Προσγειώθηκα στο Λος Άντζελες ως τουρίστας. Ο ξάδερφός μου δούλευε εκεί στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Ήταν “location scout” (έψαχνε τοπία για ταινίες κατά παραγγελία σκηνοθετών). Λόγω επαγγέλματος, είχε εμπειρία από ενδιαφέροντα μέρη. Με βοήθησε να βρω ένα αξιόπιστο γραφείο ενοικιάσεων αυτοκινήτων και με συμβούλεψε να κάνω τη διαδρομή του αυτοκινητοδρόμου «101» προς τα βόρεια, κατά μήκος των ακτών του Ειρηνικού.
Βρέθηκα να ταξιδεύω ανάμεσα σε δυο ανοιχτωσιές: αυτή των δασών απ’ τα δεξιά κι εκείνη του ωκεανού απ’ τ’ αριστερά μου. Ήταν σαν δυο κόσμοι που προσκαλούσαν τη ματιά μου, άλλοτε ανταγωνιστικά ως ένας προς τον άλλον και άλλοτε δένοντας αρμονικά μεταξύ τους, σαν να είχαν ψυχές αυτόνομες, με δικές τους επιθυμίες και δικαιώματα πάνω στον κάθε περαστικό ταξιδιώτη. Το ότι δεν έπιανα για εκατοντάδες μίλια κανένα σταθμό στο ραδιόφωνο αρχικά δεν με πείραζε. Όμως, και η κασέτα με παραδοσιακά ναυτικά τραγούδια που πήρα από ένα ιδιωτικό «ναυτικό μουσείο», που βρήκα τυχαία στο δρόμο μου, δεν μου ήταν αδιάφορη. Την άκουγα, ενώ ταξίδευα, κάνοντας το οπτικό τοπίο ταυτόχρονα και ακουστικό. Κοιμόμουνα τα βράδια μέσα στο αυτοκίνητο, όπου τύχαινε. Αλλού έξω από γραφεία σερίφηδων, αλλού έξω από σπίτια με φωτισμένα παράθυρα. Έτσι είχα τουλάχιστον (ένα αίσθημα) ασφάλεια(ς).
Από ένα σημείο και μετά, την τρίτη ή την τέταρτη μέρα του ταξιδιού, κάπου μέσα στο Όρεγκον (αν δεν είχα ήδη περάσει στην πολιτεία της Ουάσινγκτον), οι ακτές άρχισαν να γίνονται απότομες και μετά απόκρημνες. Πριν χαθεί ο ήλιος, σταμάτησα σε μια πλατιά αμμουδιά. Τα πόδια μου έτσουζαν απ’ την άμμο που πετούσε επάνω τους ο δυνατός αέρας, ενώ φύκια μεγάλα, βγαλμένα απ’ το κύμα, απλώνονταν σαν κορδέλες πάνω στην παραλία.
Περπάτησα πέρα-δώθε με τα χέρια στις τσέπες, προσπαθώντας να χορτάσω το τοπίο. Δέος οδηγούσε το βλέμμα μου, και αμηχανία το σώμα μου. Η εντύπωση του «μοναδικού τοπίου» ανταγωνιζόταν τη σκέψη «Ε, και; Ακόμη ένα ταξίδι μόνος μου». Με τον ήλιο κόντρα, άργησα ν’ αντιληφθώ ένα απόμακρο σπίτι στην ψηλότερη άκρη ενός απόκρημνου βράχου. Ήταν η μόνη παρουσία ανθρώπινου «πολιτισμού», που διαφέντευε τα όρια μεταξύ της απεραντοσύνης του δάσους και του ωκεανού μέσα σε εκατοντάδες μίλια ερημιάς.
Δεν είχα καμιά συγκεκριμένη ανάγκη βοήθειας, αλλά εκείνο το σπίτι με μαγνήτιζε. Με ωθούσε προς τα κει μια δύναμη αόρατη και ανεξήγητη, που γινόταν ολοένα και πιο αποφασιστική. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν η δύναμη της περιέργειας να δω πώς είναι από κοντά ένα τέτοιο αμερικάνικο σπίτι. Πόσο έμοιαζε η αυλή του με μια ευρωπαϊκή, πόσο περιποιημένο ήταν, κ.λπ. Όμως, γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και ανώτερο από μια απλή περιέργεια. Ήταν η δύναμη μιας μοναδικής γαλήνης, που πίστευα ότι θα έβρισκα εκεί.
Το σπίτι ήταν στα ένα ή δυο χιλιόμετρα. Μπήκα στ’ αυτοκίνητο. Αισθανόμουν την ανάσα μου να γίνεται όλο και πιο ελαφριά, ενώ ανέβαινα τις στροφές του δρόμου. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοια αρμονία.
Όταν έφτασα, μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα και με υποδέχτηκε μ’ ένα εξαιρετικά λαμπερό και πρόσχαρο χαμόγελο, σαν να με ήξερε, σαν να με είχε καλέσει, σαν να με περίμενε. Ως φαίνεται, με είχε δει απ’ το παράθυρο, ενώ ερχόμουν. Ήξερε ότι δεν μπορούσα να πηγαίνω πουθενά αλλού, αφού ανέβαινα τον μόνο δρόμο που υπήρχε στο λόφο και κατέληγε μπροστά στην αυλή της. Γιατί όμως τόση χαρά και λάμψη για έναν άγνωστο; Προφανώς έπασχε από μοναξιά, και όχι απλώς πρόσκαιρη σ’ εκείνο το ερημικό σπίτι, αλλά διαρκή, που πλημμύριζε τη ζωή της ολόκληρη.
Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα πέντε.
-Γεια σας! Ήρθατε εδώ εκδρομή; με ρώτησε, ενώ κοιτούσε τη συμπαθητική αυλή της.
-Ναι! Από μακριά…
-Αλήθεια; Από πού;
-Από Ελλάδα.
-Από Ελλάδα, ε!!! Τι ευτυχισμένη και σπάνια επίσκεψη! Περάστε μέσα… Σίγουρα θα θέλετε να δείτε και κάτι που δεν βλέπουν οι τουρίστες στους δημόσιους χώρους. Ένα σπίτι αμερικάνικο στην άκρη της ακτής του Ειρηνικού, ακόμη κι αν είναι ίδιο με πολλά άλλα που έχουν δει ακόμη και στη χώρα τους.
-Διαβάσατε όλες μου τις σκέψεις και τις προθέσεις, της είπα.
Πέρασα μέσα στο σπίτι. Το ένστικτό μου με οδηγούσε σε κάτι αόριστο και άγνωστο, αλλά σίγουρα πρωτότυπο και πρωτόγνωρο.
-Με τι ασχολείστε; με ρώτησε, σε τόνο που εξακολουθούσε να είναι πρόσχαρος, αλλά και τυπικός.
-Ας πούμε… ότι η κύρια ασχολία μου είναι τα ταξίδια στον πραγματικό και στον πνευματικό κόσμο. Όλα τ’ άλλα… σχέδια σταδιοδρομίας, γνωριμίες, άλλες δουλειές, έρχονται μετά. Ας πούμε… ότι είναι κάτι σαν δορυφόροι των ταξιδιών μου.
-Και… σε ποια μέρη του πραγματικού κόσμου έχετε ταξιδέψει;
-Εκτός από ένα σωρό μέρη μέσα στην Ελλάδα, έχω πάει Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Τσεχία, Πολωνία, Ελβετία, Ιταλία, Αίγυπτο, Τουρκία, Σουηδία, Δανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ολλανδία και Βέλγιο. Τώρα εδώ, έχω σκοπό να κάνω το γύρο έξι-εφτά δυτικών ηνωμένων πολιτειών και να πιάσω λίγο και Καναδά, δηλαδή Καλιφόρνια, από όπου και ξεκίνησα, Όρεγκον, Ουάσινγκτον, Βανκούβερ, Αϊντάχο, Γιούτα, Αριζόνα, Νεβάδα και τέλος ξανά Καλιφόρνια.
-Μπράβο. Ούτε εγώ έχω κάνει τέτοιο γύρο ποτέ, αν και θα ήθελα. Ξέρετε, οι περισσότεροι Αμερικανοί των ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται και πολύ να τις εξερευνήσουν, μου είπε.
-Το καταλαβαίνω. Ελάχιστοι εξερευνούν τη χώρα που γεννήθηκαν. Δεν την βλέπουν ως «ξένη» ή ως «αξιοθέατο».
-Και τώρα, για πείτε μου, σε ποια μέρη του πνευματικού κόσμου έχετε ταξιδέψει;
Χμμμ… στην…. ποίηση, στα… διηγήματα και στα… μυθιστορήματα. Ιδίως τα ποιήματα τα γράφω πρώτα για να αρέσουν σε μένα και θα χαρώ, αν ποτέ τα δημοσιεύσω και τύχει να αρέσουν και σε άλλους.
-Είστε, δηλαδή, φανερός διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος και, ως τώρα, ένας εντελώς μοναχικός ποιητής; με ρώτησε, φέρνοντάς με σε κάποια αμηχανία.
-Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπήκα στον κόπο και ούτε θέλησα να καλουπώσω τον εαυτό μου σε τέτοιες ταμπέλες, αλλά αφού τις λέτε εσείς τόσο αυθόρμητα, δεν μπορώ παρά να τις εκτιμήσω και να τις σεβαστώ. Ας πούμε, λοιπόν, ότι κάπως έτσι είναι.
-Έξοχα! Σας ζηλεύω. Είναι τελείως ανεξάρτητα αυτά τα δυο ταξίδια που κάνετε, το πραγματικό και το πνευματικό;
-Κάθε άλλο! Το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Ιδίως το πραγματικό τροφοδοτεί το πνευματικό. Όπως ακριβώς ένας ζωγράφος μπορεί να διευκολύνεται και να εμπνέεται καλύτερα, όταν έχει μπροστά του ένα πραγματικό τοπίο ή πρόσωπο να ζωγραφίσει, έτσι κι εγώ διευκολύνομαι να εμπνευστώ, όταν ζω κάτι πραγματικό. Ταυτόχρονα, κάθε ποίημα ή κάθε τι που γράφω σ’ έναν τόπο ή γενικά για ένα κομμάτι της πραγματικότητας που έχω μπροστά μου, αποτελεί μια πνευματική και υπαρξιακή «σημαία» σ’ αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας. Δεν ξέρω αν θα το θεωρήσετε εγωιστικό αυτό, αλλά νιώθω ότι «κατακτώ» έτσι την πραγματικότητα, μ’ έναν κρυφό, αθόρυβο και ειρηνικό τρόπο, της είπα.
-Είμαι κι εγώ κομμάτι της πραγματικότητας και δεν ντρέπομαι να πω ότι θα ήθελα να βιώσω μόνο για δοκιμή, για λίγο και χωρίς καμιά δέσμευση, μια τέτοια «κρυφή, αθόρυβη και ειρηνική κατάκτηση».
Κοιταχτήκαμε για λίγο σιωπηλά. Σε κάποια στιγμή έσπασε πρώτη τη σιωπή της.
-Για πόσο θα μείνετε εδώ; Αρκετά, ώστε να δείτε αν μπορείτε να εμπνευστείτε;
Βυθιστήκαμε ξανά σε σιγή. Χωρίς περιττά λόγια, σηκώθηκε και έβαλε τσάι, ύστερα κρασί, ύστερα έβαλε και φάγαμε, ύστερα βγήκαμε έξω και αγναντέψαμε τον ατέλειωτο ορίζοντα του Ειρηνικού από την άκρη του βράχου.
Δεν αντέξαμε για πολύ τον άνεμο που ορμούσε επάνω μας νοτισμένος απ’ την αλμυρή υγρασία. Ένα λεπτό ρίγος διαπέρασε το κορμί της, περνώντας έτσι με τον πιο φυσικό και σιωπηλό τρόπο το μήνυμα ότι είχε ανάγκη μιας προστασίας. Αυτό το μήνυμα ήταν και σαφές και αγνό. Συνήθως είναι δύσκολος αυτός ο συνδυασμός, αφού το αγνό πρέπει να φυλάσσεται συγκαλυμμένο και το σαφές, πάλι, είναι δύσκολο να σεβαστεί τους καθιερωμένους «κώδικες». Ωστόσο, αυτός ο συνδυασμός είχε βρει την ενσάρκωσή του στο πρόσωπο εκείνης που μου άνοιξε την πόρτα χωρίς καν να με ξέρει. Ακόμη δεν είχαμε καν πει τα ονόματά μας, παρόλο που μιλούσαμε σε τυπικό και πρόσχαρο τόνο. Αυτό έδειχνε ότι και φοβόμασταν μην πληγώσουμε κάτι ευγενές με κάποια αδεξιότητά μας, αν επιχειρούμε μια εξοικείωση, αλλά και δεν ενδιαφερόμασταν για κάτι τόσο τυπικό, όπως είναι μια γνωριμία ονομάτων.
Σε λίγο, τα πόδια της πήραν κίνηση για το σπίτι κι εγώ ακολούθησα. Συνεχίσαμε να κοιτάμε τον Ειρηνικό καθισμένοι πίσω απ’ το τζάμι. Οι ματιές μας άρχισαν σιγά σιγά να πλησιάζουν η μια την άλλη, μέχρι που συναντήθηκαν. Το βλέμμα της έμεινε επίμονα καρφωμένο πάνω στο δικό μου για αρκετά δευτερόλεπτα, κάνοντας την πρώτη ρωγμή στην τυπικότητα.
-Έχετε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα που σας πιέζει να συνεχίστε σήμερα το ταξίδι σας; με ρώτησε.
-Όχι… καμιά συγκεκριμένη υποχρέωση.
-Ούτως ή άλλως, κάπου θα μένατε σήμερα, μου είπε.
-Ναι… η αλήθεια είναι ότι συνήθως κοιμάμαι στο αυτοκίνητο και σπανιότερα σε μοτέλ. Έτσι είμαι πιο ευέλικτος και γνωρίζω περισσότερα μέρη.
-Νομίζω ότι δεν θα ήταν άσχημα να μείνετε απόψε εδώ. Έτσι, θα έχετε τη μοναδική ευκαιρία να κοιμηθείτε σ’ ένα αμερικάνικο ερημικό σπίτι. Εκτός, βέβαια, αν το θεωρείτε ανιαρό αυτό το… εσωτερικό τοπίο.
-Κάθε άλλο! Απλώς, θα ήθελα να έχω έναν τρόπο να είμαι απόλυτα, βέβαιος, ότι δεν θα σας είναι βάρος η παρουσία μου, της είπα με τη δειλία και το άγχος που είχα πάντα στις σχέσεις μου με το έτερο φύλο, όταν αυτές πήγαιναν να γίνουν πιο κοντινές.
Εκείνη κατάλαβε το άγχος μου και μου είπε:
-ΟΚ, για να βεβαιωθείτε γι’ αυτό, σας λέω ότι όχι μόνο δεν μου είστε βάρος, αλλά έχω ανάγκη ένα αντάλλαγμα από εσάς.
-Αλήθεια; Τι αντάλλαγμα;
-Ένα που μάλλον απαιτεί συγκέντρωση, τύχη και… κάποιο ρίσκο. Θέλω να σας κάνω να εμπνευστείτε και να γράψετε ένα ποίημα ή διήγημα, αν προτιμάτε, χρησιμοποιώντας εμένα ως μοντέλο, μέχρι αύριο που θα είστε εδώ, όπως ακριβώς ένας ζωγράφος δημιουργεί έχοντας ένα ζωντανό μοντέλο μπροστά του.
-Κι αν αποτύχω;
-Δεν υπάρχει αποτυχία σε μια τέτοια προσπάθεια. Από μόνη της είναι άνοιγμα σ’ έναν άλλο κόσμο, μου είπε.
Ανέβηκε την εσωτερική σκάλα. Μετά από λίγο κατέβηκε, φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα. Τράβηξε την κουρτίνα στο μεγάλο παράθυρο της προσήλιας πλευράς, αφήνοντας μόνο μια αχτίδα να μπαίνει στο σπίτι και να σπάει στον τοίχο και στο πάτωμα. Κάθισε μπροστά σ’ ένα μπουντουάρ βικτωριανού στυλ. Η αχτίδα έπεφτε κι επάνω της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αρκετή ώρα δοκιμάζοντας μπροστά μου διάφορα δεσίματα στα μαλλιά της και κοσμήματα. Ίσως να ήθελε τη γνώμη μου για όλα αυτά, αλλά μου ήταν αδύνατο να βγω απ’ την αμηχανία μου.
-Θέλω ν’ ασχοληθείς μαζί μου, μου είπε ξαφνικά, κοιτώντας με μέσα απ’ τον καθρέφτη.
-Πώς;
-Ελευθέρωσέ με, μου είπε.
-Από τι;
-Από το τελευταίο πράγμα που χωρίζει την πιο ιδιωτική μου σφαίρα απ’ το βλέμμα σου. Ελευθέρωσε τελείως το σώμα μου, μου είπε ατάραχα κι αποφασιστικά (σχεδόν επιτακτικά).
Ακολούθησα τη θέλησή της κι άφησα το μετάξι να γλιστρήσει πάνω της ελευθερώνοντας έτσι μια κρυφή, αλλά αδιαμφισβήτητη δύναμη μιας πολύτιμης προστατευμένης φύσης. Με την αχτίδα να χτυπά πάνω στο κατάλευκο σώμα της, όλος ο χώρος απέκτησε μια μοναδική και διάχυτη ονειρική φωτεινότητα.
Αυτό το «ελευθέρωσέ με», ήταν το πιο εξωπραγματικό παράγγελμα που είχα ακούσει ποτέ. Ήταν ένα παράγγελμα που έκανε τη φαντασία πραγματικότητα.
-Από τώρα είμαι το λογοτεχνικό σου μοντέλο. Μάθε με όσο θες και από όσο κοντά θες. Αρκεί να βρεις έμπνευση, που να προέρχεται από μένα και να γράψεις κάτι μέχρι αύριο που θα φύγεις, μου είπε με αυτοπεποίθηση και απαίτηση.
Την κοίταξα πολλή ώρα. Η ματιά μου ταξίδευε, σχεδόν λικνιζόταν, μεταξύ της ζωντανής της εικόνας και του ορίζοντα του Ειρηνικού. Μέσα απ’ την ιερή σιωπή του πρωτόγνωρου, αναδύθηκε, τελικά, η έμπνευση, που μετέτρεπε αυτό το ονειρώδες σκηνικό σε σειρά λέξεων.
Το βράδυ μετέφρασα το κείμενο. Ενώ είχαμε έρθει κοντά, το διαβάσαμε σιωπηλά μαζί, μέχρι που βυθιστήκαμε, χωρίς καν να το καταλάβουμε, σ’ έναν κοινό παράδεισο, φτιαγμένο απ’ τα τελειότερα και πιο προσεγμένα «υλικά» του ονείρου και της πραγματικότητας.
Το πρωί ξυπνήσαμε με μια κοινή ανάσα. Σηκώθηκε πρώτη και ετοίμασε ένα πολύχρωμο πρωινό με ποικιλία τοπικών μαρμελάδων από άγριους καρπούς του δάσους. Ήπιαμε το ρόφημα του αποχαιρετισμού, επίσης από βοτάνια που η ίδια μάζευε, πριν συνεχίσω τη διαδρομή του «101» ακόμη πιο βόρεια. Χειραψίες φυσικά θα ήταν αδιανόητα ψεύτικες. Αντί γι’ αυτές, ανταλλάξαμε ένα τελευταίο βλέμμα. Για τα ονόματά μας δεν νοιαστήκαμε ούτε καν εκείνη την ύστατη στιγμή. Εξακολουθούν να μας είναι άγνωστα.
Δημήτρης Ηλιόπουλος
Μπράβο. Λογοτεχνικό και κινηματογραφικό ταυτόχρονα! Έχει την ψήφο μου
Το ψηφίζω. Φανερώνει περιεκτικά το πως εκδηλώνεται η ανδρική και η γυναικεία μοναχικότητα όταν συναντιούνται μεταξύ τους.
Το διάβασα ήδη δεύτερη φορά μ’ ενδιαφέρον. Αποκαλύπτει μια απόκρυφη πλευρά της γυναικείας ψυχής που μόνο σε καλή “χημεία” φανερώνεται. Κέρδισε την ψήφο μου.
Ψυχή και τοπίο δένουν τόσο αρμονικά. Μπράβο. Υπερψηφίζω!!!!
To “σπίτι στην άκρη του βράχου” σκιαγραφεί την ανδρική συμπεριφορά και τη γυναικεία ψυχή. Ήταν πράγματι πανέμορφο και διαβαζόταν εύκολα.
Περιγράφει τόσο γλαφυρά όσο χρειάζεται αλλά και τόσο διακριτικά όσο “πρέπει” την ολοκλήρωση μιας σχέσης.
Δίνει αφορμή σε κάθε δημιουργική φαντασία να ταξιδέψει στα απόμακρα τοπία της Ειρηνικής ακτής.
Μπράβο Δημήτρη!
Το ψηφίζω κι εγώ. Με ταξίδεψε και ψυχαγώγησε. Για την ακρίβεια με συγκίνησε γιατί μου θύμισε γνώριμα τοπία. Είχα πάει κι εγώ κάποτε σ’ εκείνα τα μέρη των ακτών του Ειρηνικού και είμαι σε θέση να καταλάβω ότι ο συγγραφέας τα έχει όντως ταξιδέψει στα τοπία που περιγράφει. Ειδικά εκείνη η σκηνή με την άμμο του τη σήκωνε ο αέρας και τα πλατιά φύκια, απ’ τη μια το δάσος κι απ’ την άλλη ο ωκεανός….
Νομίζω ότι περνάει ένα μήνυμα: ο πιο κερδισμένος άντρας είναι ο άντρας που δεν κυνηγάει τίποτα και η πιο κερδισμένη γυναίκα είναι αυτή που δεν περιμένει τίποτα. Όπως και να χει το ψηφίζω κι εγώ.
Ψηφίζω το σπίτι στην άκρη του βράχου. Και ρομαντικό και ψυχολογικό. Περισσότερο μου άρεσε η ψυχολογική και κινηματογραφική λεπτομέρεια. Πάνω απ’ όλα μ’ άρεσε που το αναπάντεχο έδενε τόσο απαλά με το ομαλό και ήπιο.
Μου άρεσε πολύ η τόσο έντεχνη και διακριτική υπόνοια του έρωτα. Μου φάνηκε κάτι σαν ερωτική λογοτεχνία πολυτελείας.
Ωραίο, ρομαντικό κι απρόσμενο. Διαδρομή απίστευτη. Ο συγγραφέας φαίνεται να έχει ζήσει αυτά που λέει. Η ερημιά φέρνει κοντά τις δυο μοναξιές. Έχει και τη δική μου ψήφο.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
Καλό! Χαλαρό! Διαβάζεται εύκολα και ρέει το μάτι σαν το νερό. Μπράβο Δημήτρη και για την ενσυναίσθησή σου στη γυναικεία ψυχή! Και μπράβο σου ξανά αν έχεις κι εσύ την ανδρική συμπεριφορά που περιγράφεις μέσα στο διήγημα
Δεξιοτεχνικό στην αφήγηση.
Είναι εξαίρετο. Μας ταξιδεύει αλλού το πρότεινα και στις φίλες μου. Ιδίως εκείνη η τόσο διακριτική περιγραφή της ερωτικής σκηνής, δένει τόσο αρμονικά τον ερωτισμό με τη λογοτεχνία.
Μια αιφνίδια σχέση σ’ ένα σούπερ τοπίο. Ωραίο. φαντάζομαι όλα να συμβαίνουν στο απαλό φως.