Η ζωή σου ολάκερη
ένα ταξίδι με ξυλάρμενο σκαρί.
Σε βενετσιάνικα καρνάγια,
σε Καζαμπλάνκα, Οδησσό και Μασσαλία,
με καβοδέτες, βατσιμάνη* και Μαρκόνι*
σ’ άγνωστους δρόμους περπατείς.
Στου Άμμωνα τον Νείλο,
με τις φατρίες των Ατζέκων στο πέρα Μεξικό
και στις Ηράκλειες στήλες αφάρωτα
την Ατλαντίδα ν’ ατενίζεις στον βυθό.
Μας γράφεις με τον καιρό κατάπρυμνο, υγρό
απ’ το σταράδικο βαπόρι της πέτρινης γραμμής,
από τη γέφυρα των στεναγμών κροσάρεις.
Χαράματα στις Βαλερίδες νήσους
-αντάρα σχίζει τον ωκεανό-
κι ως καπετάνιος ίπτασαι στο χείλος της αβύσσου.
Κάτω απ’ τον ξένο ήλιο μπαρκάρει ο μισεμός,
λάγνα φαντάζουν τα ξωτικά λιμάνια,
ουρλιάζει φευγάτη η μπουρού, νόστο σταλάζει
σαν το βαπόρι έλυσε κι ασφάλισε τ’ αμπάρια.
Διαβαίνοντας το Γιβραλτάρ
χαθήκανε τα σήματα των φάρων,
σφιχτή καρδιά, βαθιά ανάσα, αφόρμισε η πληγή.
Θαλασσομάχοι πορευτήκατε δεινοί,
μοιραίοι εραστές. Καυτά χαμάμ και γκέισες φλογάτες,
καταφύγιο της σάρκας χωρίς περιστροφές.
Ο αγοραίος έρωτας στ’ απατηλά λιμάνια ξαγρυπνά.
Γράφεις από Μαδράς, Βομβάη και Καλκούτα
για όμορφα κορίτσια, Μαλαισιανές μιγάδες
που με έρωτες τον χρόνο ξεθωριάζουν,
πούσι σκεπάζει του πλοίου τη γραμμή.
Η αρμυρόθρεφτη η βάρδια σου τελείωσε,
σκαντζάρεις στο πόρτο του τυφώνα,
αρσίβαρος ο μόχθος
της πένας σου στραγγίζει τον λυγμό.
Αναριγούν τα μύρια κύματα,
ανακατώνονται οι γλάροι
στης άγριας περιπλάνησης τ’ αλλόκοτο σκαρί.
Γράφεις για τον άγιο έρωτα
που μ’ όρκους σίγησε στα ξέμπαρκα απλανής,
για την αιθέρια σου λαφίνα γράφεις
που ο χρόνος πίσω, τής φορτώθηκε βαρύς.
Με ρίμες Καπτανκώστα κι αναστεναγμούς,
με μύχιους πόθους
και αλλαγές πορείας πάμπολλων μοιρών
την ποίηση εντός σου σκαριφίζεις,
με τα αγέρωχα τα Άλμπατρος τη φτερουγίζεις
στης ποδεμένης μάνας το έρημο νησί.
Στραφταλιστά τ’ αφρόψαρα χορεύουν
σε χαιρετούν στη μοναξιά συντροφικά.
Με την ανάσα σου στα δυο, ρουφάς
από την αλισάχνη το πιο πικρό φιλί,
εκείνο που τρικάταρτο χαράχτηκε στο κύμα
στο πρώτο το λιμάνι της φυγής.
Πέρα απ’ τον ορίζοντα
νογούν τα πληγωμένα μίλια,
σφίγγουν το καρυδότσουφλο καράβι
μες στο μοιραίο θαλασσί,
με τις συντεταγμένες πλεύσεις
στα πλάτη χαραγμένες της Χιλής.
Στη Γιοκοχάμα τα νέα γέρνουν,
μπατάρει η μέρα στο Περού.
Στο σφύριγμα του βαποριού
ματώνει η ανάσα του λοστρόμου,
παγώνει η τσιμινιέρα σαν γδέρνει η πρύμνη
τις νόθες μνήμες από σκαρί ναυαγισμένο.
Διπλώνει ο νους στο σχίσιμο της πλώρης
-διπλώνει η θλίψη το νερό-
η άγκυρα βρυχάται, τραβάς το ιβιλάι*,
μεσίστια ουρλιάζει ο καμαρότος
μες στον αγριάρμενο της θάλασσας καιρό.
Ψιχαλιστό αγνάντιο, πυράρμενο στο κύμα,
με μπουνάτσα με Πουνέντε και ασίκικο Βαρδάρη
ματώνει ο νους στη μακρινή τη Χιροσίμα.
Της γράφεις με Γαρμπή, με Όστρια και λίγη σοροκάδα
από του Ποσειδώνα τον πλανερό το θρόνο,
στραφτοβολά ο έρωτας λιακάδα
κι ο αχανής ωκεανός δεν σε χωρά.
Νότες γράφεις με της φλέβας σου τον Λίβα:
«Το άσπρο καραβόπανο το ύψωσα σημαία μου
στο πεθυμιό σου αντάμωμα,
στη μέθη σου το έταξα φιλί.
Σε καρτερώ σ’ ένα Φραντσέζικο λιμάνι
μ’ εκείνο το ερωτόθυμο ταγκό στο λάγνο βλέμμα,
σε καρτερώ το χάραμα σιμά στο κόκκινο κοράλλι
μέρα και θα ’ναι του Μαγιού».
Μέρα Μαγιού και η πυξίδα σου έδειχνε
ένα άστρο στο μουράγιο.
Και το θαλασσοβάπορο σαν έδεσε για πάντα στο λιμάνι
κι εσύ συντάχτηκες ξανά με τη στεριά,
ετούτη η αρειμάνια ιστορία σου σε θέλγει,
στις ρίμες σου Καπτανκώστα τραγουδά.
Σφράγισέ την φάρο, στο πελαγίσιο σου μπουκάλι
και στείλε την στης θάλασσας το ριζιμιό το κύμα…
Σαν την αδράξει ο νιος ο άνεμος,
θα πεθυμήσει ο σοφός,
να την σφαλίσει στην πνοή του
σαν άγιο φυλαχτό.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
(Για τις ποιητικές συλλογές του θαλασσινού ποιητή Κώστα Σώκου: «Πληγωμένα Μίλια», «Το μοιραίο θαλασσί» και «Πέρα από τον Ορίζοντα», Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών ΧΑΡΗ ΤΖΟ ΠΑΤΣΗ Μ.Ε.Π.Ε)
*βατσιμάνης: φύλακας πλοίου
*Μαρκόνι: ασυρματιστής
*ιβιλάι: σχοινί πλοίου