Δεν την συνέδεαν πολλά μ’ αυτόν τον άντρα. Ένα σποράκι στην κοιλιά της κι ένα μήνυμα στο κινητό: «Ας υπάρχει παράδεισος κι ας είναι η θέση μας στην κόλαση». Διάβαζε και ξαναδιάβαζε αυτή τη φράση του Μπόρχες χωρίς να την πολυκαταλαβαίνει. Αλλά από εκείνη τη δροσερή βραδιά του Απρίλη που χύθηκε μέσα της τόση ζωή, δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό της.
Αν και κάτω απ’ την πολύχρωμη ομπρέλα της, το τζιν της είχε γίνει μούσκεμα ως τα γόνατα. Παρότι Ιούνης, έβρεχε ασταμάτητα. Τα σύννεφα που είχαν κατασκηνώσει για τα καλά στον ουρανό της Αθήνας, της προκαλούσαν έναν μόνιμο πονοκέφαλο και μια δυσφορία. Όπως όταν είχε περίοδο.
Έφτασε στο εργαστήριο βρεγμένη και λαχανιασμένη. Τις τελευταίες μέρες άκουγε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Πού και πού είχε την αίσθηση ότι κουβαλούσε πλέον δυο καρδιές. Κι ας ήξερε ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει. Αυτό που είχε μέσα της δεν ήταν ακριβώς ένας άνθρωπος. Για την ώρα ήταν απλώς ένα μάτσο κύτταρα. Κι όμως, ακόμα και πριν το πρώτο τεστ εγκυμοσύνης, ξυπνούσε τη νύχτα από τον χτύπο μιας καρδιάς που της θύμιζε ότι δεν είναι πια μόνη.
Έβαλε να φτιάξει καφέ, αλλά η κούπα τής γλίστρησε απ’ τα χέρια και θρυμματίστηκε στο πάτωμα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε σπάσει τόσα πράγματα όσα αυτούς τους δύο μήνες. Τα χέρια της συμπεριφέρονταν ξαφνικά κάπως αδέξια. Τα μακριά της δάχτυλα που πάντα έκαναν συλλογή από κομπλιμέντα, ήταν πλέον πιο δύσκαμπτα κι απ’ τα ξύλινα πινέλα της. Κι εκείνη δεν ένιωθε πια ο μικρός θεός που μπορεί να δώσει οποιαδήποτε μορφή σ’ ένα κομμάτι πηλό. Σαν να μην ήταν ικανή να δημιουργήσει τίποτα όμορφο.
Της ήρθε στο μυαλό μια φράση του αγαπημένου της καθηγητή στην Καλών Τεχνών. «Δεν ερωτευόμαστε αυτό που είναι όμορφο, αλλά αυτό που μας κάνει να χάσουμε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας». Τη θυμόταν ακόμα, δεκαοχτώ χρόνια μετά. Της είχε κάνει εντύπωση. Ήταν λίγο πριν παντρευτεί τον Μιχάλη. Χωρίς, όμως, να έχει χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Κάθε άλλο, αυτός ο γάμος τής είχε μάθει να πατά καλά στη γη. Και την είχε βοηθήσει να κατακτήσει όσα τόλμησε στη ζωή της. Δεν θα μπορούσε να αφήσει μια απερισκεψία να τον καταστρέψει και να πετάξει όλα αυτά τα χρόνια στα σκουπίδια.
Έξω το ψιλόβροχο είχε δώσει τη θέση του σε μια δυνατή μπόρα. Αν και μέρα, το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Άναψε το φως κι έβγαλε απ’ το συρτάρι το φάκελο με τις εξετάσεις. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα αποτελέσματα της Β΄ χωριακής που κρατούσε κρυμμένα στο εργαστήριο. «Δοκιμασία κυήσεως θετική». Εκεί που νόμιζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να της συμβεί κάτι τέτοιο μετά τα σαράντα, ένα τερατάκι είχε εγκατασταθεί μέσα της χωρίς να τη ρωτήσει. Από τη στιγμή που το predictor επιβεβαίωσε αυτό που φοβόταν, άρχισε να σκέφτεται πώς θα απαλλαγεί από αυτό το μόρφωμα που απειλούσε να της καταστρέψει τη ζωή. Αλλά δεν το τολμούσε. Και οι μέρες περνούσαν χωρίς να παίρνει κάποια απόφαση. Λες και η συννεφιά είχε μπει και μέσα στο κεφάλι της και δεν την άφηνε να σκεφτεί με καθαρό μυαλό. Καθόταν απλώς στον ξύλινο πάγκο του εργαστηρίου φορώντας τη λερωμένη με χρώματα ποδιά της και άκουγε τη βροχή.
Υπήρχαν στιγμές που έπιανε τον εαυτό της να χαϊδεύει την κοιλιά της και να χαμογελά. Κι άλλες που οι ενοχές της για την επιπολαιότητά της τής ανακάτευαν το στομάχι. Ακόμα κι ο έτερος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάος, παρά τα 28 του χρόνια, φαινόταν πιο ώριμος απ’ την ίδια. «Δεν θα ’θελα να γίνω ο λόγος που θ’ αφήσεις τον άντρα σου. Βρες πρώτα τους δικούς σου λόγους και μετά τα λέμε», της είχε πει κοφτά. Μα λόγοι δεν υπήρχαν. Ο άντρας της την αγαπούσε και την πρόσεχε. Την είχε σαν μπιμπελό. Ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Ο Μιχάλης τη θαύμαζε, μα δεν την ακουμπούσε πια. Ούτε που θυμάται πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκαν μαζί. Είχε γίνει γι’ αυτόν ένα όμορφο κεραμικό. Ένα μέρος του σπιτιού. Αλλά όπως και να ’χε το πράγμα, η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της μακριά απ’ αυτό το σπίτι, μακριά από αυτόν τον άντρα με τον οποίο τη συνέδεαν τόσα πολλά.
Κατά φωνή. Το όνομα του Μιχάλη εμφανίσθηκε στην οθόνη του κινητού.
-Τι κάνει η βασίλισσά μου;
-Η βασίλισσά σου δημιουργεί. Εσύ;
-Πάω με κάτι πελάτες για φαγητό. Θ’ αργήσω μάλλον.
-Πάλι; Έλπιζα πως θα ’ρθεις να με πάρεις. Βρέχει καρεκλοπόδαρα. Έχουν πλημμυρίσει όλοι οι δρόμοι.
-Πάρε, βρε μωρό μου, ένα ταξί να μην ταλαιπωρείσαι. Εγώ τώρα φτάνω στην Κηφισιά. Μέχρι να ξεμπερδέψουμε θα πάει αργά.
-Εντάξει, θα τα πούμε στο σπίτι. Να προσέχεις!
-Κι εσύ, μωρό μου. Σ’ αγαπώ!
Η καθησυχαστική φωνή του Μιχάλη την προσγείωσε. Δεν θα μπορούσε να τον πληγώσει για τίποτα στον κόσμο. Ούτε για το γέλιο ενός μωρού. Ούτε για τη ζεστή αγκαλιά του. Ούτε για τη γαλακτερή του μυρωδιά. Προτιμούσε να χαλάσει τη ζωή ενός εμβρύου παρά τη δική της. Άλλωστε τόσα χρόνια παντρεμένοι, το παιδί δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα στη ζωή τους. Ήταν και οι δυο απορροφημένοι από τα επαγγελματικά τους σχέδια. Και τα χρόνια κυλούσαν σαν το νερό της βροχής στους δρόμους.
Σηκώθηκε και στάθηκε μπρος στο καθρεφτάκι που κρεμόταν δίπλα στα πήλινα μόμπιλα πίσω από τον πάγκο. Το πρόσωπό της είχε αλλάξει αρκετά μετά τα σαράντα. Δυο έντονες γραμμές είχαν χαραχτεί ανάμεσα στα φρύδια της κι άλλες δυο πάνω απ’ τα χείλια της. Αλλά τέτοιους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια της δεν είχε ξαναδεί. Ούτε καν όταν είχε χάσει τον πατέρα της λίγο μετά το γάμο της με τον Μιχάλη.
Έβγαλε την κάρτα του γυναικολόγου απ’ την τσέπη της. Κοιτούσε μια το κινητό της, μια την κάρτα, μια την κοιλιά της. Ξεκίνησε να πληκτρολογεί το τηλέφωνο της μάνας της. Αλλά σταμάτησε. Δεν είχε νόημα να την ανησυχήσει χωρίς λόγο. Ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να μοιραστεί το δίλημμά της με μια γυναίκα που δεν είχε μάθει να έχει επιλογές στη ζωή της. Η μάνα της την είχε γεννήσει όταν είχε τα μισά της χρόνια. Κανείς όμως δεν την είχε ρωτήσει αν ήθελε να παντρευτεί, αν ήθελε να κάνει παιδί, αν ήθελε να χωρίσει. Άφησε όλες τις επιλογές της στην κόρη της. Κι εκείνη δεν ήξερε τι να τις κάνει. Είχε μάθει να συζητά τα πάντα με τον Μιχάλη. Αλλά αυτή την απόφαση έπρεπε να την πάρει μόνη της.
Ξερόβηξε να καθαρίσει τη φωνή της και πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του γιατρού.
-Καλησπέρα γιατρέ, η Γιαννακούλη είμαι. Πήρα να κλείσω εκείνο το ραντεβού για τη διακοπή της εγκυμοσύνης που λέγαμε. Μπορούμε να το κάνουμε αύριο;
Οι δυνατές βροντές που έκαναν τη τζαμαρία του εργαστηρίου να τρίζει, δεν κατάφεραν να σκεπάσουν το τρέμουλο στη φωνή της. Ξέσπασε σε κλάματα πριν καλά καλά κλείσει το τηλέφωνο. Μα είναι δυνατόν να τη ρωτάει ο γυναικολόγος αν είναι σίγουρη για την απόφασή της; Τι είναι η ζωή, πηλός να τον πλάθουμε όπως θέλουμε κι αν δεν μας αρέσει φτού κι απ’ την αρχή; Ξαναδιάβασε το μήνυμα: «Ας υπάρχει παράδεισος…» Η σκέψη που της πέρασε αυτή τη φορά απ’ το μυαλό την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Δεν υπάρχει χειρότερο από έναν παράδεισο που γίνεται κόλαση χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Έξω έβρεχε μανιωδώς, αλλά δεν άντεχε ούτε λεπτό περισσότερο στο εργαστήριο. Το ετοιμοθάνατο φως της μέρας που έμπαινε απ’ τις περσίδες της έσφιγγε το στομάχι. Έβαλε τις εξετάσεις πίσω στην κρυψώνα τους και κρέμασε την ποδιά της. Πήρε τη χρωματιστή ομπρέλα της και ετοιμαζόταν να βγει, όταν άρχισε να χτυπά το κινητό στην πάνινη τσάντα της. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα άκουγε τη φωνή της μάνας της. Αλλά η φωνή που ακούστηκε ήταν αντρική. Ένας αξιωματικός της τροχαίας προσπαθούσε να επιβεβαιώσει τα στοιχεία της.
-Λυπάμαι που σας ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά ο σύζυγός σας είχε ένα τροχαίο ατύχημα στην παραλιακή.
-Ο σύζυγός μου; Στην παραλιακή; είπε με σπαστή φωνή και η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που σχεδόν ακουγόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Μάλλον κάνετε κάποιο λάθος. Πριν λίγο μίλησα με τον σύζυγό μου και ήταν στην Κηφισιά.
Δεν έκαναν λάθος. Ό,τι είχε απομείνει από το αυτοκίνητό του ήταν κολλημένο στη μπάρα της λεωφόρου Βουλιαγμένης, στη Γλυφάδα κι ό,τι είχε απομείνει από τον Μιχάλη ήταν στα επείγοντα, στο Ασκληπιείο Βούλας. Δεν την άφησαν να τον δει. Της παρέδωσαν μόνο μια σακούλα με τα πράγματά του. Βρεγμένα. Μέσα στη σακούλα, μαζί με το κινητό, τα κλειδιά και τα χαρτιά του, ήταν κι ένα μακρόστενο πακέτο μ’ ένα σκούρο μπλε περιτύλιγμα. Μουσκεμένο κι αυτό. Το άνοιξε και χωρίς να δώσει σημασία στο ρολόι που είχε μέσα, πήρε την καρτούλα που έγραφε «Για τον Νίκο». Σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάτια της και διάβασε. «Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις για να ομορφαίνεις τη ζωή μου. Χρόνια μας πολλά, αγάπη μου. Να τα εκατοστήσουμε. Μιχάλης».
Ο κόμπος που είχε σταθεί στο λαιμό της κατέβηκε με θόρυβο. Ο κρύος ιδρώτας μούσκεψε ακόμα πιο πολύ το νοτισμένο απ’ τη βροχή t-shirt της. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και βγήκε στο προαύλιο του νοσοκομείου να πάρει αέρα.
Η βροχή είχε σταματήσει. Το ίδιο και τα δάκρυά της. Απομακρύνθηκε από τους καπνιστές που βημάτιζαν με αγωνία έξω απ’ τα Επείγοντα.
Έβγαλε απ’ την τσέπη της την τσαλακωμένη κάρτα με το τηλέφωνο του γυναικολόγου. Ξερόβηξε να καθαρίσει τη φωνή της.
-Καλησπέρα, γιατρέ. Η Γιαννακούλη είμαι πάλι. Συγγνώμη για την ώρα, αλλά πήρα να ακυρώσω το αυριανό μας ραντεβού. Θα το κρατήσω το παιδί τελικά, γιατρέ, είπε με ανακούφιση, χαϊδεύοντας την κοιλιά της.
Ayse Orlandi
Εξαιρετικη η συγγραφικη της ικανοτητα.Ενα σωστα δομημενο κειμενο,που η πλοκη του σου κραταει αμειωτο το ενδιαφερον μεχρι τελους,το οποιο,θεωρω,οτι αποτελει και την απροσμενα,ανατρεπτικη κορυφωση της υποθεσης.Συγχαρητηρια
Μου άρεσε γιατί αναφέρεται σε αυτές τις καταστάσεις και ανατροπες της ζωής που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Με έβαλε στην ψυχολογία αυτής της γυναίκας και του διλημματος της μ’εναν τρόπο απλό και άμεσο.
Οταν οι ανθρωποι δεν μπορουν να παρουν αποφάσεις, η ιδια η ζωη δινει τη λυση.
Γλαφυρές περιγραφές, εκφραστικός πλούτος συναισθημάτων, παραστατικοτητα και συνάμα απλότητα στην αφήγηση, ένα σενάριο το οποίο σε κρατά σε εγρήγορση κ αγωνία!
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα!
Ανατριχιαστική ιστορία. Βγαλεμένη από τη ζωή.
Αμείωτο το ενδιαφέρον για την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ωραίες περιγραφές με γρήγορες εναλλαγές σε ένα κείμενο που διαβάζεται αβίαστα. Μπράβο!
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
Αν λυνονταν ολα ετσι “ευκολα”….
Ομορφο διηγημα με ανατροπη που δεν την περιμενεις! Καθε επιτυχια!
So beautiful! Congratulations Ayse!