Αχ! ξημέρωσε άλλη μία μέρα,
πρέπει από το κρεβάτι νωρίς να σηκωθώ.
Πλένω τα δόντια βιαστικά, φοράω ρούχα καθαρά
η δουλειά με περιμένει και πρέπει να βιαστώ.
Στο δρόμο μποτιλιάρισμα,
κορναρίσματα, βρισιές και αναθέματα.
Προσπερνάω βιαστικά, δεν ασχολούμαι,
έχω νεύρα και τόσα άλυτα θέματα!
Χρόνο ψάχνω,
η ημέρα περισσότερες ημέρες ας είχε!
Δε φτάνουν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια,
διότι μας έκαναν να μην εκτιμάμε αυτό που έχουμε,
να θέλουμε συνέχεια αυτό που δεν κατέχουμε.
Μόλις ξεχρέωσα τη ΔΕΗ
ξεφυσάω και αισθάνομαι ανακούφιση.
Το τηλέφωνο μου έμεινε
να μην το κόψουν προσπαθώ με κάθε δύναμη.
Χρόνο δεν έχω για ανθρώπους,
των φίλων τα ονόματα έχω ξεχάσει.
Μέρα και νύχτα μήπως το κινητό χτυπήσει,
πελάτης, εργάτης με καλέσει και δε με πιάσει.
Το αφεντικό μού βάζει τις φωνές,
οι συνεργάτες μου κρυφομιλούν.
Τα καταπίνω όλα και προσπαθώ να μην τα βλέπω,
τα αυτιά να μπορούν αλλά και ταυτόχρονα να μην ακούν.
Γιατί είμαι ο δυτικός άνθρωπος,
σαν υπάκουος εργάτης εκτελώ και υπακούω.
Έχω αξία μονάχα όταν προσφέρω,
πληρώνω φόρους και για πωλήσεις τηλεφωνώ.
Αυτή είναι η καθημερινότητα,
την οποία ένας άνθρωπος έμαθε να θωρεί ευτυχία.
Αυτή είναι η καθημερινότητα,
ζωή μακριά από τον αληθινό εαυτό, μία ανοησία.
Ο δυτικός άνθρωπος,
έμαθε σε πόρτες κλειστές, σε δωμάτια αποπνικτικά.
Μακριά από τη φύση, μακριά από θάλασσα και αλήθεια,
η δουλειά να είναι μία δουλεία, μία ανιαρή συνήθεια.
Θέλω να ζήσω ελεύθερη,
να τιμώ την ανθρώπινη ιδιότητά μου.
Να ζω ελεύθερη, να βιώνω την οντότητά μου,
να ανακαλύπτω ελεύθερη τη μοναδικότητά μου.
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ