλο που την ακολουθούσε μέσα στο παλιό κτήριο…
Τα αγόρια τα χρειάστηκαν… πισωπατώντας άτακτα, φωνάζοντας και ουρλιάζοντας από το φόβο τους, γύρισαν άρον άρον στο παγκάκι κι αφού είπαν και στους υπόλοιπους λαχανιάζοντας από την τρομάρα τους και με μισόλογα τι είχαν δει τα μάτια τους, σκόρπισαν τρέμοντας μέσα στο σκοτάδι που στο μεταξύ είχε πλημμυρίσει την περιοχή…. για βόλτες, φλιπεράκια ή κόντρες απόψε ούτε λόγος.
Ένας ένας μαζεύτηκαν οι μπόμπιρες στα σπίτια τους και τρέμοντας κουκουλώθηκαν κάτω από τα σεντόνια τους, στην ασφάλεια του σπιτιού τους, περιμένοντας το γλυκό φως της επόμενης μέρας να ξορκίσει τους φόβους και τα φαντάσματα…
Για πολύ καιρό η σαλιμαρία δεν ξανάδωσε ραντεβού στη μικρή πλατεία έξω από την αποθήκη…
Σιγά σιγά βέβαια, ο φόβος ξεπεράστηκε και καθώς ο παράξενος επισκέπτης εκείνης της νύχτας δεν ξανάκανε την εμφάνισή του ή τουλάχιστον δεν ξανάγινε εύκολα αντιληπτός από κάποιον άλλο, η ζωή για τη μικρή αγορίστικη παρέα γρήγορα βρήκε τους κανονικούς της ρυθμούς.
Καθώς όμως το συμβάν διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από ’κει και ύστερα, ένας μύθος γεννήθηκε για το στοιχειωμένο αυτό κτήριο της μικρής πόλης και όπως συμβαίνει συνήθως μ’ αυτές τις ιστορίες, γίνονται με τον καιρό, αστικοί μύθοι, παραμύθια, βιβλία και ό,τι άλλο μας υπαγορεύει η ανθρώπινη φαντασία…
Έτσι και η έρημη πια καπναποθήκη, απέκτησε το δικό της μύθο… κι αν, νυχτερινέ διαβάτη, περάσεις κάποτε από ’κει, ρίξε μια ματιά μέσα στις φυλλωσιές του κήπου… μπορεί κι εσύ να τύχει να δεις τον σκοτεινό επισκέπτη να στέκεται ρεμβάζοντας κάτω από το φεγγαρόφωτο…
ΧΙΩΤΗ ΕΙΡΗΝΗ
18/03/2012
Το παρακάτω περιστατικό το άκουσα πριν πολλά χρόνια σε μια εφηβική παρέα στο Αγρίνιο. Κανά δυο χρόνια μετά, άκουσα την ίδια ιστορία, ενώ έπινα καφέ με άλλη διαφορετική παρέα. Η μόνη προσθήκη που είναι προϊόν μυθοπλασίας, είναι η παρουσία του σκυλιού δίπλα στον παράξενο επισκέπτη εκείνης της βραδιάς στην οποία αναφέρεται το διήγημα. Τώρα αλήθεια ή ψέματα, αποφασίστε το εσείς…
(Η εικόνα είναι το κτήριο στο Αγρίνιο που ενέπνευσε στη συγγραφέα την ιστορία του «Επισκέπτη»)