Την Δευτέρα ονειρεύτηκα
πως έτρεχα να ξεφύγω από κάπου, κάτι
το οποίο μου ήταν ακατονόμαστο
και δεν είχε χρώμα, δεν είχε σχήμα
αλλά με στείρωνε με μιαν απύθμενη φρίκη.
Δε μπορούσα να κουνηθώ,
τα πόδια μου τα φόραγα ανάποδα
και το ακατονόμαστο πράμα με έπιασε
τεντώνοντας το λερωμένο, πράσινο του χέρι….
…και μου ΄δωσε ένα βαθύ γλωσσόφιλο
με το ραγισμένο του ράμφος από μαύρο πηλό.
Κανείς δεν μ΄είχε ξαναφιλήσει έτσι!
Τα΄χα παίξει τελοίως.
Και εκείνη ακριβώς την στιγμή
ήξερα πως ήμουν ερωτευμένος,
αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω μέσα στο βρακί μου
και εξαφανίστηκε
έγινε αποδημητικό πουλί
πήγε πίσω στη φάρμα στη Ζιμπάμπουε
πίσω, πίσω στο Μουτάρε…
Και μετά μαύρισε το σύμπαν,
πίσσα,
πίσσααα…
Την Τετάρτη
ονειρεύτηκα πάλι την φάρμα στο Μουτάρε,
ή Ουμτάλι όπως το ‘λεγε ο παππούς μου.
Το σπίτι… δεν ξέρω καν από που το θυμάμαι αυτό το σπίτι
αφού στην πόλη είχα μεγαλώσει,
όταν γεννήθηκα η φάρμα είχε πλέον εξαφανιστεί…
Βγαίνω από μία χαμηλή πόρτα,
και βρίσκομαι μέσα σε μια βαθιά, δροσερή βεράντα,
βυθισμένη στο σκοτάδι, αποκομμένη,
και βλέπω πιο πέρα ένα ψηλό μονοπάτι, που οδηγεί
σ’ έναν ψηλό, τσιμεντένιο φράχτη με συρματοπλέγματα,
και βλέπω δύο λυκόσκυλα να λιάζονται στο κίτρινο χορτάρι.
Πέρα από τον φράχτη, καταπράσινα βουνά,
οι ραχοκοκαλιές των καταπράσινης οροσειράς Bvumba,
που σημαδεύει το τέλος της Ζιμπάμπουε, και την αρχή της
Μοζαμβίκης.
Και δεν είχα ξαναδεί τόσο πράσινο,
μία υπέροχη πανδαισία χλωροφύλλης να σου επιτίθεται τα μάτια,
και άπλετη λιακάδα και χωράφια με… με…
καπνό…. και με μάνγκο… και μπανανόδεντρα σίγουρα,
αυτά μεγάλωνε ο παππούς.
Και ονειρεύτηκα τον Τσέντζεραϊ, τον πρώτο μου έρωτα,
αλλά αν και δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπό του,
δεν είχε αλλάξει καθόλου,
ήταν ακόμη δεκαπέντε χρονών
και έκλαιγα,
και έκλαιγε και αυτός μαζί μου
ή έκανε πως έκλεγε, πάντα με κοροϊδευε,
Sukawena ηλίθιο, μου ‘λεγε, Sukawena.
Μια μέρα, θα μάθεις να στέκεσαι στα… στα…
Και γύρισα για λίγο, και εξαφανίστηκε,
η χώρα ήταν άδεια.
Την Παρασκευή ονειρεύτηκα πως
ο Τσέντζεραϊ μεταμορφώθηκε
σε αρχαίο, απολιθωμένο δέντρο.
Απ’ τα κλαδιά του τα μισοσαπισμένα
έσταζαν ζουμιά από σύκα,
αλλά μετά ήταν δάχτυλα χωρίς νύχια, δάχτυλα που έσταζαν αίμα,
τα δάχτυλα του παππού μου του Παναγή,
όταν τα κομμούνια, όπως μου ΄λεγε πάντα,
στο γηροκομείο στη Χαράρε,
όταν τα κομμούνια του ΄χαν τραβήξει τα νύχια
με μια τανάλια, απ΄τα δάχτυλά του,
πήγε να πεθάνει εκείνο το βράδυ, έλεγε,
και έναν μήνα μετά το ΄σκασε,
και κουτσά στραβά έφτασε στηνΑφρική,
κουτσά στραβά έφτιαξε μια ζωή εκεί.
Τα δάχτυλα του παππού μου λοιπόν
πάνω σ΄αυτό το απολιθωμένο δέντρο,
σε μια άδεια μισοφωτισμένη χώρα,
και ήμουν ολομόναχος.
Και ξανάρχισα να τρέχω απ΄ την
ακατονόμαστη μάζα με το πράσινο χέρι,
και αφήνοντας πίσω το πράσινο μου διαβατήριο
και κρατώντας σφιχτά το άλλο μου διαβατήριο,
το βυσσινί,
είπα αντίο στον Τσέντζεραϊ, δίνοντας του
ένα τελευταίο φιλί στα χείλη.
Και αυτός πάλι έκλαιγε,
Musa ukuhamba, φώναζε, musa ukuhamba!
Μα πρέπει να φύγω, του είπα
και έφυγα.
Την Κυριακή…
δε θυμάμαι τι ονειρεύτηκα την Κυριακή.