Από μικρό παιδί αγαπούσε πολύ τις κρυστάλλινες χιονόμπαλες. Του άρεσε να τις κρατάει στα χέρια, να μελετάει λίγο τη σκηνή και μετά να την κουνάει και να χαζεύει το χιόνι να καταλαγιάζει ήρεμα στον πάτο της μπάλας. Ήταν μία μαγική στιγμή, τον ταξίδευε. Οι πρώτες του μπάλες ήταν κάπως αδιάφορες με χριστουγεννιάτικα θέματα, αλλά όσο μεγάλωνε, άρχισε να τις συλλέγει με μανία. Όπου πήγαινε ταξίδι, αγόραζε και μία. Και όλοι οι φίλοι και συγγενείς ήξεραν ότι ήταν το καλύτερο δώρο και του έφεραν πίσω μπάλες από τα δικά τους ταξίδια. Ακόμα και αν εκεί που πήγαιναν μπορεί να μην είχαν δει ποτέ χιόνι. Είχε τη συλλογή του σε ένα ράφι δίπλα στο κρεβάτι του, που μετά έγινε βιβλιοθήκη. Μεγάλες, μικρές, σπάνιες, χειροποίητες ή made in China. Ο Άγιος Βασίλης δίπλα στο Άγαλμα της Ελευθερίας και λίγο πιο πέρα η πυραμίδα του Χέοπα, λουσμένη στο ψεύτικο χιόνι.
Ένα χειμώνα, γύρω στα 12 πρέπει να ήταν, σε μικρό μαγαζάκι στη Βιέννη βρήκε τον παράδεισό του. Άπειρες μπάλες, με ό,τι σκηνή μπορούσε να βάλει ο νους. Της ρουφούσε με τα μάτια και προσπαθούσε να αποφασίσει γιατί ήξερε ότι μπορούσε να πάρει μόνο μία. Και ξαφνικά, είδε μία άδεια. Η βάση της ήταν όμορφα σκαλισμένη, το χιόνι λευκό και γυαλιστερό, αλλά ήταν άδεια. Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Πόσο παράξενο. Μάλλον ήταν κάποιο λάθος. Ο ηλικιωμένος κύριος που είχε το μαγαζί τον παρατηρούσε πολύ ώρα. Τέλος του μίλησε. «Νομίζεις μάλλον ότι είναι ελαττωματική, αλλά αυτή είναι μία μαγική μπάλα. Μέσα σε αυτή μπορείς να κλείσεις όποια στιγμή θελήσεις. Και έτσι θα την κρατήσεις για πάντα. Και κάθε φορά που θα κουνάς την χιονόμπαλα, θα μπορείς να την ξαναζείς και η καρδιά σου να γεμίζει από ευτυχία».
Δεν είναι σίγουρος αν τον πίστεψε ή όχι, αλλά μόνο και μόνο με την ιδέα, αγόρασε αυτή την παράξενη μπάλα. Την έβαλε χωριστά από τις υπόλοιπες στο δωμάτιό του. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, όσο πιο πολύ την κοιτούσε, τόσο περισσότερο πίστευε στη μαγική της δύναμη. Και όσο μεγάλωνε αναρωτιόταν ποιά θα είναι αυτή η στιγμή, αυτή η τόσο μοναδική στιγμή. Θα την καταλάβει; Ή θα την αφήσει να περάσει και θα τη χάσει για πάντα;
Όλη του η ζωή πια περνούσε μέσα από το κριτήριο της μπάλας. Οι βραδιές και τα ξενύχτια με τους φίλους, οι βόλτες με την πρώτη του κοπέλα. Η πρώτη του φορά. Η μέρα που η ομάδα του πήρε το πρωτάθλημα. Αλλά καμία στιγμή δεν επαρκούσε. Μεγάλωνε και αναρωτιόταν πόσο πια θα χρειαστεί να μεγαλώσει για να ζήσει εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή που θα της αξίζει η αιωνιότητα.
Και η στιγμή ήρθε. Εντελώς αναπάντεχα. Την κρατούσε αγκαλιά, ήταν καλοκαίρι, της χάιδευε τον γυμνό ώμο τρυφερά, αλλά και λίγο μηχανικά, και το φως έκανε σχήματα στα σεντόνια. Καμία έννοια, κανένα άγχος, κανένας άλλος στον κόσμο. Ευτυχία. Παράδεισος. Αυτή η στιγμή άξιζε μια τέτοια τύχη. Και έτσι βρέθηκε κλεισμένη στην κρυστάλλινη χιονόμπαλα.
Στην αρχή, η στιγμή μέσα στη χιονόμπαλα ήταν ένα παιχνίδι. Γελώντας την έδειχνε στην αγαπημένη του. Αλλά σιγά σιγά κατάλαβε τη δύναμή της. Όταν τα πράγματα γίνονταν δύσκολα, όταν έχανε το κουράγιο του, την αισιοδοξία του, επέστρεφε σε αυτή. Αρκούσε να κουνήσει λίγο τη χιονόμπαλα, να χαθεί στην αργή κίνηση των νιφάδων και να νιώσει ευτυχισμένος.
Όμως η ζωή επιφυλάσσει πολλές δύσκολες στιγμές, απογοητεύσεις και απώλειες και εκείνος όλο και πιο συχνά αναζητούσε την παρηγοριά της μπάλας. Όλο και πιο συχνά το έσκαγε από την πραγματικότητα και εύρισκε καταφύγιο σε εκείνο το μαγικό καλοκαιρινό πρωινό. Λουσμένο στο φως και στην μαγεία, πώς μπορούσε η πραγματική ζωή να το συναγωνιστεί;
Και εκείνος όλο και χανόταν. Και η ζωή όλο και συνεχιζόταν. Η γυναίκα της στιγμής του έγινε η γυναίκα της ζωής του. Έφτιαξαν σπίτι, έκαναν παιδιά. Κάποια στιγμή κουράστηκε να ανταγωνίζεται τον εαυτό της μέσα στην μπάλα και τον άφησε. Εκείνος πόνεσε για λίγο, αλλά μόλις στράφηκε στην μπάλα του, ο πόνος του μαλάκωσε.
Μία μέρα, γέρος πια, για άλλη μια φορά, όπως έκανε πολλές φορές την ημέρα, κούνησε την μπάλα και την άφησε στο τραπέζι για να κοιτάζει το χιόνι να πέφτει. Έξω ήταν καλοκαίρι. Το φώς έπαιζε παιχνίδια στο πάτωμα, αλλά εκείνος δεν τα πρόσεχε. Και ξαφνικά, μία άλλη μπάλα, πορτοκαλί, του μπάσκετ προσγειώθηκε με φόρα πάνω στο τραπέζι, έριξε την χιονόμπαλα στο πάτωμα και την έκανε χίλια κομμάτια. Ένα αγοράκι γύρω στα 4, λουσμένο στο καλοκαιρινό φως τού χάιδεψε το χέρι και του χαμογέλασε ένοχα. «Συγγνώμη, παππού. Αλλά τώρα έλα να παίξουμε».
Χριστίνα Κατσιαδάκη
Ωραίο! Καλή Επιτυχία!