Άι του πολέμου μαχαιριά
σε τρυφερό καρδούλι!
-“Πόολεμος”, έλεγε και ξανάλεγε η μικρή. “Πόολεμος!” Κι έκλεινε τα μάτια από φόβο κάθε φορά που έτρεμε η οθόνη από τις σκληρές εικόνες. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί, βλέπεις, με τη φρίκη και τον παραλογισμό του. “Πόολεμος”, φώναζε ξανά.
-“Πωω λαιμός;” Ρωτούσε η γιαγιά με τα μισόκλειστα μάτια κι αφτιά που είχαν ασφαλίσει από χρόνια. Δεν έχει ιδέα από τα σημερινά πρωτοσέλιδα και τις μακάβριες πολεμικές ανταποκρίσεις. Κι ας έχει ακόμη στο πετσί της στάχτες από έναν παγκόσμιο κι έναν εμφύλιο. Μήτε που ξέρει κατά πού πέφτει η Ποτλάβα, το Λουχάνσκ και το Χάρκοβο, μήτε το καπνισμένο Κίεβο, το Σούμι και η Μαριούπολη. Κι ο Βλαντιμίρ κι ο Βολοντιμίρ, σαν κάποιοι ήρωες τής ακούστηκαν από τα παιδικά παραμύθια που της διάβαζε η εγγονή. Και ‘κείνοι οι πύραυλοι κρουζ τη γύρισαν πίσω στα παλιά, στα εύγευστα τα παγωτίνια που μοιραζόταν μαζί της η μικρή και στοχεύαν μόνο στο στομάχι.
-“Ποιος σου τον χάραξε, κόρη μου τον λαιμό, εκείνες οι αλυσίδες και τα κομποσκοίνια που φοράς ολόγυρα και σου γίναν άγριος λαιμοδέτης;”
Τα άγγιζε κάθε φορά που την αγκάλιαζε και τα τραβούσε για να καταφέρει να στυλωθεί και να χαϊδέψει την εγγονή της.
-“Ναι, γιαγιά, οι αλυσίδες της φρίκης και τα φλεγοβόλα όπλα. Τα παιδιά που παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς, τα παιδιά της δυστυχίας και της ορφάνιας, τα νηστικά, τα τρομαγμένα παιδιά, οι χήρες με τις μαύρες τρύπες στην καρδιά και οι στρατιώτες με τα ορθάνοιχτα μάτια και τα παγωμένα χέρια. Γιατί, γιαγιά, γνωρίζεις εσύ; Γιατί μας χαρακώνουν άγρια το λαιμό; Γιατί τρομάζουν και σκοτώνουν τα παιδιά; Γιατί, γιαγιά; Ξέρεις εσύ;”
ΚΑΛΛΙΟΠΗ Ι. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ