Αγαπητέ Θεέ,
Όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι. Δεν είμαι εδώ για να σε κρίνω, εξάλλου δεν γνωρίζω καν ποιος είσαι πράγματι, δεν γνωρίζω καν εάν έχεις μία ή πολλές πτυχές, εάν τη μία στιγμή ονομάζεσαι Βούδας και την άλλη Γιαχβέ. Ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπά σου είπε «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε».
Ξέρω αυτά που γράφω είναι ασυνάρτητα. Λυπάμαι πολύ. Συμβαδίζουν με τις εποχές ή μάλλον παραπατούν πάνω σε αυτές με ανώφελους σκοπούς.
Αγαπητέ Θεέ,
Δεν ξέρω πλέον πού πατάμε και πού βρισκόμαστε. Από τη μία γελώ με την κατάσταση στην οποία έχουμε ριχτεί. Μα από την άλλη θέλω να κλαίω γοερά. Μου λείπουν οι ανέμελες βόλτες στα πάρκα της Αθήνας, τα χαζά γέλια των τουριστών έξω από τις πανάκριβες αγορές. Μου λείπει το να μπορώ να κρατώ το χέρι της αγαπημένης μου καθημερινά. Μου λείπει να είμαστε όλοι όπως πριν, μα τουλάχιστον όταν τελειώσει αυτή η κατάρα ας είμαστε καλύτεροι.
Αγαπητέ Θεέ,
Αυτή η επίκληση δεν είναι προσευχή. Μα δεν υπάρχει κάποιος μη ταραγμένος άνθρωπος για να απευθυνθώ. Οι μισοί ασθενούν, οι άλλοι μισοί παραληρούν. Άλλοι δε αιωρούνται σε άλλα σύμπαντα, μακρινά από το δικό μας. Πλέον μερικοί από μας είμαστε ακόμη έξω να ζούμε κάτι που μοιάζει με ζωή. Είμαι μόλις 24 και κάτι. Νιώθω ήδη 80. Δεν κατάλαβα καν πότε αποφοίτησα, πότε βρήκα δουλειά και τώρα αυτό. Νιώθω απελπισμένη, μα και αισιόδοξη. Δεν ξέρω, αγαπητέ Θεέ, αν πράγματι υπάρχεις, αν είναι δική σου τιμωρία για όλους εμάς που ακόμη αναρωτιόμαστε την υπόσταση σου, το όνομά σου και τα εθιμικά λατρείας σου. Είμαι μόλις 24 και κάτι. Μα νιώθω ακόμη 6. Δεν πρόλαβα να μεγαλώσω για να σε αντιληφθώ. Δεν πρόλαβα να ζήσω όπως μου άξιζε.
Αγαπητέ Θεέ,
Ξανά και ξανά θα το λέω κι ας γίνομαι γραφική, όπως και στα ποιήματά μου. Δεν γνωρίζω αν είσαι αυτός ή αυτή που παρουσιάζουν οι εικόνες στους οίκους σου, είτε αυτοί είναι εκκλησίες, συναγωγές, στοές κτλ. Δεν ξέρω αν φοράς πέπλα, μανδύες και χρυσά κοσμήματα. Μα ξέρω πως αν πράγματι υπάρχεις, δεν κατοικείς σε σάπιους τοίχους αιώνιων δογμάτων, αιρέσεων και «πιστεύω». Ξέρω πως ζεις στα στήθια μέσα τής κάθε νοσοκόμας και γιατρού που σώζουν ό,τι πραγματικά είναι ζωή κι όχι ό,τι μοιάζει, στα χέρια της κάθε μάνας που βαστά με τρυφερότητα το νεογνό της, στα μάτια του κάθε πατέρα που χαϊδεύει με αγάπη τα μαλλιά της κόρης του, σε κάθε αγκαλιά μεταξύ δύο ανθρώπων που αγαπήθηκαν αληθινά. ΞΕΡΩ. Μα η επαφή ξεχάστηκε.