Ο Τζιμ είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Το αντιλαμβανόταν, διότι ένιωθε τις σούστες να του τρυπούν τα πλευρά -ο καναπές ήταν αρκετά παλιός- αλλά κι επειδή άκουγε τα παράσιτα της τηλεόρασης να ηχούν αδιάκοπα στα αυτιά του. Δεν τον πείραζε· έβρισκε αυτόν τον μονότονο ήχο ικανοποιητικά αποχαυνωτικό: ένας διακριτικός θόρυβος που απέκλειε κάθε άλλο ερέθισμα τριγύρω, επιτρέποντάς του να βυθιστεί στα βαθύτερα όνειρα. Απέφευγε το κρεβάτι του συνειδητά, ακόμη κι αν η μέση του το πρωί υπέφερε, ακόμη και αν ξυπνούσε ράκος. Ποτέ δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί – εκεί, ο Μορφέας απλώς τον αγνοούσε. Το τίμημα για την λήθη του ήταν ο φυσικός πόνος και η διαρκής αίσθηση της εξουθένωσης. Ήταν μία ανταλλαγή, την οποία καλωσόριζε κάθε βράδυ ανελλιπώς.
Τα μουντά του όνειρα ήταν πράγματι κάποιου είδους λήθη: χωρίς χρώματα κι εικόνες, χωρίς συναισθήματα ή ενέργεια. Ο Τζιμ, στον ύπνο του, βρισκόταν σε μία αβυθομέτρητη άβυσσο, αποκόπτοντας κάθε επαφή με το περιβάλλον. Κάθε ανάμνηση έσβηνε και κάθε εντύπωση από την ημέρα του -κι όσες είχαν προηγηθεί- χάνονταν σε ένα βελούδινο πέπλο, το οποίο καμία ακτίνα ήλιου δεν μπορούσε να διαπεράσει και κανένα ίχνος αισθήματος να ανασηκώσει. Ο Τζιμ περίμενε την νύχτα, αυτήν την καταβύθιση, καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας. Σηκωνόταν το πρωί με βαριά καρδιά, μόνον επειδή ήξερε ότι ο μόνος τρόπος να επιστρέψει στην ολόδική του, προσωπική άβυσσο, ήταν να κουραστεί στην πορεία της ημέρας. Ο ύπνος ήταν το καταφύγιό του, ο καναπές το απόρθητο φρούριό του. Εδώ και χρόνια, η μόνη του ερωμένη ήταν η νύχτα και το σκοτάδι της. Αυτή η νύχτα όμως ήταν διαφορετική.
Τα βλέφαρα του Τζιμ πετάρισαν από έναν ήχο που ξεχώριζε, παρά τον θόρυβο της τηλεόρασης. Ακουγόταν σαν απαλό χάχανο, σαν ένα συγκρατημένο, διακριτικό γελάκι, οιωνός μίας σκανταλιάς ή ατασθαλίας. Αρχικά το αγνόησε, θεωρώντας ότι προερχόταν από κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση, αλλά, ακόμη και στον ύπνο του, διαισθανόταν ότι υπήρχε κάτι το αφύσικο σε αυτόν τον ήχο, κάτι που δεν ταίριαζε με την ιδέα του αυτή. Προσπάθησε να το αγνοήσει και να αποτρέψει τον εαυτό του από την ανάδυση στον κόσμο των ξύπνιων ανθρώπων, η επιμονή όμως του επίμονου, αταίριαστου αυτού θορύβου, τον έπεισε να ξυπνήσει. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν η τηλεόραση και ευθύς συνειδητοποίησε ότι ο ήχος δεν μπορούσε να προερχόταν από αυτήν· ήταν κλειστή. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά υπήρχε μία λάμπα στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ που κοιμόταν, η οποία φώτιζε τον άδειο, απρόσωπο χώρο που τον φιλοξενούσε. Ίσως την ονειρεύτηκα, μονολόγησε, και, συμφωνώντας με τον εαυτό του ότι πράγματι, έτσι ήταν, ότι το γελάκι αυτό άνηκε μόνον στην υπνωτισμένη φαντασία του, επιθύμησε να επιστρέψει στην γαλήνια άβυσσό του, αν και, στο πίσω μέρος του μυαλού του, διαμορφωνόταν ήδη μία αδιόρατη ανησυχία.
Δεν είχε προλάβει να κλείσει τα μάτια του, όταν το χάχανο ακούστηκε ξανά. Ένα κοριτσίστικο γέλιο, μία εύθυμη παιδική φωνή αντήχησε σε όλο το σπίτι για μερικές στιγμές. Δεν ήταν ούτε δυνατό ούτε κράτησε πολύ, αλλά στο ήσυχο σπιτικό του Τζιμ, όπου κυριαρχούσε μόνον ο θόρυβος της τηλεόρασης κατά τη διάρκεια του απογεύματος, οποιοσδήποτε άλλος ήχος φαινόταν εκκωφαντικός. Τα μάτια του Τζιμ άνοιξαν διάπλατα· το γελάκι ακούστηκε σχεδόν από δίπλα του. Κοίταξε ανήσυχος τριγύρω. «Είναι κάποιος εκεί;» αναφώνησε, με την βραχνιασμένη από τον ύπνο του φωνή να βγαίνει σχεδόν υπόκωφη. Ενστικτωδώς, άρπαξε το πρώτο πράγμα που βρέθηκε στην έκταση των χεριών του, το οποίο τύχαινε να ήταν το τηλεκοντρόλ, με σκοπό προφανώς να το εκτοξεύσει κατά του απρόσκλητου επισκέπτη. Ως απάντηση στην ερώτησή του, του απευθύνθηκε ένα ξεκαρδισμένο γέλιο, που δεν κατάφερε να συγκρατήσει ο εισβολέας, σαν η ερώτηση να ήταν το πιο αστείο ανέκδοτο που είχε ακούσει. Ο Τζιμ ήταν τώρα σίγουρος πως το γελάκι προερχόταν από το εσωτερικό του διαμερίσματός του.
Μα πώς…; αναρωτήθηκε, σχεδόν μεγαλόφωνα. Είχα κλειδώσει. Είμαι σίγουρος. Έριξε μία γρήγορη ματιά στο σαλόνι του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν μόνος του. Έτρεξε γρήγορα προς την εξώπορτα, και δοκίμασε να την ανοίξει. Ήταν τόσο βέβαιος ότι θα ήταν ξεκλείδωτη, ώστε παρά λίγο να ξεκολλήσει το χερούλι της. Όχι, η πόρτα είναι κλειδωμένη. Όπως το θυμόμουν, είπε επιβεβαιωτικά στον εαυτό του και στράφηκε προς το υπόλοιπο σπίτι. Το μπάνιο δεν είχε παράθυρο, αλλά εξαερισμό. Η κρεβατοκάμαρα είχε παράθυρο, αλλά άνοιγε μόνο σε ανάκληση. Η κουζίνα είχε πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή, αλλά δεν την είχε χρησιμοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια. Και την θυμόταν κλειδωμένη. Και το υπόγειο… Ένα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά του Τζιμ. Το υπόγειο δεν ανοίγει ποτέ. Ποτέ! μάλωσε τον εαυτό του.
«Είσαι ακόμη εκεί;» φώναξε δυνατά, σκεπτόμενος ότι αν πράγματι ο εισβολέας ήταν κάποιο μικρό παιδί, όπως ακουγόταν, θα ήταν εύκολο να συνεννοηθεί μαζί του. «Δεν θα σου κάνω κακό», προσπάθησε να το καθησυχάσει. Το μικρό παιδί ξεκαρδίστηκε και πάλι. Το γέλιο του ήταν αθώο, χωρίς ίχνος κακίας ή πονηριάς, και άνηκε σίγουρα σε ένα μικρό κορίτσι. Προερχόταν από την κουζίνα. Ο Τζιμ έκρυψε το τηλεκοντρόλ πίσω από την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της κουζίνας. Πριν προλάβει όμως να γυρίσει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε απότομα και μία μορφή, σαν σκιά, τον προσπέρασε, ξαφνιάζοντάς τον, τρέχοντας σαν σίφουνας προς την εξώπορτα. Ο Τζιμ, έντρομος, είδε την σκιά να ανοίγει με απόλυτη φυσικότητα την εξώπορτα του σπιτιού, την οποία μόλις πριν από λίγο είχε ελέγξει, διαπιστώνοντας πως ήταν κλειδωμένη, και να την αφήνει ορθάνοιχτη στο πέρασμά της.
Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί τι είχε μόλις συμβεί, και, αφότου ξεπέρασε το αρχικό ξάφνιασμα, έτρεξε πίσω από την φιγούρα, σταματώντας στην κάσα της πόρτας, μήπως προλάβει να ρίξει μία ματιά σε αυτήν την σκιά που μόλις είχε δει. Ίσως τα μάτια μου να είναι ακόμη θολά από τον ύπνο, προσπάθησε αδέξια να δικαιολογήσει αυτό που είχε δει, αν και ήξερε ότι η σκιά που είδε, μολονότι έμοιαζε σε μικρό κορίτσι, δεν ήταν καθαυτή μικρό κορίτσι. Ο Τζιμ επέστρεψε ανήσυχος στο σπίτι, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, αλλά παρηγορώντας τον εαυτό του ότι ο εισβολέας, όποιος και αν ήταν στην πραγματικότητα, είχε πια φύγει. Διπλοκλείδωσε την εξώπορτα, άφησε το κλειδί στραβά στην κλειδαριά, και, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι αυτή δεν θα άνοιγε ξανά, τράβηξε με δύναμη το πόμολο, και τράνταξε την πόρτα. Αυτή έμεινε ακίνητη, κι ο Τζιμ επέστρεψε στην κουζίνα.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, οπότε άναψε το φως. Περίμενε να βρει κάποια ακαταστασία, ενδεχομένως σπασμένα γυαλιά από την πόρτα ή το παράθυρο που έβλεπαν στην πίσω αυλή, όμως δεν υπήρχε τίποτε. Το δωμάτιο ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει. Έλεγξε την πόρτα και το παράθυρο· η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά το παράθυρο το βρήκε ανοιχτό. Ένιωσε μία απέραντη ανακούφιση, αφού η ιδέα ότι όλοι οι δίοδοι ήταν κλειστοί, και παρ’ όλα αυτά η κοριτσίστικη μορφή είχε βρει τρόπο να εισέλθει στο σπίτι του, τον τρόμαζε. Δεν πρόλαβε να απολαύσει όμως αυτήν την ανακούφιση, όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο της πόρτας που άνοιγε και, αλαφιασμένος, έτρεξε σχεδόν στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, η οποία τώρα, εν αντιθέσει με την κατάσταση που την θυμόταν, έχασκε ανοιχτή. Από μέσα, ένα χάχανο, όμοιο με το αρχικό, αλλά διακριτά διαφορετικό, ηχούσε σιγανά. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε, με προσποιητή αυστηρότητα, αλλά και τρεμάμενη φωνή, διστάζοντας να βγει από την κουζίνα, η οποία τουλάχιστον ήξερε ότι ήταν κλειδαμπαρωμένη. «Σε προειδοποιώ», μίλησε ξανά, «βγες από το σπίτι μου». Ο Τζιμ, παρά τις απειλές, ήταν τρομοκρατημένος.
Βγαίνοντας από την κουζίνα με πολύ αργά βήματα, ένιωσε ένα ρεύμα αέρα. Κοιτάζοντας αριστερά του, είδε ότι η πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο ήταν ανοιχτή, και τα φώτα στις σκάλες αναμμένα. Όχι. Δεν υπάρχει περίπτωση, μονολόγησε. «Θα μετρήσω μέχρι το τρία», αναφώνησε. «Αν δεν έχεις βγει μέχρι τότε, θα σε κλειδώσω μέσα.» Και πράγματι, μέτρησε, κι όταν τελείωσε το μέτρημα, έκλεισε με φόρα την πόρτα, αδιαφορώντας για τα αναμμένα φώτα. Αργά ή γρήγορα, θα βαρεθεί. Και θα θελήσει να βγει, σκέφτηκε ικανοποιημένος. Ο νους του στράφηκε ξανά προς την κρεβατοκάμαρα, η οποία, αν και σκοτεινή, αντηχούσε ακόμη το εύθυμο χάχανο του δεύτερου εισβολέα. Μα τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε αγχωμένος, και πλησίασε προς την πόρτα. Την άνοιξε προσεκτικά, και το χάχανο σταμάτησε να ακούγεται. Άναψε το φως, και είδε πως δεν υπήρχε κανείς μέσα. Μήπως είναι ιδέα μου, ξεκίνησε να συλλογίζεται, όταν ένα ρεύμα τον διαπέρασε· κάποιος μόλις είχε τρέξει από πίσω του, με πολύ απαλά βήματα.
Έκανε απότομα μεταβολή, κραδαίνοντας τώρα απειλητικά το τηλεκοντρόλ, φωνάζοντας τρεμουλιαστά «Τι θέλετε από εμένα;» Είχε βρεθεί στα όριά του, και βλέποντας ότι η εξώπορτα ήταν ακόμη μία φορά ανοιχτή, ένιωσε ένα κύμα απελπισίας να τον παρασύρει. Ήθελε να κλάψει. Τι θέλετε από εμένα; Αφήστε με ήσυχο. Τα χάχανα όμως συνέχιζαν. Ήταν δύο διακριτά, το καταλάβαινε τώρα, και είδε τώρα, καθαρά και χωρίς καμία αμφιβολία, δύο σκιές, με εναρμονισμένα γελάκια, να τρέχουν μαζί, από την πόρτα της κουζίνας προς την ανοιχτή εξώπορτα. Ο Τζιμ δεν το σκέφτηκε καν· έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα και κλειδώθηκε μέσα. Κατέβασε το παντζούρι του παραθύρου και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι, όχι όμως πάνω, αφού, ακόμη και στην απεγνωσμένη κατάσταση που βρισκόταν, δεν τολμούσε να το ξεστρώσει.
Απλώς αφήστε με ήσυχο, επαναλάμβανε στον εαυτό του, ξανά και ξανά, σαν να επρόκειτο για παράκληση ή και προσευχή ακόμη. Η προσευχή του όμως δεν εισακούστηκε, και είδε με φρίκη την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να ανοίγει απαλά, με μία γλυκιά, διακριτική αθωότητα, από ένα χέρι καμωμένο από σκιές. Στην χαραμάδα φαίνονταν δύο φιγούρες πιασμένες από το χέρι, να στέκονται ακίνητες, γελαστές, εύθυμες, παιδικές. Κι ας στέκονταν εκεί, ο Τζιμ άκουγε τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού να ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα, ακόμη και την πόρτα του υπογείου, ολοένα και πιο δυνατά, ολοένα και πιο γρήγορα, αδιαφορώντας για κλειδαριές και σύρτες. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, ανελέητος, και το ασταμάτητο χαχανητό των κοριτσιών, πηγαίο, ασυγκράτητο, παιδικό γέλιο, πλημμύριζε το σπίτι, εισχωρούσε σε κάθε γωνία του, κάθε χαραμάδα, κι ο Τζιμ ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει από τον τρόμο του, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε, ο λαιμός του είχε κλείσει, προσπαθούσε να εκτονώσει την έντασή του σε μία και μόνο λυτρωτική κραυγή, αλλά οι φωνητικές χορδές δεν τον υπάκουγαν.
Τελικά, κατάφερε να αφήσει ένα αγκομαχητό, έναν δυνατό αναστεναγμό. Από την ένταση του τινάγματος, ο Τζιμ βρέθηκε σωριασμένος στο πάτωμα του σαλονιού, κάτω από τον καναπέ, να βαριανασαίνει, να προσπαθεί να συγκεντρώσει τους παλμούς της καρδιάς του. Η τηλεόραση ήταν ακόμη ανοιχτή, αλλά η οθόνη της ήταν λευκή και ακουγόταν μόνον ένα μονότονο βουητό από τα ηχεία της. Όταν ο Τζιμ ανέκτησε ξανά την ψυχραιμία του, πήρε αποφασισμένος το τηλέφωνο στα χέρια του και πληκτρολόγησε σχεδόν αστραπιαία ένα νούμερο. Το διακριτικό «μπιπ» της αναμονής ήχησε πολλές φορές· ήταν άλλωστε περασμένες τρεις τα χαράματα. Τελικά, μία νυσταγμένη, αντρική φωνή ακούστηκε από την άλλη πλευρά της γραμμής.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η φωνή, αβέβαια. «Ο Τζιμ. Θέλω να μιλήσω στην Σάρα.» Η φωνή σίγησε για μερικές στιγμές, σαν να προσπαθούσε να αντιληφθεί τι σήμαιναν τα λόγια που μόλις είχε ακούσει. Τελικά, αποκρίθηκε ψυχρά: «Η Σάρα κοιμάται, Τζιμ. Ξέρεις τι ώρα είναι; Δεν μπορείς απλώς…» Ο Τζιμ όμως δεν είχε την υπομονή να ακούσει ολόκληρη την απάντηση του συνομιλητή του. «Δεν έχω όρεξη να το συζητήσω, Φρεντ. Απλώς δώσε μου την Σάρα.» Ο Φρεντ αυτή την φορά δεν άργησε να απαντήσει: «Είσαι με τα καλά σου; Η ώρα είναι… περασμένες τρεις! Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» Πίσω από την φωνή που ωρυόταν, ο Τζιμ άκουσε μία νυσταγμένη, γυναικεία φωνή, να ρωτάει τον συνομιλητή του με ποιον μιλούσε. «Με τον Τζιμ», αποκρίθηκε, εμφανώς εκνευρισμένος. «Και τι θέλει;» συνέχισε η γυναικεία φωνή. «Να σου μιλήσει, λέει. Πιστεύεις το θράσος του ανθρώπου αυτού; Τέτοια ώρα;» Η γυναίκα ακουγόταν πιο συγκαταβατική. «Δωσ’ τον μου.» Ο Φρεντ ήταν διστακτικός. «Σάρα, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν χρειάζεται να του μιλήσεις.» Η Σάρα επέμεινε. «Απλώς δώσ’ τον μου, Φρεντ», είπε, κι έπειτα, απευθύνθηκε στον Τζιμ.
«Τι θέλεις, Τζιμ;» ρώτησε με απάθεια.
«Σάρα, τις είδα…» είπε απλώς ο Τζιμ. Η άλλη γραμμή σιωπούσε. «Είδα τα κορίτσια. Με επισκέφτηκαν, Σάρα, ήταν εδώ, και οι δύο. Έπαιζαν μαζί μου, εγώ όμως δεν τις αναγνώρισα. Φοβήθηκα, Σάρα, φοβήθηκα πολύ, αλλά εκείνες ήθελαν απλώς να παίξουν… κι εγώ έτρεχα μακριά τους…»
Τελικά, η Σάρα μίλησε, με φωνή ραγισμένη κι έναν κόμπο στον λαιμό της. «Ω, Τζιμ. Καημένε μου, γλυκέ μου Τζιμ.»
(…)
Γεώργιος Κουγιουμτζής
Καλή επιτυχία!