Το Κάρμα μού χαϊδεύει το χέρι αφηρημένα.
Θέλω να με φροντίσει -να νοιαστεί πραγματικά.
Χρειάζομαι μια δέσμευση.
Λέει ότι τα μαλλιά μου του θυμίζουν κάτι
και γυρίζει να κοιτάξει στον καθρέφτη μου.
Αναζητώ τα μάτια του,
μου γνέφει “έλα” κι αυτό είναι αρκετό.
Το Κάρμα προσφάτως κρατάει μια απόσταση.
Εξαφανίζεται για μέρες
κι άξαφνα επιστρέφει, αμίλητο,
εισβάλλει θυμωμένα στο σαλόνι
κι αποκοιμιέται στην καρέκλα.
Του λέω πως είμαι η Rapunzel.
Μου λέει “πες μου μια ιστορία”.
Του λέω αυτήν για την ψεύτικη κούκλα
που καμαρώνει
στη μαρκίζα του νυχτερινού θεάτρου
και στη συνέχεια για την αληθινή
που εξαφανίζεται
μεταξύ διλήμματος και μοίρας γωνία.
Του λέω για το σκοτεινό ξενοδοχείο
όπου αναπαύεται η παιδική της ηλικία.
Και με αφήνει να ζήσω.