Στα μουσεία κοιτάζω έξω από τα παράθυρα.
Η απομονωμένη τέχνη έρχεται σε αντίθεση
με τη μέρα μου.
Με τη ζωή μου.
Σε αντίθεση με τα αναπάντητα ερωτήματά μου.
Εγώ φτερνίζομαι
και η τέχνη κραυγάζει.
Εγώ μαγειρεύω κι η τέχνη κάνει αλχημείες.
Κοιτάζω τον ήλιο και με τυφλώνει.
Τον μισώ.
Κοιτάζω την τέχνη και τυφλώνει τη ματιά μου.
Τη μισώ.
Μια σχιζοφρένεια
που κόβει την ψυχή σε δυο κομμάτια.
Στην τέχνη και στην πραγματικότητα.
Μυρίζω κρεβάτια ακάλυπτα.
Μυρωδιές ονείρων
που ξέμειναν εκεί και δεν τα αέρισα.
Στρώματα με ιστορίες προσωπικές.
Μουτζούρες που άφησαν στο μέλλον των σωμάτων.
Υγρά που πλημμύρισαν μάτια.
Σπέρματα που γέννησαν φόβο.
Κι έτσι έκλεισα τα στρώματα
σε αεροστεγή νάιλον.
Χωρίς οξυγόνο. Αποστειρωμένα.
Χωρίς αναπνοή.
Το αποστειρωμένο δεν μυρίζεται.
Δεν αναπνέει και δεν δίνει ανάσα.
Δεν σκίζεται καν στα δυο.
Δεν υπάρχει.
Και εγώ απλά προσπαθώ
να του βρω ένα όνομα και να θυμηθώ
ποιο ήταν το σπέρμα το τελευταίο.
Και εγώ το προσπερνώ και το ονομάζω θέλω
καταδικάζοντας το σπέρμα εκείνο
στη λήθη και στην ανυπαρξία
και φτάνω στο να υπάρχω.
Μια ύπαρξη που έχασε την ευκαιρία της
να σωθεί.
Ένα λάθος που ουρλιάζει για το πόσο σωστό είναι.
eyge