Είχε σπρώξει την κούκλα στα πόδια της πολλές φορές. Είχε εισπράξει ένα «δεν μπορώ τώρα» άλλες τόσες. Εκείνη δεν μπορούσε ποτέ, η κόρη δεν μιλούσε ποτέ. Έπρεπε να φτάσει στα πέντε για ν’ αρθρώσει λόγο, την έτρεχε σε παιδοψυχολόγους σιχτιρίζοντας που σπαταλούσε χρόνο στους ειδικούς.
Η κόρη μίλησε ως εκ θαύματος κάποια 25η Δεκεμβρίου, δεν διέφερε όμως πολύ από τότε που δεν μιλούσε. Φράσεις κοφτές, χωρίς διάθεση περιττολογίας ή έστω κάποιου εξωραϊσμού. Άφηνε την κούκλα να μιλήσει, σπρώχνοντάς την στα πόδια της μητέρας.
Τώρα παντρεύτηκε και μετακόμισε σ’ άλλη πόλη. Η μητέρα έμεινε με την κούκλα. Τις γιορτές στολίζει το δέντρο για κείνη. Της έδωσε και όνομα: Λενόρ.
Τόσο ανώφελα απεριόριστος χρόνος το σήμερα.
«Καλά Χριστούγεννα, Λενόρ».