«Ανελκύστε τη Σελήνη», Μιχάλης Κ. Γριβέας, εκδόσεις «Ιωλκός», Αθήνα, Απρίλιος 2019.
Mια Λογοτεχνική όαση η γραφή του Μιχάλη Γριβέα μέσα στην πληθωρική και άνυδρη σημερινή Λογοτεχνική παραγωγή. Θαρρώ, πως ανοίγει τα εύστροφα νοητικά του μονοπάτια, αγγίζει τη σινική μελάνη και αφήνει το εγκιβωτισμένο εκεί χειμαρρώδες λογοτεχνικό του σόδεμα, να εκρεύσει λεύτερα, ευφάνταστα, αβίαστα και συνειδητοποιημένα.
Με κομψή και ευφυή γραφή τα αφηγηματικά «καρδιογραφήματά» του, σμιλεμένα στην κοπίδα της ολοζώντανης Ελληνικής γλώσσας, στεγάζονται κάτω από τον προτρεπτικό τίτλο του διηγήματος «Ανελκύστε τη Σελήνη». Εξαιρετικά πρωτότυπος, ευφυής και λειτουργικός τίτλος, δανεισμένος από το πρώτο διήγημα της συλλογής, που παραπέμπει σε παραμυθία και δράση. Βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον δεσπόζοντα φανταστικό, μεταφυσικό κόσμο της συλλογής.
«Ψηλαφίζοντας» και «αναψηλαφίζοντας» τα δεκατέσσερα ιδιαίτερης σύλληψης και εξαίρετης εκτέλεσης διηγηματικά πονήματα, μπορώ να μιλήσω για τη συγγραφική δεινότητα, τη διαύγεια, αρτιότητα και απλότητα του δημιουργού. Ο Γριβέας δεν κάνει εκπτώσεις, δεν προκαλεί εντυπώσεις. Ζει, παλεύει, αγωνιά, θαλασσοδέρνεται με τις μπουνάτσες του κοινωνικού γίγνεσθαι, ανθίσταται. Έχει ψυχή, βγάζει κραυγή, καταθέτει συναίσθημα για να καταργήσει τα δυσερμήνευτα και τις ανορθογραφίες του ανθρώπου. Καθαρίζει τους ανθρώπινους λεκέδες από τα ρυπαρά τους στενάγματα. Κινείται με το φαντασιακό του κάνιστρο στα απόνερα της ζωής, λυτρωτικά με βαθιά ενσυναίσθηση για τον άνθρωπο. Κοινωνικός, πολιτικός, γήινος, ευαίσθητος, ερωτικός, επιστρατεύει συχνά το εξωλογικό, μεταφυσικό και εξωγήινο στοιχείο για να μιλήσει για το εγκόσμιο φρικώδες. Δηκτικός και ασυμβίβαστος, πυροδοτεί την μπαρουταποθήκη της ανθρωπογεωγραφίας του, ως επί το πλείστον, από τα ανθρώπινα ολισθήματα και τα καυτηριάζει με παραμυθιακό και επιδέξιο τρόπο. Με θεματική σύγκλιση ή απόκλιση, θέση ή αντίθεση, κατάφαση ή απόφανση καταφέρνει το παν, να συνεγείρει τον αναγνώστη στο άπειρο του σύμπαντος και στο κοινωνικό παρόν.
Ο Μ. Γριβέας, ως γνώστης της δόμησης του χώρου λόγω σπουδών, μας δίνει εκτενή αλλά και μικρά διηγήματα με μεγάλες εντάσεις, γεωμετρημένα ως προς το χώρο, το χρόνο, τη θεματική, το περιεχόμενο. Οι δομικές του μονάδες οικονομούνται επάξια για να υπηρετήσουν την πλοκή της ιστορίας του. Λειτουργεί με συμμετρικότητες, δράσης- απόδρασης, φαντασίας- ρεαλισμού, φυσικού-μεταφυσικού, ζωής-θανάτου. Το υπαρξιακό στοιχείο και η χρονική διαπερατότητα διάχυτα και καταλυτικά στη γραφή του. Αρνείται το ταιριαστό, το κοινότυπο. Διακρίνει με κριτικό μάτι, την απανθρωπιά και την ευτέλεια, την παγιδεύει και την καθιστά εικονοποιημένη ύλη του διηγηματικού του ιστού. Η επιλογή των χαρακτήρων του είτε ανθρώπινα είτε μεταφυσικά όντα, χωρίς ή με αυτοαναφορικότητα, προφυλάσσουν το κείμενο από το άνευρο και αδύναμο στοιχείο.
Στο αφηγηματικό του πεδίο παντρεύει το επιστημονικό στοιχείο με το λογοτεχνικό, το ρεαλιστικό με το φανταστικό, το απόκοσμο με το εγκόσμιο. Με φιλοσοφικό στοχασμό και βιωματική μνήμη δημιουργεί γεφύρια για μυστικά περάσματα από το ζόφο στη δράση, από την κραυγή στην κατακραυγή, από το ονειρικό στο ιαματικό. Δημιουργεί σωσίβια του σύγχρονου δράματος με τα πολλαπλά σαρκοβόρα πλοκάμια του.
Το Λογοτεχνικό στίγμα του Μ. Γριβέα το συναντάμε στο ανθρώπινο και στο κοινωνικό χρονόχρωμα, βαθύ και αιχμηρό. Χτίζει αρχιτεκτονικά τα αφήγηματά του με δομικό του υλικό τον πόνο της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, των ταπεινών και καταφρονεμένων. Ο σουρεαλισμός επιστρατεύτεται για να χαστουκίσει, να μαστιγώσει τη βαρβαρότητα που διακατέχει τους ανεύθυνους των νεκρών προσφυγόπουλων.
Διαβάζουμε στο διήγημα με τον προτρεπτικό τίτλο «Ανελκύστε τη Σελήνη»: «Τούτο το πλοιάριο, όμως, ήταν ξεχωριστό. Είχε ναυαγήσει τη νυχτιά της τελευταίας πανσελήνου, ακριβώς την ώρα όπου εξαφανίστηκε η σελήνη. Μέσα του έκρυβε ένα συγκλονιστικό μυστικό: από τα σπλάχνα του ανασύρθκε το πτώμα ενός αγγέλου! Το εκπάγλου καλλονής άψυχο πρόσωπο του πνιγμένου μωρού συντάραξε τους πάντες. Έκπληκτοι οι άνθρωποι, ως τα πέρατα της οικουμένης, αντίκριζαν -στο πρόσωπο αυτού του προσφυγόπουλου- σμιλεμένη την ομορφιά του είδους τους να κείτεται νεκρή από τα ίδια τους τα χέρια…»
Ο συγγραφέας σκάβει τα αθέατα των ηρώων του, πονά με το δράμα του διχασμού της μαρτυρικής Κύπρου, της χαμένης πατρίδας και των αγνοουμένων της Κυπριακής γης. Στο διήγημα «Τάφρος» δονείται η καρδιά του αναγνώστη από τα παράδοξα γεγονότα του πολέμου. Συνταιριάζει τα παράταιρα, την ύπαρξη με την ανυπαρξία. Ο ζωντανός αγνοούμενος ως νεκρός παρακολουθεί τη μεταθανάτια πορεία του προς την άβυσσο.
Στο διήγημα με τίτλο «Η νύφη με το τεμαχισμένο πρόσωπο» θλίβεται για την Ελλάδα της οικονομική κρίσης, εκεί όπου ο έρωτας και η ζωή μαραζώνουν με το ξεπούλημα της εντιμότητας στα παζάρια της ύλης, της εξουσίας και του θανάτου.
Ξεχωριστές οι σκηνές που αναδεικνύονται στον ερωτικό πεζογραφικό καμβά του συγγραφέα. Με το ταλέντο του τεχνίτη της λυρικής γραφής εντυπωσιάζει στα διηγήματα με πρωταγωνιστή τον έρωτα. Διαβάζουμε στο «Κόκκινο νύχι»: «Μόνο μ’ ένα βραχνό ψίθυρο, αγάπη μου, θ’ αφήσω απόψε τον αέρα να κυματίσει τα μεταξένια σου μαλλιά. Δε θα σου μιλώ! Μονάχα σαν ένα απαλό θρόισμα, θ’ αναδεύω το αραχνοΰφαντο πέπλο της νύχτας. Σαν τη γλυκιά προσμονή κρυμμένων ερωτόλογων πριν το επόμενο χάδι». Το συναίσθημα και η ομορφιά της γλώσσας κυρίαρχα.
Ο συγγραφέας ιδρώνει άλλοτε αγγίζοντας τη φρίκη της σύγχρονης μοναξιάς άλλοτε αγωνιζόμενος στη σκυταλοδρομία του παντοκράτορα χρόνου. Επίσης σε μια εποχή αντιειρηνική μάχεται κατά του μιλιταρισμού και του απάνθρωπου φασισμού. Κατατροπώνει με ευφάνταστο τρόπο την ξηρασία και το παζάρεμα του ανθρώπινου ήθους ψάχνοντας την έσω Ιθάκη του. Σε μια σύγχρονη αντιποιητική κοινωνία, όχι ουσιαστικά ευδαιμονική, αφουγκράζεται, αναγομώνει, αισθητικοποιεί τα ευτελή και τα κατακεραυνώνει με λεκτική και νοητική μαεστρία, συνδιαλέγεται με την αθωότητα και την αυθεντικότητα και δημιουργεί τέχνη.
Κλείνοντας τούτη τη μαγική κριτική ανάγνωση του βιβλίου, θα δανειστώ τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα από το οπισθόφυλλο: «Διηγήματα – βαγόνια κυλούν πάνω στις ράγες του μαγικού ρεαλισμού. Η λογοτεχνική αμαξοστοιχία ταξιδεύει σε μυστηριακά τοπία διατρέχοντας πότε σήραγγες νουάρ πότε αινιγματικές γέφυρες. Σε κάθε σταθμό, η έκπληξη παραφυλάει σαν λάγνα γυναίκα οδηγώντας τον αναγνώστη στα άδυτα ενός απρόσμενου τέλους.»
Αθήνα, 1/7/2019
Καλλιόπη Δημητροπούλου