Για να ερμηνεύσω την προθανάτια ασάφεια της ύπαρξης
έπρεπε κάτι ν’ αλλάξω
Έκτισα στο πρόσωπό μου
περίοπτους καθρέφτες
κι έκανα ό,τι με πρόσταξε
ο παρεμπίπτων εαυτός
Μετακίνησα μ’ εκείνο το άλλο χέρι
τη ζωή μέσα μου που απαιτούσε·
τους διώκτες και τα κρησφύγετα
Της έβαλα φωνή
και κάλπασα -όπως τα σώματα στον έρωτα-
για την πιο απρόβλεπτη αυτοσυνάντηση
με το παράφορο·
για τον τόπο που ενδημούν τα όνειρα.
Μόνο τις νύχτες ακουγόταν ολόκληρο
το όνομά μου
Σα να μην άντεχαν οι ώμοι της ημέρας
τον ήλιο του θανάτου του
και ήταν κι από πάνω
κι όλοι αυτοί οι σωματέμπορες ενδοιασμοί
να του τσακίζουν τα γράμματα
Λες και δεν είχα βαπτιστεί με όλες τις τιμές
Λες και δε γεννήθηκα με σκοτωμένο το άστρο
Λες και δε με έλιωσαν στην άσφαλτο οι γυρισμοί.
Τι να το κάνω τώρα πια
το χρίσμα των αιώνων;
Με νίκησαν τα αυτοάνοσα αισθήματα.