Έπλενε τριάντα τέσσερις φορές τα χέρια ως το απόγευμα. Μια φορά που τα έπλυνε τριάντα τρεις είχε αρρωστήσει με βαριά γρίπη. Το τριάντα πέντε από την άλλη, ήταν γουρσούζικο νούμερο. Άλλωστε, αν χρειαζόταν παραπάνω, κρατούσε πάντα στην τσάντα της οινόπνευμα. Στο γραφείο κυκλοφορούσαν άπειρα μικρόβια. Τις πόρτες τις άνοιγε με τον αγκώνα. Την τουαλέτα την απέφευγε. Δεν πλησίαζε κανέναν.
Μία συνάδελφος τής έδωσε την κάρτα ψυχολόγου. Πρέπει να πολεμάμε τις φοβίες που μας ταλαιπωρούν. Την απολύμανε και την έριξε στην τσάντα. Μετά ήρθε η πανδημία. Δούλευε εξ αποστάσεως. Ψώνιζε διαδικτυακά. Δεν άνοιγε ούτε τα παράθυρα. Το φως την ενοχλούσε. Άλλωστε ο αέρας ήταν ένα συμπυκνωμένο σύννεφο ιού. Έσκισε και την κάρτα. Να που είχε δίκιο για τα μικρόβια.
Ένα πρωί της ζητήσανε να πάει για κάτι επείγον στη δουλειά. Φόρεσε διπλή μάσκα, διπλά γάντια, σκουφάκι νάιλον, έβαλε κι ένα φθαρμένο πανωφόρι, που στον γυρισμό θα το πέταγε. Άνοιξε την πόρτα, ο ήλιος τη ζάλισε. Η ήχοι διέλυαν τα τύμπανά της. Τα αυτοκίνητα της φάνηκαν τεράστια. Άρχισε ν’ αναπνέει βαριά. Οι παλμοί της αυξήθηκαν. Κοίταξε τον ουρανό. Το μολυσμένο σύννεφο κατέβαινε, πλησιάζοντάς την απειλητικά. Ζαλίστηκε. Μπήκε μέσα ξανά και κλείδωσε. Κάθισε για λίγο πίσω απ’ την πόρτα. Σαν ν’ ανάσαινε καλύτερα… Σαπούνισε χέρια και πρόσωπο. Το τηλέφωνο χτυπούσε. Δεν το σήκωσε. Κόντευε μεσημέρι. Έπρεπε να προλάβει. Ως το απόγευμα είχε να πλυθεί ακόμα είκοσι φορές.
ΚΑΙΤΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ