«Γεννήθηκα στην Κρήτη, στο λεκανοπέδιο του Σελίνου, στο χωριό Κάνδανος, στις 25 Νοεμβρίου 1930. Ήταν μια ταραγμένη περίοδος για την Ελλάδα, πράγμα που έκανε τη ζωή μου περισσότερο δυσβάστακτη, μιας κι η μοίρα, μαζί με τον πατέρα μου, με καταράστηκαν. Η μία με καταράστηκε να γεννηθώ γυναίκα κι ο άλλος καταράστηκε τη μέρα που γεννήθηκα, μιας κι ήθελε αγόρι για να έχει βοήθεια στα χωράφια.
Θυμάμαι πώς με κοιτούσε στο τραπέζι, σαν ήμουν ακόμη έξι ετών. Η κακία κι η απέχθεια ξεχείλιζαν από τα καστανά του μάτια. Λόγω της ημέρας που γεννήθηκα, με ονόμασαν Κατερίνα. Η μητέρα μου, ένα άβουλο, πειθήνιο πλάσμα, με φώναζε χαϊδευτικά το Κατερινιώ. Με την πάροδο των χρόνων κατάλαβα πως ήταν θέλημά του να με μετατρέψει από θηλυκό σε ουδέτερο. Ήμουν ένα πλάσμα κατώτερο. Τόσο, που το μουλάρι που έζευε για να πηγαίνει και να οργώνει στα χωράφια, είχε μεγαλύτερη αξία από εμένα. Βλέπεις, η κότα κάνει αυγά. Η κατσίκα κι η αγελάδα παράγουν γάλα. Το γαϊδούρι κουβαλά τα αγώγια. Εγώ, δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το να καταναλώνω τροφή και να κάνω υποτυπώδεις δουλειές του σπιτιού, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσω τις μικρές, καθημερινές, μερίδες φαγητού μου.
Η μητέρα έμεινε ξανά έγκυος όταν ήμουν οκτώ ετών. Ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να γεννηθεί αγόρι για να μπορέσω επιτέλους να ξεφύγω από το μένος του. Αν γεννηθεί αγόρι, σίγουρα θα ασχολούταν μαζί του περισσότερο κι έτσι θα έβρισκα λίγη ηρεμία σε αυτό που αποκαλούσαν σπιτικό. Του κάκου όμως. Ο Θεός ήθελε να με τυραννήσει περισσότερο. Γεννήθηκε η αδερφή μου, η Μαρία, το Μαριώ. Την ονόμασαν έτσι μιας και γεννήθηκε καταμεσήμερο Δεκαπενταύγουστου.
Δε θα πω ψέματα. Χάρηκα σαν γεννήθηκε. Στην αρχή, γιατί θα είχα κάποιον να μοιραστώ τον ψυχικό και σωματικό πόνο καθώς και τις αγωνίες που περνούσα, μα κατά βάθος η χαρά μου πήγαζε από το γεγονός πως θα ήμουν πια η δεύτερη στην ιεραρχία της χλεύης και του μίσους στο βλέμμα του.
Αν ήθελες να ψάξεις δικαιολογία για την υπερβολική κατανάλωση ρακής και κρασιού από δαύτον, θα την έβρισκες σε αυτές τις δύο γέννες. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Δεν ήταν πως ο Θεός τον είχε καταραστεί με δύο κορίτσια, δεν ήταν καν το ότι δε θα είχε βοήθεια στα χωράφια· τουλάχιστον τόση, όση από δύο αγόρια· ήταν πως οι φίλοι και συγχωριανοί του τον κοιτούσαν με ένα βλέμμα οίκτου, αναμεμιγμένο με ειρωνεία, γιατί ουσιαστικά τον θεωρούσαν άκληρο, αφού δεν είχε παιδί να του κληροδοτήσει την περιουσία του.
Εκείνο το βλέμμα των φίλων του, μαζί με το αλκοόλ, έφερε ακόμα περισσότερο χάος. Άρχισε να χτυπάει πρώτα τη μητέρα μου με τη δερμάτινη ζωστήρα κι ύστερα άρχισε να χτυπά κι εμένα. Όταν όμως ήταν να δείρει τη μικρή Μαριώ, έπεφταν τα κορμιά μας απάνω της για να την προστατεύσουν. Έτσι ξέσπαγε περισσότερο απάνω στις πλάτες μας. Θυμάμαι μια φορά που δεν άντεξα άλλο από τον πόνο και πήγα να του αντιμιλήσω, ενώ είχαμε κουκουλωμένη με τα κορμιά μας τη Μαριώ. Η μητέρα, μου έπιασε το χέρι ανάμεσα στις δυο της χούφτες και με κοίταξε κατάματα με αγάπη. Μου χαμογέλασε, ενώ δάκρια έτρεχαν από τα μάτια της. Με κράτησε κάτω, πάνω στο κορμάκι της αδερφής μου και μου έδωσε τη δύναμη μέσα από τη ματιά της για να αντέξω. Έσφιξα τα δόντια κι άντεξα. Για πόσο όμως;
Η μητέρα έμεινε για τρίτη φορά έγκυος. Γέννησε στις 25 Δεκεμβρίου του 1940. Τότε σιγούρεψα πια πως ο Θεός, μας ήθελε όλες νεκρές. Το Χριστινιώ έβαλε το τελικό καρφί στο φέρετρο. Εκείνος έγινε πιο βίαιος από ποτέ. Τα δάκρια, ο πόνος και το αλκοόλ, ήταν στυγνή καθημερινότητα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα λόγια του, όταν είπε στη μητέρα μου, πως αν δε μπορεί εκείνη να του κάνει έναν γιό, θα βρει κάποιαν άλλη να του τον δώσει.
Από τότε άρχισαν τα αληθινά μου βάσανα. Κάθε ημέρα γυρνούσε περισσότερο μεθυσμένος. Περισσότερο οργισμένος.
Τόσο, που πήγαμε να χάσουμε δύο φορές τη Μαρία από την αγκράφα της ζώνης.
Τόσο, που άφηνε τη Χριστίνα να κλαίει ασταμάτητα μέσα στο χάος του θυμού.
Τόσο, που άφηνε την μητέρα μου αναίσθητη από τα γρονθοκοπήματα στο κεφάλι.
Τόσο, που άρχισε να χαϊδεύει το αθώο μου κορμί.
Ο καιρός περνούσε αφήνοντας το στίγμα του στις ψυχές και τα σώματά μας, μιας και τίποτα δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Βλέπεις η επανάληψη φέρνει τη συνήθεια, η συνήθεια τον θεσμό κι ο θεσμός τον κανόνα. Παρ’ όλα αυτά, έβλεπα τη μητέρα μου να μένει απαθής, στα όρια της ψυχικής ανικανότητας να νιώσει το λάθος και να αντισταθεί για εμένα, για τις αδερφές μου, για τα παιδιά τους.
Έξι μήνες μετά τη γέννηση της Χριστίνας, αβάπτιστη ακόμα, ένα μεγαλύτερο κακό μας βρήκε. Είχαν εισβάλει οι Γερμανοί στο νησί. Οι Άγγλοι κι οι σύμμαχοί τους, μαζί με τη βοήθεια αρκετών γενναίων Κρητικών, δεν κατάφεραν να αμυνθούν επαρκώς, με αποτέλεσμα η Μεγαλόνησος να έχει καταληφθεί εντελώς, ως την πρώτη Ιουνίου. Σε αντίποινα για τον θάνατο μερικών Γερμανών, ο διοικητής της μοίρας των αλεξιπτωτιστών, διέταξε τον αφανισμό του χωριού μου. Μαζέψαμε λιγοστά υπάρχοντα και φαγητό μέσα σε μπόγους φτιαγμένους από σεντόνια και τρέξαμε για να σωθούμε από τα γρανάζια του Ράιχ. Φλόγες, καπνός, ουρλιαχτά και απροσδιόριστα καμένα κουφάρια, παντού. Θραύσματα και σφαίρες ξύριζαν τον αέρα σκορπώντας θάνατο.
Πήραμε γλακώντας το δρόμο για τις ελιές· στη στάνη· εκεί που είχαμε δεμένες τις κατσίκες και το μουλάρι. Τι το θέλαμε όμως; Όσα έγιναν στη συνέχεια σημάδεψαν τη ζωή μου για πάντα. Πίσω μας, ακολουθούσε ένα μηχανοκίνητο άγημα που αποτελούνταν από δύο τρίκυκλες μηχανές κι ένα φορτηγό μεταφοράς προσωπικού. Μας έφτανε. Ήταν σε απόσταση βολής. Τότε τον είδα· καθώς ήμουν δίπλα του, κουβαλώντας τον ένα από τους τρεις μπόγους στην πλάτη· με ένα μικρό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών του, να σταματά απότομα, μπροστά από τη μητέρα μου, που έτρεχε ξοπίσω του κρατώντας στην αγκαλιά της τις δύο αδερφές μου, ενώ είχε περασμένο στην πλάτη της κι εκείνη έναν μπόγο. Το απότομο σταμάτημά του, την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να πέσει χάμω, με αποτέλεσμα οι δύο μηχανές να παρεκκλίνουν της πορείας τους και να σταματήσουν λίγο πριν ντεραπάρουν, ενώ, το φορτηγό, σταμάτησε αμέσως μετά, αφού έλιωσε τα τρία κορμιά των μοναδικών ανθρώπων που αγαπούσα.
Με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε να φύγουμε μακριά από το σταματημένο κομβόι, αφήνοντας πίσω μας γέλια και γερμανικές βρισιές που τις συνόδευαν μαινόμενες ριπές. Πολύ σύντομα κατάλαβα αυτή του την πράξη. Άφησε πίσω του ό,τι τον βάραινε, κρατώντας ζωντανό μονάχα εκείνο που ίσως του χάριζε έναν γιο.
Σχεδόν ένας χρόνος είχε περάσει. Το καθημερινό μεθύσι, ο παλαιότερος θεσμός, έδωσε τη θέση του στη νέα κατάσταση, την πείνα. Μπορεί τα ζώα μας να τα είχαν επιτάξει οι Ναζί, μα ευτυχώς μας είχαν μείνει οι ελιές. Τις μαζεύαμε κάθε Δεκέμβρη με Γενάρη. Αυτός ήταν ένας τρόπος να μη λιμοκτονήσουμε. Ενώ η βοήθεια που του παρείχα στα χωράφια ήταν ένας βασικός λόγος που δε με είχε σκοτώσει ακόμα. Αυτό, γιατί, το βλέμμα του δεν είχε αλλάξει από τότε που το θυμόμουν. Άλλαζε μονάχα μερικά βράδια που θυμόταν τη μητέρα μου, κι όχι με φυσιολογικό τρόπο. Το μοναδικό καλό σε όλα αυτά ήταν πως το ξύλο είχε σταματήσει. Ίσως να μην είχε τη σωματική δύναμη να το κάνει πιά, ή ίσως να είχε βαρεθεί. Ποτέ δε θα μάθω.
Ήταν Ιανουάριος του 1943. Τρίτη, 5 του μήνα. Βράδυ. Ήθελε να του ζεστάνω το κρεβάτι. Ήξερα τι θα επακολουθούσε. Εκείνος δεν ήξερε. Θα ήταν η τελευταία του φορά.
Το μοναδικό ζώο που είχαμε, ήταν το μουλάρι. Είχε παρακαλέσει τη διοίκηση να μην του το στερήσει κι εκείνος με τη σειρά του θα προμήθευε τη μισή του σοδειά, σε λάδι ή καρπό, στα στρατεύματα κατοχής της νήσου. Οι Γερμανοί το δέχθηκαν μιας και θα είχαν έναν ακόμη σκλάβο να τους τροφοδοτεί με αγαθά για την επίτευξη του σκοτεινού σκοπού τους.
Ένας λόγος που άντεξα την πείνα, από τη μέρα που χάθηκε το χωριό μου ως και την Τετάρτη 6 Ιανουαρίου του 1943, ήταν πως μάσαγα τα δερμάτινα λουριά του σαμαριού που έδεναν κάτω από την κοιλιά του μουλαριού. Στην αρχή τα μασούσα από πείνα. Ύστερα, τα μασούσα από μίσος για τον άνθρωπο που με έφερε στη ζωή. Αργότερα τα μασούσα γιατί ένα νοσηρό σχέδιο είχε περάσει από το μυαλό μου.
Το επόμενο πρωί, που ήρθε ύστερα από ένα βράδυ γεμάτο από αχρεία χάδια κι ανίερα βογγητά, το σχέδιό μου θα έπαιρνε σάρκα κι οστά. Είχα βρει το κατάλληλο σημείο για την υλοποίησή του. Πάντα ήταν καβάλα στο μουλάρι κι εγώ το έσερνα από τα γκέμια, περπατώντας μπροστά. Είχε έρθει η ώρα. Εκεί. Στη βραχώδη περιοχή. Εκεί. Στις αιχμηρές τις πέτρες. Εκεί. Θα σταματούσα επίτηδες· απότομα· σαν κι εκείνον κάποτε· το μουλάρι, στις γλιστερές πέτρες· για να πέσει. Έτσι κι έγινε. Το μουλάρι παραπάτησε, πλακώνοντάς τον κάφρο αναβάτη του. Το βάρος του μουλαριού, του έσπασε το πόδι. Τον έκανε να ουρλιάξει από πόνο. Μα δεν ήταν τα ουρλιαχτά το αντίτιμο μπροστά σε ό,τι είχε κάνει. Είχε έρθει η ώρα της τελικής πράξης. Σήκωσε τα χέρια του με ένα βλέμμα οίκτου στα μάτια. Βλέπεις, ο πόνος, μερικές φορές σε κάνει άνθρωπο. Μου ζήτησε να τον σηκώσω. Έσκυψα και του έπιασα απαλά το κεφάλι. Έκανε την εμφάνισή του ένα ανάλαφρο μειδίαμα στην άκρη των χειλιών μου. Έγινε χαμόγελο αφότου σταμάτησα να του το χτυπάω στις πέτρες, με όλη μου τη δύναμη, μετά από πέντε φορές. Η δουλειά είχε γίνει. Η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί. Όχι τόσο για τη μητέρα μου, όσο για τις αδερφές μου. Με φαγωμένα τα λουριά του σαμαριού κι όχι κομμένα με μαχαίρι, όλοι αποδέχθηκαν πως ήταν ατύχημα. Ακόμα και τα γουρούνια του Τρίτου Ράιχ συμφώνησαν. Εξ’ άλλου γιατί να ασχοληθούν με τον θάνατο ενός σκλάβου;
Αυτό όμως είχε γίνει τότε. Τώρα φτάνουμε στο σήμερα. Οι Γερμανοί έφυγαν. Ήρθε ξανά ο βασιλιάς. Έφυγε ο βασιλιάς κι ήρθε η δήθεν επανάσταση για να βάλει τη χώρα στο γύψο μιας κι ασθενούσε. Δεν έχουν σημασία όμως όλα αυτά με τη σημερινή μου κατάντια.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1958 όταν μετά από τρεις μήνες γνωριμίας, παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που έλεγε πως με αγαπούσε. Αυτό τουλάχιστον έδειχνε στην αρχή, γιατί αργότερα μου έδειξε το άλλο του πρόσωπο. Αποκτήσαμε ένα αγοράκι στο τέλος του 1960. Το ονομάσαμε Χρήστο. Του είπα πως έτσι έλεγαν τον «πατέρα» μου, μα ήταν ψέμα. Το χρωστούσα στην αβάπτιστη αδερφή μου. Εκείνος δέχτηκε το όνομα για να μου κάνει τη χάρη μιας και δεν είχα γονείς.
Δύο χρόνια αργότερα, κάναμε τη Μαρία. Έδωσε το όνομα της μητέρας του, που τυχαία είχε το όνομα της άλλης μου αδερφής. Βλέπεις, το όνομα του πατέρα του ήταν Ιάσωνας, έτσι, δε μπορούσαμε να το δώσουμε σε κορίτσι. Με αυτόν τον τρόπο είχα μαζί μου, νοερά, τις αδερφές μου, που τόσο πολύ λάτρευα.
Λίγο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού, ο άνδρας μου άλλαξε. Πιοτό και βία. Ίσως να ήταν ο τζόγος, ή, ίσως το σώμα μου, που είχε αλλάξει μετά από τις γέννες και δεν ήμουν πια τόσο θελκτική κι αυτό τον έκανε να ψάχνει αλλού τον περιστασιακό έρωτα, σε περισσότερο καλλίγραμμα κορμιά.
Το ξύλο δε με πείραζε. Ούτε το πιοτό. Ούτε καν το ότι με απατούσε. Εκείνο που ξύπνησε μέσα μου τη φλόγα της εκδίκησης ήταν όταν άρχισε να ξεσπάει πάνω στα παιδιά μας. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ! Είχα ορκιστεί πως δε θα γίνω ποτέ η μητέρα μου. Ήταν 19 Ιουλίου του 1973 όταν η αγκράφα της ζώνης του ακούμπησε, για τελευταία φορά, τα αθώα τους κορμάκια. Το ύστατο θέαμά του, ήταν το χέρι μου να τραβάει από το στήθος του το κουζινομάχαιρο.
Τώρα είμαι εδώ, μέσα στη φυλακή και γράφω αυτές τις λέξεις. Το δικαστήριο αποφάσισε θανατική ποινή δι’ απαγχονισμού. Ο δικηγόρος μου έκανε ένσταση. Θα δικαστώ σε έναν χρόνο. Εύχομαι το καλύτερο. Όχι μόνο για τη ζωή μου, μα για όλα τα κορίτσια εκεί έξω. Να μην έχει κανένα άλλο, τη δική μου τύχη.»
Η Κατερίνα Σκαρουδάκη δικάστηκε λίγες ημέρες μετά την πτώση της δικτατορίας. Η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ύστερα από 20 χρόνια, απολύθηκε από τις φυλακές Κορυδαλλού για λόγους υγείας. Πέθανε τον Μάρτιο του 1999, ευτυχισμένη, μέσα στην αγκαλιά των παιδιών και των εγγονιών της, γνωρίζοντας πως τα δικαιώματα αντρών και γυναικών στην Ελλάδα, ήταν πλέον ίσα. Κανένα κορίτσι δεν θα είχε την τύχη της.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΧΠΑΖΙΔΗΣ
Πολύ ωραίο , μπράβο !!!
Συγκλονιστικό! Μπράβο στον συγγραφέα.
Μια γροθιά στο τεράστιο θέμα της γυναικείας κακοποίησης. Συγχαρητήρια!
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!
Ένα διηγημα που κατα τη γνώμη μου πρέπει να διαβαστεί από όλους για τα ηχηρα του μηνύματα.
Υπέροχο και ανθρώπινο!
ΜΕ ΑΦΗΣΕ ΑΦΩΝΗ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!
Από τα πιο δυνατά του διαγωνισμού. Καλή επιτυχία να έχει.
Θαυμάσιο κείμενο. Μπράβο στον συγγραφέα!
Το διάβασα με μια ανάσα. Έξοχο!!!
Με άγγιξε βαθιά. Συγχαρητήρια.
Υπέροχες εικόνες. Γλαφυρότητα στην αφήγηση.
Ωραίο!