Ήταν πια 1950 είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχαν φύγει οι Γερμανοί,όμως ο εμφύλιος,οι κατατρεγμοί και το ξύλο που είχε φάει στην κατοχή του είχαν πειράξει το νευρικό του σύστημα… είχε παραισθήσεις… άκουγε φωνές και γέλια κι ήταν φορές που έπινε πολύ για να ξεχάσει… να ξεχάσει το κακό παρελθόν και το άθλιο σήμερα…
Η γυναίκα του η κυρία Σούλα τα ανεχόταν όλα αυτά γιατί ήξερε τι είχε τραβήξει εκείνος και για να τα βγάλουν πέρα έβρισκε κι αυτή δουλειές εδώ κι εκεί κι έκρυβε τη στενοχώρια της…
Στα χρόνια της κατοχής δεν είχε περάσει πολύ δύσκολα γιατί είχαν τον θείο Άκη τον μαυραγορίτη που είχε κάνει μεγάλη περιουσία τότε… εκείνος φρόντιζε και τους τροφοδοτούσε με κάποια λίγα τρόφιμα κι έτσι δεν είχαν πεθάνει από την πείνα εκείνη και οι αδερφές της…
Του είχε μεγάλη υποχρέωση του θείου,του θείου που την είχε προικήσει κιόλας δινοντάς της ένα παλιό διαμέρισμα από εκείνα που είχε πάρει στην κατοχή…
Μπορεί να ήταν ξεχαρβαλωμένα τα πατώματα,να ακούγονταν περίεργοι ήχοι τα βράδια,όμως τουλάχιστον δεν πλήρωναν νοίκι,γιατί αν πλήρωναν και νοίκι πραγματικά θα είχαν καταστραφεί…
Έλεγαν πως εκείνοι που είχαν χάσει το σπίτι καταράστηκαν τον θείο,όμως εκείνη δεν μπορούσε να κάνει κάτι ούτε για αυτούς, ούτε για τον θείο… είχε οικογένεια και έπρεπε να έχουν μια στέγη… δεν το φιλοσοφούσε περισσότερο..το απαγόρευε στον εαυτό της…
Εκείνο το βράδυ, δεύτερη μέρα Χριστουγέννων ήταν, θα ερχόταν ο θείος Άκης για φαγητό…
Είχε καιρό να έρθει να τους επισκεφθεί και η Σούλα με τον Λάμπρο ήθελαν να περιποιηθούν τον… ευεργέτη τους…
Βέβαια, ο Λάμπρος σιχαινόταν τους κατοχικούς μαυραγορίτες, πίστευε πως εξαιτίας τους είχε μείνει πολλές φορές νηστικός κι είχε χάσει τον παππού του από ασιτία, όμως για χάρη της γυναίκας του σιωπούσε… κι ας του έλεγαν στη γειτονιά πως το σπίτι που τους είχε χαρίσει ο θείος ήταν καταραμένο…
Για να τα ξεχάσει όλα αυτά, το έριχνε συχνά στο ποτό, γινόταν λιώμα κι έπειτα γύριζε παραπατώντας στο σπίτι…
Από τότε που είχε μπει σ’εκείνο το διαμέρισμα όλα του πήγαιναν στραβά,αισθανόταν κάτι να τον σπρώχνει σε ένα κακό… πολλά βράδια άκουγε θορύβους που δεν μπορούσε να προσδιορίσει από που έρχονται κι ας είχε ψάξει πολλές φορές όλο το σπίτι…
Η κυρία Σούλα είχε ψωνίσει τα καλύτερα για τον θείο Άκη…
Θα ήταν ο υψηλός καλεσμένος τους εκείνο το κρύο βράδυ…
Είχε βρει κι είχε παραγεμίσει ξηρούς καρπούς ένα κοτόπουλο και το είχε φουρνίσει στον παλιό γερμανικό φούρνο που λειτουργούσε με γκάζι,από τους ελάχιστους που υπήρχαν σε αθηναϊκά σπίτια, είχε αγοράσει φρέσκα λαχανικά για τις σαλάτες και κρασί από την κοντινή ταβέρνα του κυρ Μήτσου που κι εκείνος έκανε βρωμοδουλειές στην κατοχή και είχε θησαυρίσει…
Όλα θα ήταν τέλεια,όπως άξιζε στον θείο Άκη που με την ”εξυπνάδα” του τους είχε βοηθήσει τόσο πολύ στη ζωή τους…
Τον υπολόγιζαν με πολλές λίρες και ακίνητα και η κυρία Σούλα ήλπιζε πως μπορεί να είχε κι άλλο μερτικό στο μέλλον που δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει… εξάλλου είχε δυο παιδιά να αναθρέψει κι έναν άντρα παθημένο…
Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων βράδυ μπορούσε ο θείος Άκης να έρθει γιατί τον ήθελαν πολλοί καλεσμένο γνωρίζοντας πόσο μεγάλη περιουσία έχει και υπολογίζοντας πως μπορεί να τους βάλει κι εκείνους στη μελλοντική κληρονομιά…
Όταν μαζεύτηκε ο άντρας της έκαναν τις τελευταίες ετοιμασίες στο κρύο σπίτι και τότε του είπε να βάλει στην πρίζα την ”κουκουνάρα”,την ηλεκτρική σόμπα που είχε δανειστεί από την γειτόνισα,μην μπει ο θείος και παγώσει…
Ο Λάμπρος βαριεστημένα έκανε ότι του είπε η γυναίκα του μισοζαλισμένος από το ουίσκυ που είχε πιεί στο μπαρ,τον ”Γάτο”,στο κέντρο του Κουκακίου,εκεί που ξεπέζευε και βρισκόταν με παλιόφιλους,πολλές φορές κάνοντας και βρωμοδουλειές για κανα φράγκο ή για περισσότερα…
Το ουίσκυ τόχε μάθει από τους Εγγλέζους το 45,όμως του είχε παραγίνει κουσούρι που δεν μπορούσε να το βγάλει από πάνω του…
Στις οκτώ χτύπησε ο θείος την πόρτα…
Κρατούσε ένα κουτί δίπλες,από ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο..
Φορούσε το ακριβό του παλτό,το κοστούμι του και το καπέλο του όπως πάντα…
Προτιμούσε να κυκλοφορεί νύχτα σ’ εκείνα τα μέρη γιατί τον γνώριζαν από την κατοχή και δεν ήθελε να γίνεται αντιληπτός…
Δεν μιλούσε πολύ,ούτε χαμογελούσε..
΄Εδωσε από μια σοκολάτα στα παιδιά και πέρασε στην κουζίνα όπου ήταν στρωμένο το τραπέζι…
”Ωραίο το σπιτάκι σου ανηψιά και τόχεις περιποιημένο” της είπε…
Η αλήθεια ήταν πως όποτε έμπαινε σ’εκείνον το σπίτι τον έπιανε η καρδιά του…
Η κυρα Κούλα που τόχε στην κατοχή τόχε δώσει για έναν τενεκέ λάδι και για δυο σακιά αλεύρι για να σώσει την κόρη της και τον είχε καταραστεί βαριά, όμως εκείνος δεν πολυπίστευε σε αυτά…
Ο θείος ήταν καλοφαγάς και το καλομαγειρεμένο φαγητό της ανηψιάς του άρεσε πολύ…
Μασούσε μάλλον γρήγορα και το τσιγγελωτό μουστάκι του βουτούσε μέσα στο λάδι καθώς καταβρόχθιζε μεγάλες μπουκιές φαγητού…
Μόλις απόφαγαν η κυρία Σούλα έφερε φρούτα και γλυκό κρασί κι έπειτα δίπλες από εκείνες που είχε φέρει ο θείος…
Εκείνος ήταν μερακλής σε όλα του…έβγαλε τη χρυσή ταμπακιέρα και κέρασε και τον Λάμπρο εγγλέζικα τσιγάρα που τ’ άναψε με έναν ακριβό αναπτήρα…
Ο καπνός ανέβαινε ψηλά κι έπνιγε τη φτηνή λάμπα καθώς ο θείος κάπνιζε με δυνατές ρουφιξιές..
”Άκου Σούλα…εγώ δεν είμαι πολύ καλά…ίσως να μη ζήσω για πολύ…μου έχουν βρει μια δύσκολη αρρώστια….σου έχω φέρει εδώ είκοσι λίρες για τα παιδιά πιο πολύ….εγώ σήμερα είμαι κι αύριο δεν είμαι”… της είπε και εκείνη κοκάλωσε…
”Τι λες θείε ”είπε…”τι πράγματα είναι αυτά” ξεφώνησε κι άρχισε να μιλάει και να μυξοκλαίει…
Τα παιδιά είχαν μισοκοιμηθεί και η ώρα πλησίαζε έντεκα…
Οι μεγάλοι συνέχιζαν να μιλάνε όταν άρχισαν να ακούγονται για μια ακόμα φορά οι γνωστοί περίεργοι ήχοι του σπιτιού,αυτή τη φορά πιο δυνατοί από ποτέ…
Ο θείος Άκης αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό, όμως δεν ήξεραν τι να απαντήσουν…
”Λένε πως το σπίτι είναι καταραμένο θείε από αυτούς που το είχαν πριν… όμως δεν ξέρουμε τι είναι αυτό τελικά” είπε ο Λάμπρος…
Ο θείος Άκης θορυβήθηκε….
Ζήτησε από τη Σούλα το παλτό και το καπέλο του…
Δεν μπορούσε να ανεχτεί να του χαλάσει η διάθεση και να του έρθουν στη μνήμη παλιές ιστορίες…
Ντύθηκε γρήγορα και χαιρέτησε…
Η Σούλα τον ασπάστηκε και ο Λάμπρος του έσφιξε το χέρι…
Τον έχασαν στο σκοτάδι….και δεν τον ξαναείδαν ποτέ…
Την άλλη μέρα έμαθαν πως ο θείος είχε βρεθεί νεκρός τριακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι…
Δεν υπήρχαν ίχνη εγκληματικής ενέργειας…ίσως ήταν η αρρώστεια του…ίσως ποιός ξέρει τι….
Η Σούλα κι ο Λάμπρος είχαν μείνει με τις είκοσι λίρες μοναχά…τους φάνηκαν λίγες…τον θείο τον υπολόγιζαν για περισσότερα… μάλλον θα τα πήραν άλλοι τα πολλά… ποτέ δεν έμαθαν…
ΝΙΚΟΣ ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Προτεινόμενη υπόκρουση αν και όχι η πλέον δόκιμη…αυτό….. https://yourlisten.com/nik1964/by-nikos-nasopoulos-39#