Λένε πως όταν ερωτεύεσαι, βλέπεις σ’ ένα πρόσωπο την ομορφιά του κόσμου. Τι κι αν είναι όμορφο ή άσχημο, με χαλασμένη καρδιά ή σάπια ψυχή. Φως πέφτει στα δυο σου βλέφαρα και ξάφνου βλέπεις χρώμα. Σαν κλείνω τα μάτια, φέρνω στο νου μου εκείνο τον έρωτα, του ήλιου και της βουκαμβίλιας…
«Γνωρίστηκαν οι δυο τους.
Εκείνος, μια σκια, μαύρο πέπλο να σκεπάζει τους ώμους της, μην και κρυφοκοιτάξει στην ψυχή του.
Εκείνη, να περπατά στη σκούρα άβυσσο, με κάθε βήμα αστέρια ν’ αφήνει.
Δειλά δειλά, μην και η λάμψη τους μαρτυρήσει την ψυχή της.
Ένα φιλί και ξάφνου το φεγγάρι έσπασε σε χίλια κομματάκια.
Τ’ αστέρια φούσκωσαν κι έσκασαν σαν ρόδι.
Οι μάσκες έπεσαν, οι φόβοι έλιωσαν, οι ανασφάλειες πάγωσαν και διαλύθηκαν σαν κρύσταλλος.
Γυμνές ψυχές, αντίκρισαν για πρώτη φορά η μία την άλλη.
Κι ο έρωτας! Ένας έρωτας σιγοκαίει.
Φουντώνει και σιγοκαίει, σιγοκαίει και πάλι φουντώνει.
Εκείνη του έδινε φως, εκείνος της έδινε χρώμα.
Φώτισαν τα όνειρα κι έγιναν μωβ.
-Άραγε, τι χρώμα θα έδινες στον έρωτα;
-Δεν αναρωτήθηκα ποτέ.
Θα τον έβαφα με λίγο χιόνι, μ’ ένα τριαντάφυλλο.
Ίσως μ’ ένα έλατο, με λίγη θάλασσα, μ’ ένα σύννεφο.
Ίσως πάλι να επέλεγα τον ήλιο, ή μία βοκαμβίλια.»
…Έχοντας αγκαλιάσει το σκοτάδι ένα πράγμα ήταν βέβαιο.
Δεν φανταζόταν πόσο όμορφη ήταν.
Μα εκείνος, ήξερε.