Άκου! Μου φώναξες, άκου πώς τραγουδούν, πώς παίζουν τα κύματα,
πώς σκαλίζουν την πέτρα και θεριεύουν στους ανέμους,
ψηλώνουν τις μορφές,
θάλασσα εμείς, θάλασσα τα λόγια μας, ταιριάζουμε μου είπες,
πιότερο σ’ εκείνη και πώς να τις κρυφτούμε.
Ἐλα! Δώσ’ μου το χέρι σου, να σε πάω να την γνωρίσεις, μου είπες,
και ‘γω τρόμαξα, τόση γαλήνη στου ήλιου την ανηφοριά,
την ακατάλυτη ομορφιά πώς να την αγγίξω,
μη μου φύγει και σβήσει σαν ανάμνηση μεθυστική το ξημέρωμα.
Έχεις μια απλή και αληθινή ομορφιά, σου φώναξα,
είσαι σαν εκείνη, τόσο απλή και ανόθευτη,
τόσο μα τόσο γοητευτική και ακατάλυτη που κανείς δεν την νιώθει,
τόσο αληθινή και μοναδική που όλη την φοβούνται,
και ο κόσμος ψυχή μου, ό,τι δεν καταλαβαίνει και φοβάται
το σκοτώνει, αυτή είναι η ευλογία σου,
η καταδίκη σου, σου φώναξα,
Ύστερα σιώπησα και κρύφτηκα πίσω από την άμμο
μ’ ένα ξερόκλαδο χάραξα την υπόσχεση, την κατάθεση στον άνεμο,
απ’ το Α ως το Ω σιγά σιγά να σου αφήνομαι,
απ’ το Α ως το Ω να σ’ αγαπώ.
Οδυσσέας Νασιόπουλος
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ! ΜΠΡΑΒΟ!
Εντυπωσιάστηκα. Μπράβο στον ποιητή!
Πραγματικά πολύ δυνατό.
Ύστερα σιώπησα και κρύφτηκα πίσω από την άμμο
μ΄ ένα ξερόκλαδο χάραξα την υπόσχεση, την κατάθεση στον άνεμο.
ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΣΤΙΧΟΙ!