Όταν έγινα Ετών Μηδέν
μετακόμισα στον παράδεισο.
Διέσχισα σαν σπαθί τον έρωτα
και μπήκα στο νέο μου σπίτι.
Σ’ αυτό που κατοικούσαν κάποτε
οι ηλιοβαμμένοι·
οι άκοποι απ’ τον θεό.
Έσπασα αμέσως τους καθρέφτες
και χώρεσα στα τζάμια τους
όλους μου τους ξένους·
τους σωσίες που σφήνωσαν στο δέρμα μου.
Αργά τη νύχτα
περνώντας από τον λειμώνα
με τους άγριους κρίνους
και τις ματωμένες παπαρούνες
έφθασα με καθυστέρηση
στο απόδειπνο των αγίων.
Τους εξήγησα
πως το ρολόι των ηττημένων
δε δείχνει ποτέ την ώρα ακριβώς.
Κανείς τους δε με συγχώρεσε.
Φόρεσα τον κεραυνό
και επέστρεψα στην οικία μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη
μουντζούρωσα στις γρίλιες της
το αίμα της αγάπης·
την ταπεινωμένη μου τιμιότητα.
Είχε έρθει η στιγμή
να γίνω ο ίδιος
ο σφυγμός
του σκοτωμένου μου θανάτου.
Για να πεθάνω με ακρίβεια
όπως μου ζητήθηκε.
Άλλωστε
δεν είχα να πληρώσω το ενοίκιο
για έναν τόσο μεγάλο θάνατο.
Άψογο από κάθε άποψη.
Μπράβο, είναι υπέροχο από κάθε άποψη. Πολλά συγχαρητήρια, Ηλία!!!