Σημειώσεις μέσα σ’ ένα συρτάρι…
Η αλήθεια είναι ότι δεν θα τολμούσα να γράψω αν δεν με είχες επηρεάσει τόσο εκείνο το βράδυ. Καιγόμουν από την επιθυμία· αισθανόμουν ένα πάθος να εξηγήσω, να εκφράσω με λέξεις τις σκέψεις μου. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά παρόλο που πέρασε καιρός από τότε, αισθάνομαι ότι είναι προτιμότερο να γράφεις παρά να σιγοψιθυρίζεις μόνος σου σε ένα άδειο δωμάτιο. Σκέφτομαι ότι ενώ έχουν περάσει τόσα και τόσα αδιάφορα βράδια, κάποια στιγμή υπάρχει κάποιο που σε συνταράζει· όχι πως έχω κάτι σπουδαίο να πω, μπορεί να έχουν ειπωθεί όλα. Αυτό όμως ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή και χωρίς προορισμό. Μια ανεξήγητη ορμή στο άγνωστο, στο απροσδόκητο, σε κάτι αδιανόητο, εντελώς μοναχικό και ανέλπιστο.
Εκείνο το βράδυ θυμάμαι την αγωνία σου· με περίμενες με τόση λαχτάρα, με τόση ανυπομονησία και τα μάτια σου άστραφταν από την αγωνία μήπως και δεν φανώ, μήπως και σε έχω ξεχάσει… Μια φράση γυρίζει συνέχεια στο μυαλό μου από τότε, εκείνη η φράση… ίσως να μην ειπώθηκε όπως την έδειχναν τα μάτια σου, μα σίγουρα είχε κάτι από τον φόβο σου να μην χαθείς, από την αγωνία σου να μην μείνεις μόνη, «άργησες και δεν περνούσαν τα δευτερόλεπτα», μου είπες. Εγώ δεν έδωσα σημασία. Νόμιζα ότι κατάλαβα τι μου είπες, όμως, το προσπέρασα επιπόλαια. Ήσουν καθισμένη στο κρεβάτι, έκλαιγες, τα μάτια σου κατακόκκινα, η όψη σου απελπισμένη, οι σκέψεις σου συγκεχυμένες και θολές, το βλέμμα σου εξέφραζε μια κραυγή αγωνίας. Μια απελπισία ανεξήγητη, ένα πάθος αυτοκαταστροφής απερίγραπτο, μια αυτοπαράδοση της ψυχής και του σώματος. Με φόβισε, με κυρίεψε ένα αίσθημα αμηχανίας, απόγνωσης, αισθανόμουν ένα κόμπο στο λαιμό, δεν ήξερα τι να πω και πώς να σου μιλήσω, ήθελα να σε αγκαλιάσω, αισθανόμουν ότι μόνο αυτό είχες ανάγκη. Εσύ με κοίταζες στα μάτια, ήμουν ο σωτήρας, αυτός που περίμενες πάντα. Εγώ σάστισα, φοβήθηκα, αναρωτήθηκα τι σου συμβαίνει, ενώ καταλάβαινα ότι μόνη σου κλεισμένη ώρες σε ένα δωμάτιο θα σε κυρίεψε η απελπισία. Όμως δεν μου έφτανε αυτό, ήθελα να μάθω περισσότερα, σε ρώτησα: «τι συμβαίνει, γιατί είσαι απελπισμένη», μου απάντησες: «με πήρε εκείνος», τότε έστρεψα το βλέμμα αυστηρά επάνω σου δίχως δεύτερη σκέψη και είπα «πάλι σε ξανά ενόχλησε, είχα καταλάβει ότι αυτό θα γινόταν κάποια στιγμή», συνέχισα ακατάπαυστα: «μα πώς το αφήνεις και σου χαλάει τη διάθεση, πρέπει να δώσεις ένα τέλος σε αυτήν την ιστορία», μετά σώπασα, η αγωνία σου ανέβαινε, όσο μίλαγα τόσο σε κυρίευε η ανάγκη να προστατευτείς, να ακουμπήσεις κάπου, μια ανάγκη για βοήθεια. Εσύ με δάκρυα στα μάτια ψιθύριζες «δεν περνούσαν τα δευτερόλεπτα, μέχρι να έρθεις», και εγώ συνέχιζα «πρέπει να δώσεις λύση στο πρόβλημα, να καταλάβει ότι δεν πρέπει να σε ενοχλεί, δεν είστε πλέον μαζί, πρέπει να σταματήσεις να σε φοβίζει». Τα δάκρυά σου ποτάμι ασταμάτητα, εγώ συνέχισα με ορμή «πρέπει να βάλεις ένα τέλος, μάτια μου, δεν γίνεται να βασανίζεσαι έτσι, πρέπει να το σταματήσεις». Μέσα στους σπαραγμούς και στα δάκρυα προσπαθούσες να μου εξηγήσεις κάτι που δεν σε άφησα πότε να πεις, είχα μια ακατάπαυστη ορμή να μιλάω, με κυρίευε η δυναμικότητά μου, το πάθος του εγωισμού μου, να κυριεύω τα σύμπαντα γύρω μου όσο σε έβλεπα να βυθίζεσαι στην ταραχή και στην απελπισία, αισθανόμουν ότι είχα την εικόνα ενός κοριτσιού απέναντί μου που χρειαζόταν τη βοήθειά μου, ένα πάθος ανελέητο να σου αναλύω, να εξηγώ, να σε συμβουλεύω, να κατακεραυνώνω όλους και όλα, ζούσα ένα πάθος απόλυτης τελειότητας, ώσπου στάθηκα για μια στιγμή γιατί αισθάνθηκα ότι κάτι επικίνδυνο θα συμβεί. Εσύ μου παραδόθηκες στην απόλυτη συντριβή ψιθυρίζοντας, «αισθάνομαι ότι είμαι ευάλωτη σε όλα αυτή τη στιγμή». Τότε έμεινα σιωπηλός για ώρα, αισθάνθηκα δήμιος, άνοιξα επιτέλους τα μάτια και είδα ότι είχα γίνει εγώ ο εκτελεστής σου, μπορεί άλλος να το είχε καταδικάσει, αλλά εγώ είχα τον τελευταίο λόγο και είδα τον εαυτό μου με το χέρι απλωμένο πάνω σου να περιμένει την εκτέλεση. Περάσαμε το βράδυ μας να συζητάμε για αρκετή ώρα, σε παρηγόρησα, σε ηρέμησα, άρχισες να χαμογελάς και πάλι, η απελπισία έφυγε, το πρόσωπό σου ξαναβρήκε τη γαλήνη και την ηρεμία του, «πάει, σου ψιθύρισα, εφιάλτης ήταν, κανένας δεν θα σε πειράξει και εκείνος που φοβάσαι δεν θα σε ξανά ενοχλήσει, τον έδιωξες με το θάρρος σου». Δεν σε πλησίασα, όλα τα είπα από απόσταση, ίσως δεν τόλμησα, ίσως γιατί αυτό το αβυσσαλέο πάθος και η υπερηφάνεια μου δεν μου το επέτρεψε ή μπορεί και η δική σου συντριβή να με κυρίεψε με φόβο, πάντως όπως και να ’χει, «ήταν ένα κακό όνειρο, σου είπα, πάει πέρασε, δεν θα σε ενοχλήσει κανείς πια». Εσύ έγειρες πάνω στο κρεβάτι, σκεπάστηκες, με κοίταξες με μια γαλήνη και μου είπες: «Σε ευχαριστώ που είσαι εδώ…» έκλεισες τα μάτια και κοιμήθηκες. Η σιωπή της νύχτας συνηγορούσε ότι όλα είχαν αλλάξει… συνέχισα να σε κοιτάω, βυθίστηκα στις σκέψεις προσπαθώντας να καταλάβω από πού γεννήθηκε ο εφιάλτης… δεν μπόρεσα να απαντήσω σε τίποτα, ήταν ήδη αργά και η νύχτα χάθηκε μαζί με τις σκέψεις.
Κάτι μου έλεγε μέσα μου γράψε τις σκέψεις σου, μην τις αφήσεις να χαθούν, μια μέρα θα της το διαβάσεις… «ναι, σκέφτηκα, αλλά πώς θα μεταφέρεις κάτι που έζησες, τη στιγμή που το έζησα χαράχτηκε στη μνήμη μου, τώρα απλώς το περιγράφω και οι λέξεις είναι ανούσιες στην περιγραφή τους, τα όριά τους δεν φτάνουν να μεταφέρουν την μνήμη, την εικόνα, τον χρόνο, την συντριβή». Η στιγμή πέρασε, η ευκαιρία να σε συναντήσω μέσα σε κείνη τη φράση που ποτέ δεν μου είπες, χάθηκε, ο ίδιος την εκτέλεσα, με τα δικά μου λόγια, με την έπαρση και την εγωιστική μου μέθη, «έπρεπε να είχα σταματήσει να μιλάω», σκέφτηκα, «ίσως έτσι να είχαμε πει περισσότερα…». Όλα φαίνεται ήταν μέσα μου συγκεχυμένα, θολά, ακαθόριστα.
Ένα βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, μέσα στο μυαλό μου τριγύριζε συνεχώς εκείνη η φράση που μου είπες, σηκωνόμουν συνέχεια από το κρεβάτι, έφτιαχνα καφέ, έπιανα να γράψω κάτι στο χαρτί και το έσκιζα. Αυτό επί ώρες, μέχρι που ξημέρωσε. Είδα τις πρώτες ακτίνες του ήλιου στο παράθυρό μου, σκέφτηκα να την πάρω στο τηλέφωνο, μετά είπα «είναι πολύ πρωί, ο κόσμος κοιμάται, δεν έχουν όλη την ίδια λαχτάρα με σένα να θυμούνται πράγματα και να χαίρονται», αυτό θα ήταν κάτι που θυμήθηκα και χαιρόμουν από το παρελθόν, κάτι που απλά το φέρνω στη μνήμη γιατί απλά δεν είχα ύπνο. Έκανα μια ακόμα προσπάθεια να κοιμηθώ. Μάταιος κόπος, όλα με έπνιγαν, άνοιξα τα παράθυρα. Γύρισα πάλι στο γραφείο, έπιασα να γράψω. Όλα γύριζαν στο μυαλό μου, δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό που μου είπες εκείνο το βράδυ, αλλά κάτι με σταμάτησε, δεν είχα εκείνη την δύναμη του δήμιου που είχα εκείνο το βράδυ, δεν είχα τη δύναμη, όπως κατακεραύνωνα κάθε σου σκέψη με όλο μου το πάθος εκείνο το βράδυ. Ξεκίνησα από τη φράση σου που με βασάνιζε: «Άργησες και δεν πέρναγαν τα δευτερόλεπτα…» σταμάτησα να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει, πώς μπορεί να συμβεί σε κάποιον. Άρχισα να νιώθω εγώ απροστάτευτος, εγκλωβισμένος, παραδομένος στις σκέψεις μου, έχοντας απέναντι μόνο τον εαυτό μου. Ακόμα και ο δήμιος με εγκατέλειπε. Τότε άρχισε μια ανησυχία μέσα μου, μια αγωνία με οδηγούσε σε κάτι που λαχταρούσα να νιώσω και δεν κατάφερνα να το ζήσω, άρχιζε και με κυρίευε κάτι ανεξήγητο, όπως εσένα εκείνο το βράδυ, καταλάβαινα σιγά-σιγά ότι όλα με εγκατέλειπαν, οι λέξεις με έπνιγαν και δεν μπορούσα να τις εκφράσω, οι σκέψεις ερχόντουσαν στο μυαλό μου και με εγκατέλειπαν. Η απουσία σου μεγάλωνε, ενώ η παρουσία μου γινόταν φορτική. Ένα πάθος και μια ορμή σταμάταγε τη λογική μου «τι κάνεις, τι έπαθες, γιατί είσαι σε σύγχυση…» όλα ένιωθα να με πνίγουν γύρο μου, αισθανόμουν μικρός και το δωμάτιο μεγάλωνε, έπιασα να γράψω, αλλά το χέρι δεν είχε τη δύναμη να βρει τα σημάδια που θα με οδηγούσε η σκέψη μου, όλα ένιωθα να με εγκλωβίζουν, η αίσθηση της απουσίας παρούσα, η ανάγκη για κραυγή δεν έβγαινε από το στόμα «τι κάνω εγώ εδώ μέσα, τι θέλω επιτέλους, γιατί δεν είσαι εδώ», έκλεισα τα μάτια, ακούμπησα το μέτωπό μου στο γραφείο και με πήραν τα δάκρυα. Αισθάνθηκα παραδομένος στο δήμιο του εαυτού μου, που δεν είχε κάτι να περιμένει παρά μόνο την εκτέλεση. Ο χρόνος και ο χώρος δεν είχαν καμία σημασία, ήμουν σε απόλυτο κενό. Ένοχος χωρίς ενοχή, μια αναμονή που δεν είχε τίποτα να περιμένει. Μια μικρή ανάσα και οι εφιάλτες τότε έφυγαν, σκόρπισαν. Τότε, άνοιξα τα μάτια και συνειδητοποίησα ότι είχα ζήσει και γω εκείνη την ανεξήγητη στιγμή που έζησες εκείνο το βράδυ. Είχα ζήσει το χρόνο να μένει στην απόλυτη αδράνεια, «δεν περνούσαν τα δευτερόλεπτα…» είπα στον εαυτό μου. Έστρεψα το βλέμμα στο δωμάτιο, κατάλαβα ότι έχει φύγει ο εφιάλτης και έμεινα σιωπηλός για ώρες, αισθανόμουν ότι έκανα ένα ολόκληρο ταξίδι. Είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη κουρασμένο από τα δάκρυα, ένα πρόσωπο ίδιο με το δικό σου εκείνο το βράδυ. Τρόμαξα, γύρισα και έμεινα στο κρεβάτι μέχρι να ξημερώσει.
Πέρασε αρκετή ώρα να συνέλθω,
«γιατί μπήκα σε αυτήν την διαδικασία», αναρωτήθηκα, «γιατί έγινα ο ίδιος δήμιος του εαυτού μου».
Ποτέ δεν απάντησα, δεν αναζήτησα λογική απάντηση, «η ανασφάλεια», «ο έρωτας», «η μοναξιά», μου φαινόντουσαν ανόητες λέξεις, όλα αυτά πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου σε μια στιγμή έκστασης, έζησα αυτή την αγωνία και τον εφιάλτη μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τα οποία όμως δεν πέρναγαν, ένας φαύλος κύκλος φόβου και επιθυμίας. Ο χρόνος είχε κολλήσει, οι δείκτες του είχαν σταματήσει. Κατάλαβα τότε τι σημαίνει να αναμένεις, να θέλεις να είσαι και να δίνεσαι σε κάτι με όλη σου την ύπαρξη…
Προσπάθησα να εξιλεωθώ, αναζητούσα και γω κάπου να απευθυνθώ, προσπάθησα να σε καλέσω στο τηλέφωνο να σου μιλήσω, εγώ δεν μπορούσα να περιμένω όπως εσύ. Δεν απαντούσες, μετά από λίγο: «γεια σου, καλά είμαι, λίγο κουρασμένη, δεν έχω διάθεση, αυτό είναι μόνο. Καλή και δημιουργική ημέρα να έχεις». Οι απαντήσεις κενές, οι σκέψεις στενάχωρες, η επιθυμία ανεκπλήρωτη, οι υποψίες ενοχικά να με κατασπαράξουν, αισθανόμουν την παρουσία μου φορτική, την σημασία του χρόνου αδιάφορη. Ο ίδιος αισθανόμουν τον εαυτό μου βάρος, με κυρίεψαν ενοχικές σκέψεις, την λαχτάρα την κυρίεψε ο φόβος και τον φόβο τον κατέλαβε η απελπισία. Η αίσθηση του μαρτυρίου λίγο πριν την εκτέλεση ήταν μπροστά στα μάτια μου. Δεν τόλμησα να σου εξηγήσω τι μου είχε συμβεί, το μόνο που ήθελα να σου πω «είναι χειρότερη η αναμονή χωρίς τον δήμιο, γιατί δήμιος γίνεται ο εαυτό σου και δεν σε εκτελεί πότε»
Σήμερα, με ηρεμία σου γράφω… δεν ξέρω αν έχει σημασία να το δημοσιεύσω… τα λόγια δεν μεταφέρουν τη ζωή… άμα το ζήσει κανείς, θα μας συναντήσει…
Σκέφτηκα «μα αρκεί μια τέτοια τυφλή επιθυμία να καταφέρνει να μας βασανίζει, να μας οδηγεί να ζήσουμε έναν εφιάλτη;»
Μετά όμως, συνειδητοποίησα πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα χωρίς την επιθυμία, πόσο άδειος, κενός είναι ο κόσμος μακριά της… μόνο για εκείνο το βράδυ, μόνο για μερικά λεπτά… Άρχισα να αναθεωρώ ότι ήταν μια νοσηρή φαντασία, μια ψυχική νευρικότητα της στιγμής, «σε μια τέτοια νοσηρή, ανούσια λαχτάρα επιθυμεί να υπάρχει ο έρωτας, η αγάπη, η συντροφιά, η ζωή, η ύπαρξή μας». Μετά από λίγο, μου ήρθε πάλι η εικόνα σου στο μυαλό μου, όλες οι απαντήσεις μου τότε έμειναν αδικαιολόγητες…
Ξέρω πως ίσως σε κουράσω. Προσπάθησα οι λέξεις να αποκτήσουν σχήματα, αλλά δεν τα κατάφερα… δεν τόλμησα να σε ρωτήσω ποτέ τι σε συντάραξε και σε οδήγησε στην απόλυτη συντριβή, δεν ήθελα να μου το περιγράψεις, μου αρκεί που ήμουν εκεί μαζί σου… σκέφτηκα ότι «τελικά πολύ επικίνδυνο να αναζητήσεις πιο βαθιά τον εαυτό σου, ίσως είναι όμως και το μόνο ταξίδι που μπορείς να ξεφύγεις από αυτόν…»
Δεν μπορώ να κουράσω την σκέψη μου άλλο, πήγε πάλι πολύ αργά, κάθε βράδυ προσπαθώ να στο καθαρογράψω….
Προσπαθώ να είμαι πιο σαφής, δεν καταφέρνω να διατυπώσω την ίδια εμπειρία με τις ίδιες λέξεις. Ίσως μια μέρα να μπορέσω…
Ό,τι και να είναι, στα μάτια μου εκείνο το βράδυ έμεινε κάτι ανεκπλήρωτο, άφθαρτο και αιώνιο, μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που την αναζητώ κάθε μέρα, μια αιώνια λαχτάρα για ζωή που μένει μόνο ανάμνηση….
Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει και τα χρόνια περνάνε, ώρες-ώρες κάθομαι και αναρωτιέμαι «για φαντάσου, κάποτε υπήρξα ένα βράδυ στη ζωή κάποιου που δεν περνούσαν τα δευτερόλεπτα»…
Μάνος Καβίδας
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!