Πάνω στο γείσο του μεγάλου κτηρίου της Εθνικής Τράπεζας είχαν κουρνιάσει δυο μικρά ζώα. Ένα σαμιαμίδι και δίπλα του ένα σπουργίτι κοιτούσαν από ψηλά το ασταμάτητο πέρα-δώθε ανθρώπων και οχημάτων στη λεωφόρο Ελλήνων Αγωνιστών.
«Τα φώτα κάνουν κουμάντο», είπε το σαμιαμίδι. «Εγώ το λέω, τα φώτα έχουν υποδουλώσει τον πλανήτη. Παρατήρησε! Κάθε φορά που αλλάζει το φως σε εκείνους εκεί τους στύλους, οι άνθρωποι μέσα στα κουτιά με τις ρόδες σταματούν ή ξεκινούν. Το ίδιο και οι άνθρωποι που πηγαίνουν με τα πόδια. Ανάλογα με τα φώτα κινούνται ή στέκονται και περιμένουν. Δηλαδή δεν βλέπεις τίποτα παράξενο σε αυτό; Εντάξει δηλαδή, όλα φυσιολογικά; Με καταλαβαίνεις;»
Το σπουργίτι ανασήκωσε τους ώμους. «Μεχμέτ», είπε μόνο.
Ο Μεχμέτ δε φαινόταν χαρούμενος. Επίσης δε φαινόταν να ενδιαφέρεται για αυτά που έλεγε το σαμιαμίδι.
«Μεχμέτ; Νικήτας εγώ, χάρηκα. Νικήτας, το σαμιαμίδι. Λοιπόν, φίλε Μεχμέτ, κάτι παίζεται ανάμεσα στα φώτα αυτά και στους ανθρώπους. Τα φώτα είναι αφεντικά, λέω εγώ. Κουμαντάρουν τα πάντα, βλέπουν τα πάντα. Αν μπεις στις φωλιές των ανθρώπων το βράδυ, θα δεις πως στο ταβάνι υπάρχουν κάτι φώτα που ανάβουν. Αν πας κοντά τη πάτησες, θα ζαλιστείς και θα τσουρουφλιστείς. Εκείνοι το πρώτο πράγμα που κάνουν μόλις μπουν στη φωλιά είναι να υπακούσουν στα φώτα και να τα ανάψουν. Έχουν επίσης ένα κουτί που βγάζει φώτα και ήχους, τα κοιτούν ώρες πολλές, ακίνητοι. Έχουν μικρά κουτιά μέσα στις τσέπες τους που έχουν πάνω τους φώτα. Τα φαγητά τους τα κρύβουν σε ένα κουτί που ανάβει φως μόλις το ανοίξεις και σε βλέπει. Παντού. Πες μου ότι είναι τυχαίο, πες μου».
Ο Μεχμέτ κοίταξε τον Νικήτα με απελπισία. Ευτυχώς κάπως η συζήτηση είχε πάει στα φαγητά. «Μεχμέτ», είπε και με μια φτερούγα έτριψε την κοιλιά του κυκλικά. «Γουρ-γουρ», συμπλήρωσε.
Ο Νικήτας έκανε πως δεν καταλαβαίνει. «Και αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, φίλε, από άκρη σε άκρη. Έχω ταξιδέψει ίσα με το κίτρινο κτήριο που από εδώ δεν φαίνεται καν. Κι εσύ που έχεις φτερά θα ζοριστείς να πας μέχρι εκεί. Λοιπόν και εκεί τα ίδια. Φώτα παντού, μέρα-νύχτα, μέσα-έξω».
«Γουρ, γουρ;» ρώτησε σε μια ύστατη προσπάθεια ο Μεχμέτ.
«Κωλοπακιστανοί, γαμώ τη Παναγία σας. Σας μιλάει ο άλλος για φιλοσοφία και εσείς το χαβά σας, ο νους σας τι θα σαβουρώσετε. Α στο διάολο από κει που ήρθατε», είπε ο Νικήτας και τρύπωσε στην κοντινότερη ρωγμή, βρίζοντας ακόμα.
Τυρίκος Εργάς-Γιώργος
Γρήγορο διήγημα, ιδιαίτερα πικρό. Η μικρή φόρμα του ταιριάζει πολυ…
Συμφωνώ πως του ταιριάζει η μικρή φόρμα. Δυνατή έκφραση, πολύ καλό!
Εξαιρετικά ενδιαφέρον με αλληγορίες και κρυφά μηνύματα.
Πρωτότυπο και ιδιαίτερο κείμενο!
πρωτότυπη ιστορία, καλή τελική πτώση