Το φλας άστραψε με ενοχλητική αναίδεια στο πρόσωπό της. Έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια της. Τόσα χρόνια παρέμενε στην κορυφή των τοπ μόντελ κι όμως ακόμα να συνηθίσει την καθημερινή εισβολή των φωτογράφων που ξεγύμνωναν την ομορφιά της. Πάρα ταύτα, ήταν εγκλωβισμένη σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, γιατί μόνο αυτόν γνώριζε.
Απ’ τα παιδικά της χρόνια, οι γονείς, οι συγγενείς κι όλοι γύρω της εκθείαζαν την ομορφιά της. Το όνομά της σπάνια το άκουγε απ’ τα στόματά τους. «Κούκλα μου», «ομορφιά μου», «πανέμορφη», «θεά», «καλλονή»… το λεξιλόγιο ήταν πλούσιο σε επίθετα που εξέφραζαν θαυμασμό, εξυψώνοντας το «εγώ» της. Με την υπερβολή τους και την εμμονή όλων απέναντι στο κάλλος της, της φύτεψαν έναν σπόρο, ύπουλο και άκρως επικίνδυνο… τον ναρκισσισμό. Κυοφορούσε μέσα της το μόνο ψεγάδι που δεν ήταν εκείνη υπεύθυνη για την ύπαρξή του.
Εκείνη ήθελε να σπουδάσει. Να διευρύνει τις γνώσεις της. Να γίνει επιστήμονας. Αλλά όχι. Οι άλλοι είχαν άλλα σχέδια για αυτήν. Δεν την άφησαν. Της δηλητηρίαζαν το μυαλό με κολακείες. Της έκαναν πλύση εγκεφάλου πως η σπάνια ομορφιά της ήταν το μόνο έγκυρο εισιτήριο διαρκείας που είχε για να προχωρήσει μπροστά. Την προωθούσαν από τα πρώτα της χρόνια κιόλας σε διαγωνισμούς ομορφιάς. Την εκπαίδευαν, της έβαζαν τις φωνές όταν δεν τους άκουγε και με ατσαλένια επιμονή τής ψιθύριζαν στα όνειρά της πως αυτό ήταν το μέλλον της και πως ήταν ανώφελο να αντιστέκεται.
Μεγάλωνε και μαζί μέσα της μεγάλωνε κι ο αυτοθαυμασμός. Και τότε δεν άργησε να γεννηθεί η γυναικεία ματαιοδοξία. Έμαθε να ζει μέσα στα glitter και την λάμψη. Κι όποτε ήθελε να αποκτήσει κάτι, χρησιμοποιούσε το μόνο δυνατό της όπλο. Ανοιγόκλεινε με θηλυκότητα τις μακριές και πυκνές βλεφαρίδες της. Κουνούσε με χάρη την μακριά, πλούσια χαίτη της. Κι έσπερνε γοητεία με τα μισόκλειστα, σαρκώδη της χείλη. Ζούσε σ’ έναν φανταχτερό κόσμο, επενδύοντας στην ομορφιά της.
Το φλας άστραψε ξανά στο αλαβάστρινο πρόσωπό της. Με κάθε κλικ, άλλαζε και πόζα. Έκανε στροφές και κουνούσε το κεφάλι της αργά ανεμίζοντας τα μαλλιά της.
-Ωραία! Μπράβο, κούκλα μου! Τώρα σε θέλω θυμωμένη… έτσι! – της φώναζε ο φωτογράφος βλέποντάς την μέσα από τον φακό της μηχανής κι εκείνη σιγοντάριζε με το συνεχόμενο τραγούδι της «κλικ, κλικ, κλικ».
-Τώρα γέλασε δυνατά…. μπράβο!
«Κλικ, κλικ, κλικ».
-Στροβιλίσου…. κάνε μια γκριμάτσα ουρλιαχτού… σκέψου κάτι που σε πόνεσε βαθιά, μάτωσε την καρδιά σου, σημάδεψε την ζωή σου… Δώσε μου αυτήν την έκφραση! Έλα, κούκλα μου… μπορείς… Αυτήν την έκφραση θέλω… Δάκρυσε! Πόνεσε! Ούρλιαξε! Καθρέφτισε όλη την δυστυχία που κρύβεις μέσα σου πάνω στο όμορφο πρόσωπό σου!
Η κοπέλα κοκάλωσε. Έμεινε στην θέση της μαρμαρωμένη. Έψαχνε μέσα της να βρει αυτό που της ζητούσε ο φωτογράφος. Τον πόνο, μια άσχημη εμπειρία της ζωής της… αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Αντίθετα, στην θέση τους υπήρχε ένα κενό. Με τρόμο αντιλήφθηκε πως δεν είχε εμπειρίες στη ζωή της. Δεν υπήρχαν αναμνηστικές φωτογραφίες στο προσωπικό της άλμπουμ. Μόνο καλλιτεχνικές. Και τότε, συνειδητοποίησε πως ο δρόμος που είχε ακολουθήσει, της είχε ρουφήξει όλα τ’ άλλα. Συναισθήματα, στιγμές, ορόσημα και καθετί που ορίζει έναν άνθρωπο.
Η ξαφνική διαπίστωση πως η ομορφιά της δεν ήταν τελικά το μέσο αλλά ο αυτοσκοπός, την ταρακούνησε βίαια. Την ξύπνησε απότομα από τον λήθαργο μιας ζωής. Ζούσε μια ζωή φυλακισμένη μέσα στο χρυσό κλουβί της κενοδοξίας. Η χρόνια οίηση την οδήγησε στην παραμόρφωση του εσωτερικού της κόσμου.
Έκανε νόημα στον φωτογράφο να διακόψουν τις λήψεις. Δεν μπορούσε άλλο. Ένιωθε κουρασμένη σωματικά και ψυχικά.
-Δεν πειράζει -της απάντησε εκείνος- θα συνεχίσουμε όμως αύριο, γιατί έχουμε προθεσμία το αργότερο μέχρι την Δευτέρα. Πρέπει να παραδώσουμε ένα καλό υλικό. Πρέπει να βγει το εξώφυλλο του περιοδικού άμεσα.
Η κοπέλα κλείστηκε στο καμαρίνι της για αρκετή ώρα. Παρατηρούσε το είδωλό της στον καθρέφτη σοβαρή. Ο μοναδικός της φίλος για χρόνια… πιστός, σιωπηλός αλλά με αιχμηρή ειλικρίνεια. Ένα χτύπημα στην πόρτα την ξάφνιασε κι αναπήδησε τρομαγμένη. Άνοιξε με δισταγμό κι εμφανίστηκε το κεφάλι ενός συναδέλφου της μοντέλου.
-Είσαι έτοιμη; Θα σε πάω σπίτι σου;
-Όχι, ευχαριστώ – του απάντησε.
-Γιατί όχι; Έχω την μηχανή κι είναι ο δρόμος μου από ’κει.
-Προτιμώ να περπατήσω… έχει ωραία βραδιά… – του χαμογέλασε ευγενικά.
-Όπως θες… Καληνύχτα τότε. Τα λέμε αύριο.
Η κοπέλα έβγαλε τα ρούχα της φωτογράφισης. Φόρεσε το φόρεμά της, μάζεψε τα μαλλιά της αλογοουρά κι έφυγε σχεδόν τελευταία από το στούντιο.
Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι. Ο ουρανός ήταν μαύρος λες και τ’ αστέρια είχαν ακολουθήσει την φυγή του μεγάλου πρωταγωνιστή. Η κοπέλα περπατούσε μέσα στα σκοτεινά στενά. Το αμυδρό φως από τις λάμπες του δρόμου της πόλης έριχναν σκιές γύρω της. Εκείνη περπατούσε προβληματισμένη και σκυθρωπή χωρίς ν’ αντιληφθεί μια υποχθόνια σκιά που την ακολουθούσε. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Έστριψε στο πρώτο στενό και σταμάτησε απότομα. Ένιωθε μια παρουσία. Κοίταξε τριγύρω της τρομαγμένη. Ένας σκύλος κοιμόταν σε μια γωνιά διαψεύδοντας τους φόβους της. Μέσα στην ησυχία και την ερημιά ακούστηκε το θρόισμα του φορέματός της. Ένα ελαφρύ αεράκι πέρασε σαν χάδι πάνω από τον γυμνό της σβέρκο κι ανατρίχιασε. Γύρισε ξανά και κοίταξε πίσω της. Ένας πρωτόγονος φόβος φώλιαζε μέσα της χωρίς να ξέρει την αιτία. Το κυρίαρχο αίσθημα της επιβίωσης φώναξε μέσα της να συνεχίσει τον δρόμο της γρήγορα. Επιτάχυνε το βήμα της και για να κόψει δρόμο, αποφάσισε τελευταία στιγμή να πάει στο σπίτι της από την υπόγεια διάβαση.
Υπήρχε μια απόκοσμη ερημιά λες και όση ώρα εκείνη ήταν κλεισμένη στο στούντιο φωτογράφισης είχε επέλθει η συντέλεια του κόσμου εν αγνοία της. Δεν πρόλαβε να φτάσει στα μισά της διάβασης, όταν ένιωσε κάποιον από πίσω της να της τραβάει με δύναμη την αλογοουρά. Η πρώτη της αντίδραση ήταν να ουρλιάξει, αλλά το χέρι του αγνώστου τής έκλεισε το στόμα. Την γύρισε απότομα προς το μέρος του και της έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο. Η κοπέλα έχασε τις αισθήσεις της. Τότε, ο άγνωστος την ξάπλωσε κάτω, της σήκωσε το φόρεμα, κατέβασε το εσώρουχό της με αδέξιες κινήσεις και την βίασε με αχόρταγη βιαιότητα. Η κοπέλα συνερχόταν μετά από λίγα λεπτά και μες την θολούρα της προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπο του βιαστή που ήταν από πάνω της. Δύο διαβολικά μάτια την κοίταξαν με μίσος και ξαφνικά ένιωσε έναν οξύ πόνο με κάψιμο μαζί στο πρόσωπό της. Ο βιαστής έφυγε τρέχοντας. Εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του μια κατεστραμμένη κούκλα… μισόγυμνη και κατακρεουργημένη στην ψυχή…
Η κοπέλα βρήκε την δύναμη και σηκώθηκε σιγά σιγά. Μ’ ένα βουβό κλάμα έτσι όπως έγινε κι ο βιασμός της μες την σιωπή. Βουβό, αλλά δυνατό τόσο που συντάραζε συθέμελα την ύπαρξή της. Φόρεσε το εσώρουχό της, ίσιωσε το φόρεμά της και χτένισε με τρεμάμενα δάχτυλα τα μαλλιά της… Έκανε ένα βήμα και πρόσεξε προς το ένα μέτρο μπροστά της υπήρχαν σπασμένα γυαλιά από μπουκάλι. Ειρωνεία! Ένα μέτρο πιο πέρα βρισκόταν το όπλο διαφυγής της.
Πλησίασε τα θρύψαλα. Μια λίμνη από ανοιχτόχρωμο σχεδόν διάφανο υγρό είχε σχηματιστεί δίπλα. Έσκυψε και είδε την αντανάκλαση του εαυτού της. Ένα μεγάλο σημάδι που ξεκινούσε από τον κρόταφο και κατέληγε στο στόμα τάραζε το είδωλό της στην υγρή λίμνη. Έσταζε αίμα. Ο βιαστής τής είχε χαρακώσει το πρόσωπο. Σημαδεύοντας όχι μόνο την ψυχή της αλλά και το μοναδικό εισιτήριο που θα την βοηθούσε να προχωρήσει στη ζωή… την ομορφιά της. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά του χρόνου το «εισιτήριο» σκίστηκε σε χίλια κομμάτια. Σοκαρισμένη άγγιξε με το χέρι της την χαρακιά κι ένα ζωώδες ουρλιαχτό ξέφυγε από τα χείλη της. Και ξαφνικά, έπεσε το σκοτάδι…
-Καλημέρα, ομορφιά μου. Σήκω να φας το πρωινό σου. – μια φωνή ακούστηκε από μακριά.
Στεκόταν στο κέντρο ενός λαβύρινθου κι ενώ προσπαθούσε να βρει την έξοδο, σε κάθε της βήμα αποκτούσε κι από μία αίσθηση. Όταν όλες οι αισθήσεις συγκεντρώθηκαν μαζί, άνοιξε τα μάτια της. Πετάρισε τα βλέφαρά της κι έκανε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Κοίταξε δίπλα κι αντίκρισε μια γυναίκα μ’ ευγενικό χαμόγελο να την παρατηρεί.
-Κοιμόσουν βαριά. Δυσκολεύτηκα να σε ξυπνήσω, καλή μου.
-Πού βρίσκομαι; ψέλλισε τρομαγμένη εκείνη.
Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια της που ήταν δεμένα με μεγάλες δερμάτινες ζώνες και την κρατούσαν ακινητοποιημένη πάνω στο κρεβάτι.
-Γιατί είμαι δεμένη; φώναξε πανικόβλητη.
-Σσσσς… πάλι τα ίδια; την καθησύχασε με την ήρεμη φωνή της η γυναίκα. Θα σε λύσω μόνο αν μου υποσχεθείς πως θα κάτσεις ήσυχη.
Έγνευσε αμίλητη καταφατικά, ενώ καυτά δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Η γυναίκα τής έδωσε δύο πολύχρωμα χάπια να πιεί προτού την λύσει.
-Φαίνεται πως τα χάπια που παίρνει τους τελευταίους μήνες αδυνατίζουν την μνήμη της… -απευθύνθηκε η γυναίκα σε μια άλλη που στεκόταν στην πόρτα – … Φοβάμαι μην την οδηγήσει στην άνοια. Να ενημερώσουμε τον γιατρό. Μήπως χρειαστεί να της αλλάξει φαρμακευτική αγωγή.
Η «ομορφιά» όπως την αποκαλούσαν κι είχε μάθει να την αποκαλούν όλοι με αποτέλεσμα να ξεχάσει ποιο ήταν το πραγματικό της όνομα, ανακάθισε και πήρε τον δίσκο με το πρωινό που της προσέφερε η γυναίκα.
-Πού βρίσκομαι;
-Στο ψυχιατρείο, ομορφιά μου, – της απάντησε με γλυκιά φωνή και της χάιδεψε τα μαλλιά πριν φύγει.
Κοιτούσε με πλημμυρισμένα μάτια τις δύο νοσοκόμες της ψυχιατρικής κλινικής ν’ απομακρύνονται. Μουρμούριζαν σιγανά κάτι μεταξύ τους κουνώντας τα κεφάλια τους λυπημένες. Βγήκαν έξω από το δωμάτιο κι άκουσε τις βαριές κλειδαριές να σφραγίζουν την πόρτα. Κοίταξε τον χώρο γύρω της. Ένα ολόλευκο, μικρό και γυμνό δωμάτιο. Το κρεβάτι της ήταν το μοναδικό έπιπλο. Υπήρχε ένα παράθυρο με χοντρά κάγκελα στον έναν τοίχο, ενώ απέναντί της είδε το πρόσωπό της να την κοιτά.
Άφησε τον δίσκο με το πρωινό της στο πάτωμα και πλησίασε τον καθρέφτη. Τον μοναδικό πιστό της φίλο. Παρατήρησε το πρόσωπό της. Τα όμορφα εκφραστικά μάτια, τα σαρκώδη χείλη, τα μακριά και πλούσια μαλλιά… Καλωσόρισε τον αυτοθαυμασμό της και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Ένιωθε τόσο όμορφη! Ήταν τόσο όμορφη! Μία καλλονή!
Έμεινε ώρες στο ίδιο σημείο θαυμάζοντας τον εαυτό της. Θαύμαζε την τέλεια εικόνα της και η άρρωστη έπαρση ξύπνησε ξανά μέσα της. Η δύση του ηλίου στόλισε με πορτοκαλί ανταύγειες το γυμνό δωμάτιο. Μια πορτοκαλί αχτίδα έπεφτε πάνω στην μία γωνιά του καθρέφτη. Φαινόταν τσακισμένη σα να ήταν χαρτί. Έσμιξε τα φρύδια της προβληματισμένη. Έξυσε την γωνία και τότε διαπίστωσε πως αυτό που έπιανε ήταν όντως χαρτί. Το τράβηξε με δύναμη με τα δύο της δάχτυλα για να ξεκολλήσει και τότε… βρέθηκε αντιμέτωπη με το πιο αποτρόπαιο θέαμα!
Πίσω από την φωτογραφία της κρυβόταν ένας καθρέφτης. Κι αυτό που έβλεπε ήταν μια γριά, άσχημη, με ασημένια μακριά μαλλιά, τσαλακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο και μια βαθιά ουλή να σημαδεύει την μια του πλευρά. Φώναξε κι έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένη. Οι νοσοκόμες έφτασαν γρήγορα κι όταν αντίκρισαν το θέαμα ήξεραν ακριβώς τι είχε συμβεί.
-Ποια είμαι; Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι; – φώναζε κλαίγοντας έχοντας πάντα τα μάτια της κλειστά γιατί φοβόταν να κοιτάξει.
Η νοσοκόμα την αγκάλιασε από τους ώμους.
-Βρίσκεσαι στο ψυχιατρείο. Τα τελευταία σαράντα χρόνια αυτό είναι το σπίτι σου. Έπεσες θύμα βιασμού όταν βρισκόσουν στο απόγειο της επιτυχίας σου ως μοντέλο. Ο βιαστής σού χαράκωσε το πρόσωπο. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για την ψυχολογία σου, με αποτέλεσμα να χάσεις τα λογικά σου και ν’ αποκτήσεις μανιοκατάθλιψη. Η οποία στην πορεία σε οδήγησε στα επικίνδυνα μονοπάτια της σχιζοφρένιας. Προσπάθησες πολλές φορές να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Είχες εμμονή με την εικόνα σου. Η ματαιοδοξία σου σε έφερε σε αυτό το σημείο. Ήθελες να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Και για να κρατήσουμε σε ισορροπία την ψυχολογική σου ηρεμία, τον καλύψαμε με ένα πορτραίτο σου που σε είχαν ζωγραφίσει όπως ήσουν τότε.. όμορφη, λαμπερή… μια καλλονή! Ξέραμε πως δεν θα άντεχες να δεις τον πραγματικό σου εαυτό στον καθρέφτη. Είχες χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας… Λυπάμαι, ομορφιά μου… Λυπάμαι που τώρα είδες ποια πραγματικά είσαι…!
Και τότε ήρθαν τα λόγια του φωτογράφου που της έλεγε «Πόνεσε! Φώναξε! Βγάλε την δυστυχία που έχεις μέσα σου!» και το ένιωσε! Ένιωσε αυτό που της ζητούσε τότε… τώρα πια… ήταν πλέον αργά…
Κι άφησε ένα ουρλιαχτό πόνου να συνθλίψει τον χώρο. Κι εκείνη τη στιγμή που ένιωσε να την προδίδει ο μοναδικός της φίλος, ο καθρέφτης… εκείνη τη στιγμή που πέθαινε ο ήλιος στο βάθος του ορίζοντα… ερχόταν ο δικός της θάνατος… ο θάνατος της ψυχής…
Μαρία Δαμιανάκου
Καταπληκτικό.. τόσο αληθινό..
Πολύ ωραίο διήγημα!!
I enjoyed!!! Very nice!!! 😀 Congratulations!!!!
Φανταστικό διήγημα Μαρία μου!Καλογραμμένο και τρομερά ενδιαφέρον από την αρχή έως και το τέλος.Πολύ καλή δουλειά,ειλικρινά!
Πολυ καλή γραφή οπως και ολα οσα εχεις γραψει μεχρι τώρα!!!
Μαρια μου οπως παντα ειναι υπεροχο…..η γραφη σου,ο λογος σου κ η πλοκη εξαιρετικα…μπραβο κοριτσι μου!!
Μπράβο σου μια αληθινά δυνατή ιστορία μικρού μήκους
Μοναδικό!!!
Κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μεχρι το τελος!!
Πολλά μπράβο!!!
Ο πόνος της ματαιοδοξίας, ένας πόνος για την απώλεια της ομορφιάς, μιας ομορφίας φευγαλέας που όμως το μικρό μας εγώ γιγαντώνει και γιγαντώνεται μέσα από αυτήν… Και όταν αυτό σκάσει σαν φούσκα τότε καταρέουν τα πάντα και το τεράστιο παραφουσκωμένο εγώ μας γίνεται απλά ένα τίποτα… Έτσι και στην ηρωίδα μας, από το νέο διήγημα της Μαρίας Δαμιανάκου, καταρέουν όλα, η καρριέρα της, η ζωή της, ο εαυτός της… Όλα χάνονται, τίποτα δεν υπάρχει ως αντίβαρο, και διέξοδος είναι μόνο η τρέλα… Μπράβο Μαρία!!!
Πολύ καλό!!
Υπέροχο καλογραμμένο σε κρατά σε αγωνία και το τέλος είναι κάτι που δεν περιμένεις.
ΤΕΛΕΙΟ.ΒΓΑΛΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Υπέροχο, φανταστικό διήγημα!!! Με αγωνία από την πρώτη μέχρι και την τελευταία λέξη! Καλογραμμένο, κατανοητό, με ανατρεπτικό τέλος και βεβαίως τόσο αληθινό, μιας και στην πραγματική ζωή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό η ματαιοδοξία. Δεν έχω λόγια…μου άρεσε πάρα πάρα πολύ!!!
Συγχαρητήρια Μαρία μου!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ .,.,.,ΕΝΑ ΚΑΛΟΓΡΑΜΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΜΕ ΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΦΙΝΑΛΕ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΟ.,.,ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ.,.,.,
Εξαιρετικό κείμενο το οποίο αποδίδει με απόλυτη πειθώ την πραγματική εικόνα που βιώνουν οι νέες κοπέλες, που ασχολούνται με τα φώτα της δημοσιότητας. Πολύ καλό γράψιμο, το κείμενο παρουσιάζει συνοχή, η δράση και η πλοκή της ιστορίας αποτυπώνεται σε αληθινό χρόνο και το συναίσθημα εκδηλώνεται σε όλο του το είναι. Μια πραγματικά αξιέπαινη προσπάθεια από μια ανερχόμενη συγγραφέα που το μέλλον της ανήκει.
Και πάλι συγχαρητήρια.
Πολύ ωραία γραφή!
Πραγματικά υπέροχο…..!!!!!!Συγχαρητήρια Μαρία!!!
Τελειοοοοοοο!!!!!!!!!
Παρά πολύ καλή γραφή συγχαρητήρια!!
ΔΕΝ ΕΧΩ ΛΟΓΙΑ.ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟ ΑΦΗΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ.ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ..
Mου άρεσε πολύ! Σου δημιουργεί την επιθυμία να διαβάσεις και την επόμενη γραμμή της ιστορίας.! Επίσης μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής και έκφρασης της συγγραφέως!Συγχαρητήρια!
Υπέροχο! Η ζωντανή περιγραφή συναισθημάτων με έκανε κι έκλαψα!
Το ξέρεις πως ο τρόπος που σκέφτεσαι και γράφεις, με συναρπάζει πάντοτε…
Φίλη μου, μου άρεσε πάρα πολύ! Συγχαρητήρια!
Ένα έντονο και δυνατό διήγημα με βαθύ νόημα. Μπράβο!
Μάθημα ζωής.