Είχα σχεδόν δύο ώρες που σεργιάνιζα στο παζάρι. Κοιτούσα τις άπειρες πραμάτειες, τον λαχταριστό πάγκο με τα γλυκά εδέσματα -ιδίως τον φαρσαλινό χαλβά-, την χαμογελαστή κυρία με τα πολύχρωμα κιλίμια και χαλιά, την όμορφη τσιγγάνα με τα ψάθινα καλάθια της, τον παππού απ την Πόλη με τα μεθυστικά αρώματα των πολύχρωμων μπαχαρικών και τους ανατολίτικους ναργιλέδες και ένα πλήθος άλλων ξεχωριστών και ιδιαίτερων προϊόντων….
Απ’ όλους σχεδόν πήρα κάτι, μα για το τέλος άφησα το αγαπημένο μου μαλλί της γριάς. Γλυκιά συνήθεια, απ τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που μοσχοβολούσαν οι γειτονιές, ζάχαρη και κανέλα απ’ το πλανόδιο γλυκό μαγαζάκι του κυρ Θύμιου.
Ο ήλιος γλιστρούσε απαλά στο βραδινό του παλάτι και τα υπέροχα χρώματα του δειλινού έδιναν τη σκυτάλη στην αστρόφωτη νύχτα που ακολουθούσε…
Κοντοστάθηκα στο πάγκο με τις γλυκιένιες λιχουδιές που η μυρωδιά τους είχε «παγιδεύσει» μια παρέα χαρούμενων παιδιών.
Κρατώντας στο ένα χέρι το αγαπημένο μου γλυκό και από το άλλο τα ακριβά θα ’λεγα ψώνια μου, κατηφόρισα, καθώς ήρθα αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα ζεστή φιγούρα ανθρώπου που άπλωσε διστακτικά το χέρι του..
-Ό,τι μπορείτε, κυρία μου…. μου είπε, σχεδόν ψιθυριστά…
Φορούσε ένα λευκό μπεζ μανδύα σαν από άλλη εποχή, ενώ τα μάτια μου αφού ήταν φωτεινά, έμοιαζαν θλιμμένα.
Ήξερα ότι είχα στο πορτοφόλι μου αρκετά χρήματα όμως παρ’ όλα αυτά, του είπα.
Ξέρετε, κύριε… δεν έχω…
Με διέψευδαν όμως τα ψώνια μου…
Τράβηξε μουδιασμένος το χέρι, έσκυψε στωικά το κεφάλι και… χάθηκε…
Λες και ακολούθησε τον δρόμο των ταπεινών άστρων που μόλις είχαν αρχίσει να σεργιανούν στον ουρανό… τον ουρανό Του.
Στα μάτια μου ξανάβλεπα …το απλωμένο του Χέρι με την πληγή απ’ τα καρφιά…
Τα ψώνια μου έπεσαν καταγής και η γλυκιά ροζ λιχουδιά… έλιωνε στην άσφαλτο…
Άδεια η ψυχή μου… μόνο ο ουρανός γεμάτος!
ΧΡΥΣΑ ΜΠΑΦΟΥΤΣΟΥ