Άπλωσε το καλοκαίρι τα δίχτυα του να σβήσει τα ίχνη του περασμένου. Εκείνου που πένθησε τις προγενέστερες εποχές του χρόνου ονειροβατώντας στο κύμα της ανάμνησής τους.
Ο έρωτάς τους γεννήθηκε στο φθινοπωρινό τοπίο των πεσμένων φύλλων, περπάτησε στις παγωμένες λεωφόρους του χειμώνα, έφτιαξε το στεφάνι του στις ανθισμένες γειτονιές της άνοιξης και ξεψύχησε άδοξα στο κατώφλι της καλοκαιρινής σκόλης. Τι έφταιξε; Δεν μπορεί να το ξέρει! Τίποτα.
Οι αναμνήσεις την κατατρώνε μέχρι σήμερα, δεν θέλει να θυμάται. Το περσινό καλοκαίρι σήμανε το τέλος των ονείρων της. Μια δίνη την κυρίευσε, μια λέξη συμπίεσε τα τοιχώματα του κρανίου της, έτοιμο να εκραγεί: «Αντίο». Ούτε λέξη παραπάνω, ένα ξερό χαρτάκι καρφιτσωμένο στον πίνακα σημειωμάτων. Πώς μπόρεσε; Πώς τόλμησε να αψηφήσει τόσα λόγια αγάπης; Ίσως γιατί ήταν λόγια, όχι πράξεις.
Μας βαρέθηκε ο χρόνος, να σιγοντάρει τις παραξενιές μας, να μας κάνει τα χατίρια μη περιμένοντας τίποτα από μας, να παντρεύεται όποια εποχή ή μήνα θέλουμε εμείς για να είμαστε ευτυχισμένοι. Όχι, δεν θα πορευτεί πλέον σύμφωνα με τις απαιτήσεις μας, θα θολώσει τα νερά, θα παρουσιάζεται σαν Δεκέμβριος ενώ θα είναι Μάρτης. Θα μας ξεγελάει για να τον αφήσουμε ήσυχο και να μην τα βάζουμε μαζί του. Δεν φταίει αυτός αν ο έρωτάς τους σκόνταψε επίτηδες στο μήνα Ιούνιο μη καταδεχόμενος να περάσει την πόρτα του καλοκαιριού.
Δεν τελειώνουν έτσι ξαφνικά οι σχέσεις, κάτι άλλο έχει συμβεί, ακατάληπτο αν και πασιφανές. Η δουλειά του φταίει, αν είπε την αλήθεια. Ένας περιφερόμενος πλασιέ, ένας πωλητής διαφόρων ποικιλιών καφέ και των ειδικών μηχανημάτων παρασκευής του για ευρεία κατανάλωση, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πλάνητας, ανέστιος, σαν φύλλο που πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος, δύο μήνες στο ένα μέρος, τρεις στο άλλο, πώς μπόρεσε να τον εμπιστευτεί;
Εμφανίζεται η ζωή μεγαλόπρεπα ντυμένη με το ασημένιο φόρεμά της έτοιμη να απλώσει τις φτερούγες της στους μύχιους πόθους μας, -τα όνειρά μας- να τα σηκώσει στα ασημόγκριζα φτερά της, να ξηλώσει το φόρεμά της για να επιμηκύνει πάνω στο νήμα του την παρουσία τους στη ζωή μας, ακόμα και να σπάσει τα φτερά της, να γκρεμοτσακιστεί στον αδιαπέραστο τοίχο του μυαλού μας για να μην απλώσει το χέρι του ο χρόνος και πέσει πάνω μας η βαριά σκιά του που θα μας υπενθυμίσει τη νομοτέλεια των πραγμάτων, πως ό,τι γεννιέται πεθαίνει, η ευτυχία δεν κρατάει για πάντα και για μη νοιώσουμε την καυτή ανάσα του όταν εκχωρήσει για λίγο το βασίλειο του στις τύψεις, τις ενοχές ότι για όλα φταίμε εμείς, η ευπιστία μας, η ονειροπόλα φύση μας, η αδιάσειστη και αδιάψευστη ανάγκη μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Ένας άντρας δεν είναι ποτέ δικός σου αν δεν τον προορίσουν οι μοίρες -ανώτερες από το χρόνο- καθισμένες στο στεφάνι του χρόνου -το γύρο της γης- σαν μέλισσες που ρουφούν το νέκταρ του για να τον αναγκάσουν να τους παραδώσει όλα τα μυστικά του, τα παιχνίδια του, τα παλιά και τα καινούργια, πριν τη γέννηση του κόσμου ως αεί παρόν και τα κατοπινά.
Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι απλώθηκε στο μυαλό της ικανό να σβήσει τις αναμνήσεις, να την κρατήσει στην αγκαλιά του σαν μνήμη τωρινή και αυριανή που θα φωτίσει το σκοτάδι της ψυχής της που αμαυρώθηκε από το χρόνο-παρελθόν όταν τής πέταξε κατάμουτρα τις αναμνήσεις της ζητώντας της δεσποτικά υποταγή.
Ψέλλισε δύο-τρεις κουβέντες αποχαιρετισμού στη θεία της που την φιλοξενούσε στο νησί και έφυγε για το ταξίδι της επιστροφής. Το μελτέμι ανέμισε τα πυρόξανθα μαλλιά της, χαστούκισε απαλά το πρόσωπό της, της ψυθίρισε άγνωστες μουσικές νανουρίζοντάς την στο κατάστρωμα του πλοίου. Η μαγεία του ταξιδιού τη νύχτα, ο μπλε ουρανός, τα βαθυγάλανα νερά, ο ορίζοντας στο βάθος που δεν βλέπεις, η ησυχία, όλα μαρτυρούσαν πως ο χρόνος -τουλάχιστον γι’ απόψε- είχε χαθεί, πως η θάλασσα τον έκρυψε στα βάθη της μαζί με τα ανίερα μυστικά του και θα τον κρατήσει εκεί μέχρι το πρωί που σκούζοντας, σερνάμενος σαν φίδι, θ’ ανοίξει τις πύλες της αβύσσου και θα βγει στο φως.
Άνοιξε το φως του δωματίου. Όλα ήταν όπως τα άφησε, τα χαρτιά της, τα βιβλία της, το σπίτι. Γι’ αυτήν το καλοκαίρι τέλειωσε με την επιστροφή της. Ώρα για δουλειά, αυτοσυγκέντρωση, περισυλλογή. Το σώμα της από την κούραση, την αϋπνία του ταξιδιού, δεν υπάκουσε στην αυστηρή πνευματική δίαιτα που διέταξε το μυαλό της, έγειρε να κοιμηθεί στο προσκεφάλι του καναπέ. Το έντονο κουδούνισμα του τηλεφώνου την πέταξε απότομα όρθια, δεν πρόλαβε να μιλήσει κι ο τηλεφωνητής κατέγραψε το μήνυμα: «αγάπη μου έρχομαι μεθαύριο, να με περιμένεις. Σου ζητώ συγνώμη».
Όλα γύρω της μεταμορφώθηκαν, είδε τα έπιπλα να στροβιλίζονται στον αέρα, οι κουρτίνες να κυματίζουν στο ταβάνι, τα βιβλία της να χορεύουν στη βιβλιοθήκη, το πάτωμα να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της, το καλοκαίρι να μεγαλώνει, να καταπίνει στη νικηφόρα πορεία του τα σύννεφα, τα πουλιά, τις εποχές και να αυτοανακηρύσσεται βασιλιάς του κόσμου, εγγυητής της νηνεμίας, της εσωτερικής γαλήνης, της καλής, ευοίωνης έκβασης των πραγμάτων -όπως άλλωστε φανερώνει και το όνομά του- με ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του χρόνου.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΤΣΑΝΔΡΙΑ