Το οδόστρωμα της λεωφόρου γυάλιζε σαν καθρέφτης. Καθρέφτης θρυμματισμένος από τις πυκνές στάλες που έπεφταν χωρίς σταματημό. Οι υγρές πατούσες ήχησαν ρυθμικά εκείνη την προχωρημένη ώρα. Πέρασαν μπροστά από το Rex, που έμοιαζε με σκοτεινή χοάνη, τώρα που οι λιγοστοί θεατές είχαν πέσει προ πολλού για ύπνο. Προχώρησαν δίπλα από τις βιτρίνες, σκιερές πια, και το κινούμενο κορμί χωνεύτηκε στη νύχτα.
Τα πόδια έπεσαν σε μια λακκούβα, δεν είχαν υπολογίσει το βάθος της. Παπούτσια και παντελόνι έγιναν μούσκεμα. Μια ριπή αέρα θόλωσε προς στιγμήν το σεληνόφωτο μες στη λιμνούλα και τα πόδια κοντοστάθηκαν.
Εκείνη τη βροχερή νύχτα περπατούσαν μαζί με τα τακούνια της Ευρυδίκης για τελευταία φορά. Για πότε είχαν πρωτοκοιταχτεί, για πότε είχαν αγκαλιαστεί και χωριστεί; Θυμήθηκε τη γλυκερή ανάσα της στο στόμα του και το παγερό της λευκό δέρμα στη ζεστή του παλάμη. Είδε το κυματιστό είδωλό της στη λακκούβα. Αυτό ήταν όλο.
Το κορμί ταλαντεύτηκε κρύβοντας προς στιγμή το αντιφέγγισμα. Βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε, το κορμί ίσιωσε και το βλέμμα ατένισε το μήκος της λεωφόρου.
Κάπου στο βάθος μια αντανάκλαση φωτός έκοβε το πεζοδρόμιο. Αναπάντεχο τέτοιαν ώρα. Όλα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, οι φανοστάτες σβηστοί. Τα βήματα σφυροκόπησαν τον βρεγμένο τάπητα και πάλι. Πιο αβέβαια όσο πλησίαζαν την κηλίδα φωτός. Αν ήταν κανένα μπαρ, θα έμπαινε; Το χέρι του έψαξε τη δεξιά τσέπη του μπουφάν, κερματάκια λίγα, πενήντα λεπτά υπολόγισε, στην αριστερή, μια από τα ίδια. Τώρα πιο αργά. Οι εσωτερικές τσέπες άδειες, το ήξερε. Ναι, θα έμπαινε και θα ζήταγε ένα νερό, εμφιαλωμένο έστω. Να μάθει τι έκρυβε η πόρτα που είχε αποφασίσει να φωτίσει το πεζοδρόμιο, τέτοιαν ώρα, σε πείσμα του σκοταδιού.
Το κεφάλι βρεγμένο και τα πόδια του λασπωμένα. Κι αν τον έδιωχναν με τις κλοτσιές; Σκέφτηκε.
Σταμάτησε. Σάμπως θα έχανε τίποτα; Θα συνέχιζε τον περίπατο όπως τον είχε αρχίσει εκείνη τη νύχτα, όπως και πολλές νύχτες πριν από εκείνην, τη βροχερή. Βημάτισε στο φως και το φεγγάρι έσβησε.
Η σκιά του τεμάχισε το ξέφωτο της πόρτας και χωνεύτηκε μέσα σ’ αυτήν. Οι πατημασιές του αντήχησαν στο στεγνό δάπεδο, στους τοίχους και στο ταβάνι. Ξεπρόβαλε η γυναίκα, μεσόκοπη και μεγαλόσωμη. Φορούσε πράσινο φουρό, τα μαλλιά της έβγαζαν φωτιά και τα μάτια της έμοιαζαν να λείπουν απ’ τις κόγχες τους. Ζήτημα αν τον κοίταξαν, η γυναίκα δεν έκανε βήμα πίσω. Της είπε: Διψάω.
Του έδειξε τα ράφια με τα ποτά.
Με μια ματιά ένα γύρο επιβεβαίωσε ότι τα τραπέζια ήταν άδεια. Σαν να τον περίμενε. Για να σταματήσει κάθε δεύτερη σκέψη, της παρήγγειλε ένα ποτήρι νερό. Εμφιαλωμένο, πρόσθεσε. Μόνο της βρύσης είχε. Ας ήταν. Του πρότεινε ένα ποτηράκι ρακί, για να ζεσταθεί. Πώς ήξερε ότι κρύωνε στην καρδιά; Δεν της απάντησε. Του έγνεψε να πιάσει το μπουκάλι με το κόκκινο βούλωμα, εκείνο στο πρώτο ράφι. Άσπρο πάτο. Μια φλόγα άναψε μέσα του. Προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το βλέμμα της. Γι’ απάντηση, έλαβε μια ριπή, κάτι ανάμεσα σε γέλιο και ουρλιαχτό. Το βλέμμα του αγκιστρώθηκε στο πράσινο φουρό και μετά χαμήλωσε στα παπούτσια. Θυμήθηκε το είδωλο που έτρεμε στη λακκούβα. Έσπευσε προς την εξώπορτα. Πάτησε στο βρεγμένο οδόστρωμα, ένιωσε φλόγωση στην πλάτη και υγρή ανακούφιση στο στήθος.
Ήχος από τις σειρήνες των πυροσβεστικών. Ξύπνησε, βρεγμένος από τον ιδρώτα του. Το γκρίζο φως μιας δειλής χαραυγής τρεμοπαίζει ανάμεσα στις κουρτίνες. Έτρεξε στο παράθυρο που βλέπει από τον πέμπτο τη λεωφόρο. Η βροχή που είχε πνίξει τον τόπο τόσες μέρες, έχει σταματήσει. Κανένα υπόγειο θα πλημμύρισε, σκέφτηκε.
Έσκυψε και είδε στη κατηφόρα, φλόγες που έβγαιναν από το κατεστραμμένο ισόγειο. Έκλεισε το παράθυρο αθόρυβα, μην μπει καπνός. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να ξεδιψάσει. Περνώντας, σταμάτησε μια στιγμή να χαϊδέψει το πράσινο φουρό, που κειτόταν στην άσπρη πολυθρόνα και έριξε μια ματιά στο ασάλευτο μαρμάρινο κορμί. Ήπιε μισό λίτρο νερό. Άσπρο πάτο! Ξάπλωσε δίπλα στο άγαλμα. Κοιμήθηκε μια ώρα ακόμη, πριν φωτίσει ο ήλιος για τα καλά.
Εκτός από το πρόωρο ξύπνημα, μια ακόμα συνηθισμένη μέρα θα ξεκινούσε γι’ αυτόν.
Μαρίζ Μαρκοπούλου
Γραφή λεπτοδουλεμένη, εικόνες ζωντανές. Κομψοτέχνημα.
πολύ ατμοσφαιρικό και ιδιαίτερο.
Πολύ ιδιαίτερο κείμενο, εξαιρετικό θραύσμα μέρας, είτε πρόκειται για ονείρεμα είτε για πραγματικό. Αν κ φέτα ζωής έχει τη δύναμη να περιγράψει τον κόσμο αυτού του ανθρώπου, να δώςει στοιχεία για τον τον ίδιο αλλά κ τον φαντασιακό κόσμο στον οποίο ζει προτού το ξυπνημα τον επαναφέρει στην υποτιμημένη του φευγαλαία πραγματικότητα.
Ένα παιχνίδι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Πολύ καλό!!!
Ένα ποίημα. Πολλά μπράβο!!!
Πολύ καλογραμμένο κείμενο, το οποίο διαθέτει δύναμη λόγου και ισχυρή εικονοποιία. Δίνει την εντύπωση μιας στιγμής…
Εξαιρετικό, σαν το λυρικό αποτύπωμα μιας εικόνας.
Ποιητικότατο!
Υπέροχο. Συγχαρητήρια!