Αγαπούσα τη μουσική, τις βόλτες δίπλα στη θάλασσα αλλά και σε καταπράσινα λιβάδια των γειτονικών μας χωριών. Μετά που γνώρισα εκείνη, μου άρεσε πολύ να μαζεύω αγριολούλουδα και να φτιάχνω όμορφα μπουκέτα. Τα μάζευα τα απογεύματα, σχεδόν καθημερινά μετά τη δουλειά μου, και της τα πρόσφερα τα δειλινά όταν συναντιόμασταν έξω από το κατάστημα του παππού της στην είσοδο της διπλανής μας πόλης.
Μόλις τα έβλεπε, χαμογελούσε. Tα μάτια της, αυτά τα δυο μάτια που κουβαλούσαν τη γλύκα όλη της γης, έλαμπαν υπέροχα, και τα κοκκινωπά χείλη της με τα κατάλευκα δόντια της μου θύμιζαν τα κοράλλια και τις ανεμώνες στο βυθό της θάλασσας. Την κοίταζα με αμηχανία και σκεφτόμουν ότι θα της χάριζα το πρώτο μου φιλί όταν θα κατάφερνα να της προσφέρω το πιο όμορφο μπουκέτο λουλουδιών, μια δέσμη με υπέροχα άνθη.
Ένα βράδυ, εφτά ολόκληρα χρόνια μετά τη γνωριμία μας -αφού την είχα γνωρίσει όταν ήταν ακόμη έφηβη- την είδα στον ύπνο μου σε ένα παράξενο όνειρο, αλλιώτικο από όλα τα προηγούμενα. Ονειρεύτηκα πως είχε ξαφνικά νυχτώσει. Πηχτό σκοτάδι είχε πέσει ολόγυρα κι ήταν αδύνατο να διακρίνω οτιδήποτε. Κι όμως ένιωθα πως εκείνη στεκόταν δίπλα μου, αμίλητη κι ασάλευτη. Αφουγκραζόμουν την ανάσα της και μύριζα τη μοσχοβολιά των μαλλιών της, μοσχοβολιά από γιασεμί και ροδόνερο, ενώ ταυτόχρονα φλεγόμουν από την επιθυμία να της μιλήσω, να την παρακαλέσω, να την ικετέψω να έρθει κοντά μου. Ένας σφιχτός κόμπος στο λαιμό μου είχε σταθεί σαν κομμάτι πελώριου βράχου κι εκείνο το φορτίο των τρυφερών λέξεων που είχα φυλαγμένο μέσα μου, όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας, παρέμενε σφηνωμένο κάπου βαθιά μέσα στον θώρακα, λίγο πιο πάνω απ’ την καρδιά μου.
Κάποια στιγμή ξύπνησα τρομαγμένος. Είχε αρχίσει κιόλας να ξημερώνει. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος, ένας λαμπερός πυρωμένος δίσκος, που είχε αρχίσει να σκορπίζει το φως του απλόχερα και στο δικό μου δωμάτιο. Καθώς ετοιμαζόμουν για τη δουλειά, συλλογιζόμουν το όνειρο κι έλεγα από μέσα μου πως έπρεπε να κάνω κάτι, πως έπρεπε να της μιλήσω άμεσα και να της αποκαλύψω την αγάπη μου.
Στη δουλειά, στο ρολογάδικο του Χακίμ, ήμουν ανήσυχος κι οι ώρες μου φαινόταν ατέλειωτες, σαν να είχαν κολλήσει οι δείχτες όλων των ρολογιών του μαγαζιού. Ζήτησα άδεια από το αφεντικό μου κι έφυγα νωρίτερα. Αυτή τη φορά δεν τράβηξα στα λιβάδια του γειτονικού χωριού, αλλά πήγα στο κοντινότερο ανθοπωλείο κι αγόρασα ένα μπουκέτο με κόκκινα, κίτρινα και άσπρα τριαντάφυλλα.
Λίγα μέτρα πριν από τη στάση του λεωφορείου η ζητιάνα που στεκόταν καθημερινά στο ίδιο σημείο μου ζήτησε παρακαλεστικά να της χαρίσω το μπουκέτο. Της εξήγησα πως ήταν για το κορίτσι μου και πως ήθελα να ήταν ομορφότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί είχα αποφασίσει να τη φιλήσω την ώρα που θα της το πρόσφερα. Μα εκείνη επέμενε να παρακαλά με ένα βαθιά θλιμμένο βλέμμα και να παραπονιέται γιατί ποτέ κανείς δεν της χάρισε ένα μπουκέτο αστεριών – έτσι αποκάλεσε το μπουκέτο εκείνο, το τελευταίο που κράτησα στα χέρια μου. Περνούσα καθημερινά από δίπλα της, μα μόλις τότε παρατήρησα για πρώτη φορά την αθλιότητά της. Το χαλκοπράσινο δέρμα, τα θολά, μουχλιασμένα, χωρίς ματοτσίνορα, μάτια, και τα ισχνά χείλη την έκαναν να μοιάζει σαν ένα πέτρινο αρχαίο άγαλμα δίπλα από τη γέρικη χουρμαδιά, φτιαγμένο κάποτε, πριν από πολλούς αιώνες, από κάποιον περίφημο λιθοξόο, που ωστόσο, πάνω στη βιάση του, είχε αφήσει ημιτελείς κάποιες από τις λεπτομέρειες του προσώπου. Μη αντέχοντας να ακούω τα παρακάλια της, της χάρισα το μπουκέτο και κράτησα για το κορίτσι μου μόνο ένα τριαντάφυλλο.
Ανέβηκα στο κατάμεστο λεωφορείο βιαστικά κι ένιωθα υπέροχα γιατί σε λίγα μόνο λεπτά θα φιλούσα το κορίτσι μου, για πρώτη φορά, κι ούτε με πείραζε που στεκόμουν στριμωγμένος ανάμεσα από δυο βαρυφορτωμένες, με μεγάλους μπόγους, ηλικιωμένες. Ένιωθα πως ήθελα να φωνάξω σε όλους, να αρχίσω να διαλαλώ πως ήμουν τρελά ερωτευμένος, πως πήγαινα να συναντήσω εκείνη και πως είχα πια αποφασίσει να της ομολογήσω την αγάπη μου.
Μα ξαφνικά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος… Κι ύστερα φωνές, τσιρίδες μικρών παιδιών, ηλικιωμένων, λάμψεις εκτυφλωτικές… Ώσπου όλα τινάχτηκαν στον αέρα. αντικείμενα, γειτονικά κτίρια, αυτοκίνητα κι άνθρωποι…
«Εκείνη με περιμένει», άρχισα να ουρλιάζω κι ενώ έσφιγγα στις παλάμες μου το τριαντάφυλλο που θα της πρόσφερα λίγο πριν της χαρίσω το πρώτο μου φιλί, ή μάλλον ένα γυμνό κλαδάκι πια, αφού τα ροδοπέταλα είχανε γίνει ένα με τις κόκκινες σταγόνες αίματος που στροβιλίζονταν ολόγυρα… Αίματα, καπνοί, στάχτες, ουρλιαχτά, κραυγές πόνου κι αγωνίας, λίγο πριν αφανιστούν όλα από τα μάτια μου…
Ξύπνησα αργότερα, ξαπλωμένος σε ένα αλλιώτικο κρεβάτι. Προσπάθησα να ψηλαφίσω το πρόσωπό μου με αργές, διστακτικές κινήσεις. Μα, λίγο πιο πάνω από τα μήλα του προσώπου μου τα δάχτυλά μου σα να μάγκωσαν. Είχα πια την αίσθηση πως ήμουν ένα φάντασμα που επέστρεψε από τα μνήματα τόσων νεκρών ανθρώπων. Κι όμως δεν ήμουν νεκρός, ούτε φάντασμα, γιατί μπορούσα να αφουγκραστώ το λυγμό της νοσοκόμας τη στιγμή που διαπίστωνε πως γνώριζα πλέον την αλήθεια, γιατί ακόμη μπορούσα να ουρλιάζω με σπαραχτική φωνή…
«Γιατί επέζησα;» φώναζα οργισμένα και χτυπιόμουν ολόκληρος.
Κάποια στιγμή κουρασμένος κι απελπισμένος μάζεψα τα γόνατά μου στο στήθος και παρέμεινα ασάλευτος για πολλή ώρα. Κανείς δεν ήξερε αν ήμουν ξύπνιος ή εάν είχα βυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Στον ύπνο ή στον ξύπνιο μου μέσα από τα μάτια της ψυχής μου τώρα πια έβλεπα πως είχε ξαφνικά νυχτώσει, πηχτό σκοτάδι είχε πέσει ολόγυρα κι ήταν αδύνατο να διακρίνω οτιδήποτε. Κι όμως μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά ένιωθα πως εκείνη ήταν δίπλα μου. Άκουγα την ανάσα της και μύριζα την ευωδιά από τα μαλλιά της, μοσχοβολιά από γιασεμί και ροδόνερο. Έτσι ακριβώς όπως και στο όνειρο εκείνη τη νύχτα πριν από την έκρηξη…
Αργά το σούρουπο, ναι, δίχως άλλο ήτανε το δειλινό, έτσι άκουσα τους άλλους να λένε, σηκώθηκα από το κρεβάτι μου κι άρχισα πάλι να φωνάζω. «Δε θέλω να ζήσω» έλεγα, τώρα πια λιγότερο δυνατά, μα με την ίδια απελπισμένη φωνή, «δε θέλω να ζήσω χωρίς το φως των ματιών μου, χωρίς το φως των δικών της ματιών …».
Η κοπέλα που αγαπούσα παράφορα χάθηκε εκείνο το απαίσιο δειλινό. Το ξέρω, ίσως και να έφυγε κάπου μακριά, ίσως και για πάντα… Ε, ναι, βέβαια, για πάντα, γιατί κανείς δε θα της επέτρεπε να ξοδέψει τη ζωή της δίπλα σε έναν νεαρό που είχε χάσει το φως των ματιών του. Κι απέμεινα μονάχος, ολομόναχος, να θρηνώ τις στιγμές που πέρασα μαζί της, τις ώρες που ξόδεψα κάνοντας σχέδια για το μέλλον μας … Να τις θρηνώ στο ύπνο και στον ξύπνιο μου…
Το ξέρω, είναι δύσκολο να παραδεχτείς – πόσο μάλλον ένας τυφλός και πόσο μάλλον το θύμα ενός παράλογου πολέμου – τη φρίκη αυτού του κόσμου… Πώς να τινάξεις απ’ τα βλέφαρα την πάχνη του ατελείωτου ύπνου, πώς να κατανοήσεις τη φρίκη που σου έλαχε;
Τώρα πια βυθισμένος ολόκληρος στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς καμιά διάθεση για δράση, κάθομαι μόνος και στα παραμιλητά μου παραπονιέμαι για τον παραλογισμό των ανθρώπων, για αυτούς που ξεχνούν πως και οι ίδιοι θα μπορούσαν να ήταν στη θέση των δυστυχισμένων άλλων. Στέκομαι έξω από την είσοδο του σπιτιού μου, όρθιος σαν ολόγυμνο δέντρο…
Πίνω το νερό που μου προσφέρουν οι άλλοι, μασώ την τροφή που μου χαρίζουν, μιλώ μαζί τους κι αφουγκράζομαι όλους τους τυχαίους κι ασήμαντους ήχους, που δεν είχα αφουγκρασθεί ποτέ άλλοτε. Κι όταν πια μένω ολομόναχος, ξεχασμένος από όλους, τότε βρίσκω παρηγοριά μαζεύοντας αγριολούλουδα από τους κήπους του ουρανού. Φτιάχνω υπέροχα μπουκέτα και τα φυλάω για τις μυστικές της επισκέψεις… Γιατί αναπάντεχα και ξαφνικά, κάποιες φορές στα όνειρά μου, το κορίτσι μου έρχεται να φωτίσει τις σκοτεινές σπηλιές των ματιών μου. Κάποιες φορές ακούω τον ήχο των βημάτων της και τους ψιθύρους της φωνής της μες στου μυαλού μου τα μονοπάτια. Το κορίτσι που αγάπησα με πάθος μού ψιθυρίζει λόγια τρυφερά και μου λέει πως στη ζωή μας, σε αυτόν τον γυάλινο κόσμο, είναι πολύτιμες και μοναδικές ακόμη κι οι λιγοστές χαρές ενός μακρινού πια έρωτα.
Ίσως τελικά, στον απέραντο ωκεανό του πόνου μου, αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας που βίωσα μαζί της -κάτι που μάλλον μοιάζει σα φάρος μακρινός αλλά πάντοτε φωτεινός-, ίσως τελικά να με βοηθά στο να ξεφεύγω έστω και για λίγο από τη φθορά, να υψώνομαι πάνω από την άβυσσο που απλώνεται μπροστά μου…
Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Love expectations”
ΔΙΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ. ΜΕ ΤΑΞΕΙΔΕΥΣΕ