Στον ανεμόμυλό μου κατοικεί ένας ποιητής κι ένας παλιάτσος και ζουν μια ζωή σχεδόν αρμονική. Ο ποιητής φωλιάζει στο ακριανό σημείο των φτερών του ανεμόμυλου για να συνομιλεί με τα σύννεφα και να ταΐζει το φεγγάρι μέχρι να γίνει ολοστρόγγυλο. Ο παλιάτσος κουρνιάζει κάτω-κάτω στη ρίζα του ανεμόμυλου, για να είναι κοντά στην πόρτα της εξόδου, ώστε να μπορεί εύκολα να βγαίνει έξω και να εξασκεί τ’ ακροβατικά του. Αιώνιος δραπέτης ο πρώτος, έτοιμος για ισόβια δραπέτευση ο δεύτερος.
Ο ποιητής ξυπνά λίγο πριν βραδιάσει και κοιμάται λίγο πριν ξημερώσει. Ο κόσμος των ονείρων είναι ο φυσικός του κόσμος. Ο παλιάτσος ξυπνά αξημέρωτα, όπως ξυπνούν οι απλοί άνθρωποι οι μεροκαματιάρηδες για να πάνε στη δουλειά τους. Και κοιμάται πάλι νωρίς αποκαμωμένος από τα βάρη μην έχοντας κουράγιο συχνά ούτε να ονειρευτεί. Επειδή αυτό το ξέρει ο ποιητής, πάει και του συλλαβίζει στο αυτί όνειρα. Και τότε τα μάτια του παλιάτσου κάνουν ακροβατικά κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα. Και μαγικά, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, το τρύπιο καπέλο του ποιητή αρχίζει να στροβιλίζεται και αυτός να ξεκαρδίζεται.
Υπάρχουν όμως και μαγικές στιγμές που είναι και οι δυο ξύπνιοι. Άλλοτε παίζουν κρυφτό με τον άνεμο κι άλλοτε κυνηγητό με τις πεταλούδες. Οι άνθρωποι που τους βλέπουν, κάποιες φορές παρασύρονται κι αρχίζουν κι αυτοί το παιχνίδι. Και κάποιες άλλες φορές τούς κοροϊδεύουν και φεύγουν μακριά, για να μην κολλήσουν την παράξενη αρρώστια τους. Δεν αντέχουν βλέπεις τον εαυτό τους ασθενή. Χωρίς σθένος δηλαδή.
Εκείνοι τότε, μπαίνουν μέσα στον ανεμόμυλο κι ετοιμάζουν τη μυστική τους συνταγή. Ποτέ κανείς δεν ξέρει τι μαγειρεύει ένας ποιητής κι ένας παλιάτσος στη μαγική τους κουζίνα. Οι μυρωδιές όμως που ξεχύνονται από τα μικροσκοπικά παραθυράκια, κάνουν όλα τα πλάσματα της φύσης να τρελαίνονται. Κι έτσι τρελαμένα βλέπεις τ’ αρνάκια να πετούν από κλαδί σε κλαδί και τα πουλιά να κάνουν μακροβούτια στα σιντριβάνια. Τις μύγες να κάνουν μπράντεφερ με τους ελέφαντες και να νικούν, και τις πασχαλίτσες να παίζουν σκάκι με τα ψάρια, βγάζοντας πολύχρωμες μπουρμπουλήθρες με άρωμα μοσχοκάρυδου.
Κι οι άνθρωποι τι κάνουν; Αυτοί, μάτια μου, δεν παίζονται με τίποτα. Κοιτάνε άσκοπα τον ουρανό και κάνουνε καντάδα στ’ αστέρια. Άλλοτε ξεκαρδίζονται στα γέλια χωρίς κανένα αστείο να έχει ακουστεί. Συχνά χορεύουν με ανύπαρκτες μουσικές και να δεις που πετυχαίνουν μια απίστευτη αρμονία. Στο τέλος, αγκαλιάζονται με τα μάτια κλειστά και στο τσακίρ το κέφι λένε πως αγαπάνε ο ένας τον άλλον.
Για σκέψου τι μπορεί να κάνει ένας παλιάτσος με έναν ποιητή!
Μίνα Ιωαννίδου
Όμορφη αλληγορία, μου άρεσε πολύ!
Θαυμάσιο το “παιχνίδι” ανάμεσα στον ποιητή και τον παλιάτσο. Συγχαρητήρια!
Αλληγορικό και εύστοχο. Μπράβο!
Υπέροχο, ξεχωριστή αλληγορία.
Θαυμάσιο, πολλά μπράβο!!!
Έξυπνο και πρωτότυπο. Μπράβο!
Όμορφη αφήγηση, δυνατός λόγος.
Ωραία αλληγορία