Είναι ακόμη όμορφη… μια ηλικιωμένη γυναίκα πια που όμως ο χρόνος της φέρθηκε με επιείκεια. Είναι απόγευμα. Πάει λίγη ώρα που έφυγαν παιδιά κι εγγόνια από το οικογενειακό τραπέζι λόγω των γενεθλίων της. Η Ζωή έχει φτιάξει τον αγαπημένο της καφέ, συνήθεια χρόνων που δεν αποχωρίζεται παρ’ όλες τις κατσάδες των παιδιών, και με τα ακόμη πιο αγαπημένα της τσιγάρα-κρυφή αμαρτία πια -αλίμονο αν το γνώριζαν κι αυτό- βγήκε στη βεράντα. Το όνομά της δεν είναι απλά ένα όνομα, αλλά η ίδια η υπόστασή της. Λατρεύει τη ζωή και ανέκαθεν ζούσε κάθε της στιγμή στο μάξιμουμ. Βέβαια δεν έζησε όλα όσα λαχτάρησε, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Μετά από ένα εξονυχιστικό έλεγχο στα φυτά της, επίσης συνήθεια χρόνων, κάθεται στο αγαπημένο ξύλινο παγκάκι που από μόνο του της φέρνει τόσες θύμησες. Ο ουρανός στα μαβιά του σήμερα από το πρωί, μα δε λέει ακόμη να ξεσπάσει τον όποιο θυμό του. Η Ζωή ανυπομονεί… από παιδί λατρεύει τη βροχή και την όμορφη μελαγχολία της. Ειδικά εκείνο το καλοκαίρι… το καλοκαίρι που μετά από ένα χειμώνα κατάθλιψης βάζοντας τέλος σε ένα γάμο που κάθε άλλο παρά έτσι τον φαντάστηκε, γνώρισε αναπάντεχα τον Τσετίν που αρχικά της συστήθηκε ως Σπύρος. Θεέ… και μόνο το όνομά του ακόμη ρίγη της προκαλεί. Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν ήταν από αυτά που έβρεχε πολύ. Ο Τσετίν ήταν απλά κάποιος που πήρε λάθος αριθμό στο τηλέφωνο κι έτσι άρχισε η ιστορία τους.
Αυτός μαγεύτηκε από την γλυκιά χροιά της φωνής της και άρχισε μια πολιορκία βάλσαμο στην πληγωμένη της ψυχή, αν και η ίδια αρχικά το πήρε ως αστείο. Δεν συνειδητοποίησε πως της χτυπούσε ο έρωτας ξανά την πόρτα παρά μόνο όταν ήταν αργά. Ήταν τόσο διψασμένη που κάθε λέξη του ρουφούσε, κάθε στιγμή δινόταν μην κρατώντας τίποτα. Έτσι ήταν η Ζωή. Παθιάζονταν και δίνονταν ολοκληρωτικά σε ανθρώπους κι ας το πλήρωνε ακριβά.
Μιλούσαν ώρες στο τηλέφωνο για τη ζωή τους και τα πάντα. Έπιασε τον εαυτό της να γελά ξανά και ανυπομονούσε για τον ήχο του τηλεφώνου. Πέρασαν μήνες πολλοί και η σχέση τους ήταν έντονη και περίεργη αφού δεν είχαν ακόμη συναντηθεί. Ζήλιες, καυγάδες αλλά και έρωτας τρελός. Σε αυτό το διάστημα της αποκάλυψε το πραγματικό όνομα και την εθνικότητά του αν και η ίδια είχε καταλάβει. Ήταν Τούρκος και διέμενε στα Ίψαλα, μια επαρχία της Αδριανούπολης, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Της αποκάλυψε το παρελθόν του στο οποίο ανήκε μια πρώην σύζυγος κι ένα μικρό παιδί, καθώς επίσης κι ένα νεανικό λάθος που τον οδήγησε στη φυλακή τρία χρόνια και στην απέλασή του από τη χώρα μας. Σε αυτό το διάστημα βέβαια είχαν ανταλλάξει και φωτογραφίες όπου απλά διαβεβαίωσαν τον έρωτά τους. Ο Τσετίν -επίσης όνομα και πράγμα όπως αποδείχτηκε μια που η ερμηνεία του ονόματός του είναι ΔΥΣΚΟΛΟΣ- ήταν 12 χρόνια μικρότερος από τη Ζωή. Τέθηκε το ζήτημα να συναντηθούν από νωρίς, μα η Ζωή το απέφευγε. Χωρισμοί οι οποίοι δεν κράτησαν, την κλόνιζαν απίστευτα. Προσπάθησε να απαγκιστρωθεί, μα δεν τα κατάφερε. Ο Τσετίν κυλούσε στο αίμα της πια.
Και η μεγάλη στιγμή ήρθε. Θα συναντιόνταν και αυτό ήταν επικίνδυνο. Ή θα ζούσε κάτι μαγικό ή θα απομυθοποιούνταν. Μα έπρεπε να γίνει. Ο Τσετίν δεν είχε χρήματα μα ούτε και η Ζωή. Ούτε καν διαβατήριο. Κι όμως… λαχταρούσε τόσο να τον δει που έκανε τα πάντα. Πούλησε τα λίγα χρυσαφικά της, έβγαλε τα χαρτιά και φορτωμένη πια με τα προσωπικά της πράγματα και δώρα για τον καλό της, μα προπαντός γεμάτη όνειρα, έβγαλε το πολυπόθητο εισιτήριο. Έφτασε μετά από ένα μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι στα σύνορα όπου θα την περίμενε. Η στιγμή που θα ζούσε δεν θα έφευγε ποτέ από το μυαλό της. Ακόμη και τώρα που την αναπολεί, η καρδιά της χτυπά κι ένα δάκρυ αυλακώνει τα μάγουλά της. Γευόμενη την αλμύρα του τον θυμάται να τρέχει και να την σηκώνει ψηλά στη αγκαλιά του. Θυμάται να τον αγγίζει κι απλά να ρωτά αν είναι αληθινός.
Έμεινε 15 μέρες μαζί του και ήταν ένα όνειρο. Έφυγε με απίστευτο πόνο για να γυρίσει πίσω στη ζωή της, μα με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούν σύντομα. Είχε χορτάσει έρωτα, αγάπη, τρυφερότητα, χαμόγελο, ανεμελιά… ό,τι της έλειπε δηλαδή. Είχε νιώσει πριγκίπισσα κοντά του και κυρίως ξανά …γυναίκα, κάτι που είχε φροντίσει ο άντρας της να την κάνει να ξεχάσει. Ο έρωτας αυτός συνεχίστηκε από απόσταση με την ίδια ένταση που μάλιστα μεγάλωνε κιόλας χωρίς να λείπουν ποτέ οι εντάσεις, όπως σε όλα τα μεγάλα πάθη.
Ξαναβρέθηκαν άλλες δυο φορές σε διάστημα 6 μηνών όπου έζησαν και πάλι το όνειρο. Βέβαια κάποια στιγμή όλα μαθεύτηκαν και η ζωή της Ζωής έγινε κόλαση. Ο σύζυγος αν και είχαν βάλει τέρμα, μην μπορώντας να αποδεχτεί όλο αυτό, έστρεψε τα παιδιά εναντίον της και οι καυγάδες ήταν φοβεροί. Κι όμως… όλα τα άντεχε και θα συνέχιζε για όσο χρειαζόταν η Ζωή αρκεί να είχε εκείνον. Είχε τις υπέροχες αναμνήσεις της να κρατιέται και την προσμονή της επόμενη συνάντησης. Δεν θα κουραζόταν ποτέ να φτιάχνει μια βαλίτσα και να τρέχει κοντά του κι ας το φοβόταν ο ίδιος. Είχε αγαπήσει ακόμη και το μέρος τόσο που το αισθανόταν δικό της κυκλοφορώντας άνετα όταν εκείνος δούλευε. Είχε νιώσει το σπίτι του σπίτι της και με χαρά ήταν η νοικοκυρά του.
Έπιασε επιτέλους βροχή… μια ίδια βροχή με αυτή που ξεδιψούσε την πλάση όταν μιλούσε με τον αγαπημένο της με τις ώρες στο τηλέφωνο. Του άρεσε κι εκείνου η βροχή… Η Ζωή ανάβει άλλο ένα τσιγάρο και στο νου της φέρνει τους δυο τους αγκαλιά κι έξω το κλάμα του ουρανού να ποτίζει τη γη. Θυμάται πως γινόταν άλλος άνθρωπος ο Τσετίν από κοντά. Θυμάται να της μιλά για κοινό μέλλον. Άλλωστε με ένα γάμο θα έσπαγε η απέλασή του άμεσα. Θυμάται πως η αστάθεια του χαρακτήρα του ωστόσο, οι αμέτρητες φορές που την πλήγωσε και τον ανέχτηκε όσο ποτέ ούτε τον πατέρα των παιδιών της, και κυρίως η υποψία που είχε πια τρυπώσει μέσα της πως την ήθελε για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να ξαναέρθει στην Ελλάδα, δεν της άφηναν περιθώρια ούτε καν να σκεφτεί το ενδεχόμενο να τον παντρευτεί. Ήρθε στο νου της ολοζώντανα η στιγμή που δεν άντεχε άλλο πόνο και μπήγοντας ένα μαχαίρι στην καρδιά της του ανακοίνωσε ένα τέλος που ο ίδιος της είχε πει πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Υπέφερε φριχτά μα η αξιοπρέπειά της, της το επέβαλλε. Ο Τσετίν την είχε δεδομένη όσο και ο σύζυγός της και εκμεταλλεύονταν την αδυναμία που του είχε.
Πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον κρύο πια καφέ της που της φάνηκε απίστευτα πικρός, θυμάται πως εκείνος δεν την άφηνε ήσυχη. Γυρνούσε πάλι ξανά… Κι ενώ η Ζωή έβρισκε δύναμη να φύγει και να μην γυρνά όσο κι αν πονούσε, όταν γυρνούσε εκείνος της ήταν αδύνατο να του κλείσει την πόρτα. Θυμάται ότι προσπάθησε αρκετές φορές να τον αντικαταστήσει αλλά μάταια… κι ένα χαμόγελο με ειρωνική καμπύλη το επιβεβαιώνει και τώρα ακόμη αυτό.
Πέρασαν χρόνια. Δεν πήρε ποτέ διαζύγιο με τον άντρα της, έζησαν μαζί με τα παιδιά τους ειρηνικά αλλά με ξεκάθαρο το ότι δεν είναι πια ζευγάρι. Σε αυτά τα χρόνια, ο Τσετίν πάντα υπήρχε στην ψυχή της -αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ- και στη ζωή της κάποιες φορές ακόμη. Τελικά δεν είχε καταφέρει να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα και ούτε είχε ξαναφτιάξει τη ζωή του. Κοιτάζοντας τον θυμωμένο ουρανό η Ζωή, ακόμη αναρωτιέται… αν την αγάπησε ποτέ στα αλήθεια. Δεν της λύθηκε ποτέ αυτή η απορία… ίσως ναι… με τον δικό του τρόπο… άλλωστε ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο να το κάνει. Αναρωτιέται επίσης γιατί την πόνεσε τόσο αυτός ο άνθρωπος, για να καταλήξει στο ότι ενδεχομένως δεν ήταν ικανός να διαχειριστεί αισθήματα και καταστάσεις, είχε βιώματα άσχημα που του άφησαν κατάλοιπα, ήταν μικρότερος, τρόμαξε ίσως από την αγάπη, είχε περίεργο χαρακτήρα και κυρίως μια άλλη νοοτροπία όντας ανατολίτης.
Αστραπές σκίζουν τον ουρανό πια. Είναι ώρα να πάει μέσα η Ζωή. Να καθίσει στην αγαπημένη της γωνιά με ένα από τα βιβλία της και να χαζεύει πια τη βροχή από τα τζάμια. Ήταν μια υπέροχη μέρα η σημερινή των γενεθλίων της. Την πέρασε με όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Ήταν μια μέρα που θα τελείωνε δύσκολα, ωστόσο από την ανασκόπηση στο παρελθόν και στη συγκεκριμένη ιστορία. Μια μέρα που θα έδινε τη σκυτάλη σε μια ακόμη πιο δύσκολη νύχτα αφού αναστατώθηκε για ακόμη μια φορά η Ζωή ξαναζώντας τον μεγάλο έρωτά της με τον Τσετίν, τον όμορφο μα δύσκολο Τούρκο και όλες τις δυσκολίες που είχε αυτός ο έρωτας τον οποίο η λογική καταδίκαζε πάντα αλλά αυτοί οι δυο, δεν την υπελόγισαν ποτέ.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια πια που είχε χάσει ξαφνικά τα ίχνη του. Άλλη μια πληγή που ποτέ δεν έκλεισε. Χάνοντας και τον άντρα της πριν λίγα χρόνια, δεν είχε να περιμένει κάτι από τη ζωή πια. Απλά καμάρωνε παιδιά και εγγόνια που δόξα τω θεώ ήταν όλα τους τακτοποιημένα μια χαρά τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Η Ζωή διατηρούσε φιλίες από χρόνια… πάντα ήταν κοινωνική και με το παραπάνω. Και κάπως έτσι και συνάμα με τα πολλά ενδιαφέροντά της, κυλούσαν οι μέρες της.
Το τραγούδι της βροχής πιο σιγανό τώρα… η Ζωή εδώ και ώρα πολλή δεν έχει γυρίσει σελίδα στο βιβλίο. Δεν κατάφερε να συγκεντρωθεί απόψε και αυτό είναι λογικό. Δε νυστάζει… θα μείνει να κάνει ένα από τα οικεία της νυχτέρια με τη βροχούλα. Θα βυθιστεί απόλυτα σε κάθε στιγμή της με τον Τσετίν και θα την ξαναζήσει όπως τότε. Ναι… αυτό θέλει απόψε… Τελικά νιώθει ευλογημένη για αυτό που έζησε και υπερήφανη με τα κότσια που είχε να κάνει αυτήν την τρέλα πραγματικότητα και να τη ρουφήξει μέχρι το μεδούλι. Έτσι βίωνε και την χαρά και τον πόνο… στην υπερβολή τους, μα καλύτερα έτσι παρά γεμάτη απωθημένα. Αυτό πρέσβευε ανέκαθεν.
Ένας ήχος τη βγάζει απότομα από την ονειροπόληση… αυτός του τηλεφώνου… και η καρδιά της χτυπά με συγκεκριμένο και γνώριμο τρόπο… Ξέρει ποιός είναι πριν σηκώσει το ακουστικό… ποιον της έφερε πάλι η βροχή…
Θώμη Μπαλτσαβιά