Η ίδια της η περπατησιά την κάνει να προαισθανθεί κάτι παράξενο. Βαδίζει βιαστικά κι ανόρεχτα. Σαν να επιθυμεί να φτάσει γρήγορα μα και ταυτόχρονα, σαν να μην επιθυμεί να φτάσει. Άπνοια. Ραστώνη. Το δέντρο της εισόδου δεν κουνάει φύλλο. Σαν να μην αναπνέει. Σαν να μην πέρασε κι ο ταχυδρόμος σήμερα. Ούτε ένας φάκελος στην πόρτα ξαπλωμένος. Mονάχα ίχνη λάσπης στο ήδη βρόμικο, παλαιομοδίτικο χαλάκι. Χώμα ιδρωμένο από άγνωστη προσπάθεια. Ανεβαίνοντας τις σκάλες γίνεται γνωστή.
Η παραβιασμένη πόρτα ασφαλείας ειρωνεύεται ευθαρσώς το όνομά της. Για ποιάν ασφάλεια ακριβώς τη λένε έτσι; Μήπως δεν την κλείδωσε φεύγοντας; Στο πάτωμα συρτάρια και ρούχα. Σωροί. Κουβέρτες, πουκάμισα, τσάντες, μαντήλια. Θρυμματισμένες πορσελάνες. Σ’ εκείνο το κουτί ήτανε φυλαγμένα τα μπιζού. Σιγά τα φυλαγμένα, όλα λείπουν! Τα λεφτά, ο υπολογιστής, το μικρό ραδιοφωνάκι που της κρατούσε συντροφιά σκοτώνοντας την αναθεματισμένη ησυχία.
Από την άλλη, πράγματα που έλειπαν τόσον καιρό, εμφανίζονται τώρα. Τετράγωνες μουντζούρες σε όλα τα μεγέθη ζωγραφίζουνε τον τοίχο. Εκεί κρεμότανε το κάδρο με το χελιδόνι, εδώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη βάρκα, πιο πέρα, στη γωνία, η σύνθεση με βότσαλα και άμμο και πίσω από τον καναπέ η κορνιζούλα του αποξηραμένου τριαντάφυλλου. Περιέργως πώς, το παλιό ρολόι την παρατηρεί. Άθικτο. Δεν το ξεκρέμασαν. Κι ας είχε αξία όσο όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα μαζί. Δεν ήτανε το πιο ακριβό.
Κλείνεται στο μπάνιο. Στρίβει τη βρύση στο καυτό. Μπαίνει στο ντους σαν ηρωίδα αμερικάνικης ταινίας. Κάθε πρωταγωνίστρια το κάνει. Ύστερα από βιασμό, καβγά, ταραχή σε δρόμο, ατύχημα ή απλώς απλή αγωνία. Η δική της αγωνία δείχνει να εξατμίζεται. Δάκρυσαν τα λουλουδένια πλακάκια. Υδρατμοί. Αφροί αγωνίζονται να δραπετεύσουν από τη μπανιέρα. Παλίρροια σαπουνάδας. Ανακουφίζεται. Καμία απώλεια. Ομίχλη που μοσχομυρίζει «εσπεριδοειδή» της σφαλίζει τα μάτια. Ο ύπνος κάνει την απαγωγή, προσεχτικά. Όχι άγαρμπα, μα χρησιμοποιώντας βία. Θα την κρατήσει δέσμια, δική του. Όλη νύχτα σε κατασκότεινο βασίλειο.
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, παρόμοια ώρα με τη χθεσινή, η ίδια της η περπατησιά θα την κάνει πάλι να προαισθανθεί κάτι παράξενο. Θα βαδίζει και πάλι βιαστικά. Και πάλι ανόρεχτα. Θα επιθυμεί όμως να φτάσει. Θα βιάζεται. Αέρας θα φυσά δαιμονισμένα και θα της ψιθυρίζει πως κάτι κακό έχει συμβεί. Κουφόβραση. Θα έχει από το βράδυ γυρίσει ο καιρός σε νοτιά. Οι σελίδες των εφημερίδων θα χτυπιούνται με μανία στο απέναντι περίπτερο και τα οπισθόφυλλα θα γράφουν για οχτώ μποφόρ και θάλασσα φουρτουνιασμένη σε Δωδεκάνησα και Ανατολικές Κυκλάδες, όσο εκείνη θα τσαλαπατά ένα φάκελο που γράφει τ’ όνομά της, για να δρασκελίσει τα σκαλιά με ταχύτητα. Θα τρέχει να προλάβει.
Η κυρα-Μαρία που ανέλαβε να συνεφέρει το σπίτι απ’ την κλοπή, δε γνωρίζει κάθε της ιδιαιτερότητα. Δε γνωρίζει τη μανία της να παραμένουν τα αντικείμενα στις ίδιες θέσεις ακριβώς. Δε γνωρίζει πως την ενοχλούν οι ξένες δαχτυλιές στα ασημένια τασάκια και οι θαμπάδα στα ποτήρια του κρασιού. Δεν ξέρει πως οι γλάστρες οφείλουν να στέκουν σε απόλυτη ευθεία, αλλά τα κάδρα οφείλουν να είναι στραβά. Αγνοεί πως τα μαχαιροπίρουνα τα προτιμά μέσα στο ψυγείο, στο συρτάρι των αυγών, αλλά τα φρούτα τα θέλει σε ντουλάπες. Πως τα ρούχα δεν τα θέλει σε κρεμάστρες, αλλά κάτω από το κρεβάτι, διπλωμένα τακτικά. Πως όλα τα πιάτα τοποθετούνται σε μία στοίβα από τον πάγκο ως το ταβάνι, ξεκινώντας από το πιο πλατύ έως το μικρότερο, του ελληνικού καφέ. Το μόνο εναπομείναν από ολόκληρο σερβίτσιο. Τα άλλα έσπασαν.
Η έμπιστή της κυρα-Λένη τα γνωρίζει αυτά, καλά. Όμως δεν μπόρεσε να έρθει η ίδια κι έστειλε την ξαδέρφη της. Δυνατή στη δουλειά κι εμπιστοσύνης. Μα η πουτάνα η εμπιστοσύνη χαριεντίζεται λιγότερο μ’ αυτόν που την προσφέρει και περισσότερο μ’ αυτόν που θα την λάβει. Γι’ αυτό είναι πουτάνα. Επειδή το πρωί, φεύγοντας βιαστική για το γραφείο, ούτε που το ανέφερε. Δεν είναι ακριβώς ιδιοτροπία αλλά, να, δεν θέλει κανείς να ασχολείται με τον καθρέφτη του μπάνιου. Ας καθάριζε καλά τη λεκάνη και ας έριχνε φάρμακο μέσα, πολύ, αλλά τον καθρέφτη να μην τον ακουμπούσε. Τής το είπε; Όχι. Γι’ αυτό τώρα που κλείστηκε στο μπάνιο κι έστριψε τη βρύση στο καυτό, οι υδρατμοί την ενημέρωσαν νοτίζοντάς την, για ληστεία.
Ο καθρέφτης τρίφτηκε με AZAX και χαρτί κουζίνας. Εξαφανίστηκε κάθε σημάδι. «Είσαι υπέροχη όταν κοιμάσαι». Γραμμένο από το δεύτερο αριστερό του δάχτυλο. Κάθε πρωινό τον διάβαζε. Κάθε πρωινό της μιλούσε, παρόλο που πέρασε καιρός από το τελευταίο, που έφαγαν μαζί φρυγανιές και μαρμελάδα νεράντζι, προμήνυμα πικρίας, που ήπιαν καφέ γαλλικό, αρκετά δυνατό, αφού ενώ συνήθως εκείνος τον ήθελε σκέτο, έσταξε λίγο γάλα στο φλυτζάνι, από τη χάρτινη συσκευασία που είναι ακόμη κρατημένη κάτω από το νεροχύτη και που επίσης φοβάται μήπως η κυρα-Μαρία πέταξε. Όχι. Ευτυχώς. Παραμένει. Μετρητής. Κλεψύδρα. Που πάνε κι έρχονται μέσα της τα χρόνια, σε απόλυτη ακρίβεια. Που κυλούν ακριβέστατα οι μήνες, οι μέρες, από τότε. Ένα τότε που αναφέρεται καθαρά, με μαύρα γράμματα και αριθμούς, επάνω δεξιά από την αγελάδα, ως ακριβή ημερομηνία λήξεως.
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου