Τον είχαν δει και άλλοτε. Να περιφέρεται στην αυλή του σχολείου. Πιο πίσω, στην αρχαία παλαίστρα. Που ‘χανε κάποτες, για να γυμνάζεται το σώμα και να παλιώνει, σαν παλληκάρι ‘λεγαν, με τον νου. Τον είχαν δει ξανά. Να τριγυρίζει στους κήπους της πόλης. Δίπλα και απέναντι από το σχολείο. Ζουμπούλια και κρίνα και τριαντάφυλλα. Τα κοίταγε. Ώρες. Είχε πιάσει ένα κρίνο και του μιλούσε. Σιγανώς, ιεροκρυφίως. Κανείς να μην μάθει τίποτε. Για ερωτικολάγνα μυστικώματα; Σκαρφίσματα του νου και της αγκάλης; Για σμιξίματα χειλιών; Για το μαβί, το λουλουδί και το χιονάτο στον κόρφο της;
Δεν φαινόταν για χαρούμενο παιδί. Το πένθιμο στο βλέμμα. Λιγνό παιδί. Ασθενικό. Η μάνα του του ‘φερνε γιατρικά από τη μάντισσα. Και άλλοτε από τον παπά. Να φύγει, ‘λεγαν, το κακό που γίνηκε αέρας και φώλιασε μέσα του και του πνίγει την ψυχή. Ανάσαινε βαριά. Ξεφυσούσε. Και μόλις που μπόραγε να νικήσει το κακό, να γιομίσει τα πλεμόνια αέρα. Να ζήσει. Φορές, φορές του ‘φευγε η ανάσα. Έγερνε πίσω. Μπρος. Χτυπιόταν. Εφώναζε. Δεν ήξερα που ‘χε τόση δύναμη. Τον ελυπόταν ο Θεός. Και του έδινε αλλή μία ευκαιρία. Και τούτο το σιωπηρό παιδί ήταν πάντα εκεί.
Έπιασε ένα κρίνο εκεί, έξω από το σχολείο. Και του ‘λεγε ιστορίες πολλές, θαρρείς. Άλλοτε πάλι σουλάτσαρε στην πλατεία. Και πιο πάνω, στο κυβερνείο. Και πιο κάτω, στη μικρή την εκκλησιά και στη δημόσια βιβλιοθήκη. Να του σφυράνε περιπαικτικά οι άνδρες από το καφενείο.
«Χτικιάρη!»
«Φτυματικέ!»
Έσκυβε το κεφάλι και προχωρούσε. Ίδια υποτακτικός, λες, και χαμένος στις σκέψεις. Τον είχανε ξαναδεί να περπατάει σκυφτός. Ώσπου ‘φτανε σε ένα σημείο και σήκωνε το βλέμμα και εβίγλιζε, θαρρείς, τον ουρανό. Του ‘χε και αυτός αδυναμία. Πάντα γαλάζιος στο βλέμμα του. Και λίγο πιο κάτω θωρούσε. Τ’ ασπριδερό σταυρουδάκι στην κορυφή και τα τρίγωνα από κάτω που δεν του πηγαίναν με τίποτα.
Ψάχνανε τα χαρτιά του στην υπηρεσία. Εβάλανε νοματαίους, δύο είπαν, να τον εφυλάνε. Ολημερίς και αποβραδίς. Μην είναι, ‘λεγαν, και αυτός από τους άλλους. Τους χτικιάρηδες τους βουνίσιους. Οι χωριανοί, οι φρονιμάδες που ψιλιαστήκαν το κακό, εβάλανε λόγια στη μάνα του. Να τον εκρατήσει. Να τον εδέσει και να τον έχει σιμά της. Μήτε ροβολιά έξω από την αυλή. Και τον ορμήνεψε. Μακριά, του ‘πε.
«Τι το θες το μπουνίδι με τους Θεούς. Γιατί προκαλείς τη μοίρα σου;»
Κουβέντα αυτός. Σώπαινε. Είχε μάθει καλά τη τέχνη από παιδί. Έσκυβε το κεφάλι και έφευγε. Μικροκαμωμένος, χωνόταν στους πολλούς και γινόταν καπνός. Το ήξερε ότι τον είχε ένα η μάνα του και τον αγαπούσε. Μία ματιά του ‘ριχνε και ήταν λες και το έρεβος γινόταν πιο φωτερό φως και από τον ήλιο τον ηλιάτορα. Αλλά το βλέμμα στυλωμένο εκεί. Στο ασπριδερό σταυρουδάκι και στα τρίγωνα που δεν του ταίριαζαν από κάτω. Μία από τις νυχτιές τον εβρήκαν και τον εμάζωξαν. Τον άρπαξε από τα μαλλιά και του έριξε ένα χαστούκι. Το στοιχειό από μέσα του ξύπνησε. Ο αέρας εκείνος που του ‘παιρνε την ψυχή. Γύρισε και τον κοίταξε. Άγρια θωριά. Σώμα επιβλητικό. Δύο μάτια… γαλαζόπετρα. Γαλανά. Σαν το χρώμα τ’ ουρανού. Αλλά όχι του ελληνικού. Του πιο αδηφάγου. Σε στήνουν στον τοίχο και σε γαζώνουν. Ριποβολάδες αιμοδιψείς. Κάνες οι κόχες. Λεπίδια αιμοχαρή. Δεν πρόλαβε καν να βυθιστεί στις σκέψεις. Έσκασε ένα χαστούκι ακόμα. Και η ψυχή και η ανάσα πήγαν. Και ξαναγύρισαν.
«Γιατί; Μίλα; Ποιοι άλλοι μαζί; Λέγε».
Δεν είχε να πει τίποτε. Αλήθεια. Τίποτε. Αν είχε, φοβόταν ότι θα ‘λεγε. Αλλά δεν είχε. Άνοιξε τις χούφτες του. Τις ένωσε. Οι γραμμές των χεριών, το ριζικό στο χέρι μας, λένε. Με άλλες γραμμένες. Βαλμένες εκεί. Σε τάξη. Σε ομοιόμορφη τροχιά. Και απάνου ένας μικρός σταυρός. Στη γωνία. Καλουπωμένος καλά. Να μη φεύγει. Να μην τρομάζει και να το βάνει στα πόδια. Άστραψαν οι γαλαζοπετρίτες. Στο τρίτο χαστούκι η ψυχή τρόμαξε. Τέταρτο δεν υπήρξε. Μάλλον.
Η μάνα του κλήθηκε στις 08:13 στο κυβερνείο. Για τα τυπικά, της είπαν. Στις 09:15 οι μαθητές του Λυκείου Εθνάρχη Μακαρίου του Γ’, στο κέντρο της πόλης της ερωτοσκαρώστρας και φρενοκλόπου Αφροδιτούς, μαζεύτηκαν στη μέση της αυλής. Σήκωσαν ψηλά το βλέμμα. Κάτω από το ασπριδερό σταυρουδάκι, λες κοκκαλωμένο και αυτό, σ’ ένα πανί, τη γνώρισαν από την όψη, την ίδια την Ιστορία του Ανθρώπου.