Μια αμμουδιά να κλάψει αφήνοντας να κυλήσει
ένα βοτσαλάκι χρυσοκίτρινο από το βλέμμα του ήλιου.
Ένα δάκρυ αγκιστρωμένο σε περιγιάλι γίνεται γοργόνα
που πλέει ανέμελα, χτενίζοντας τα μαλλιά της στον καθρέφτη
του Ουρανού.
Εκείνος ένας μοναχικός αστερίας
ντύνεται βιαστικά φορώντας
τα ρούχα της μοναξιάς, για να
ζηλέψει η γοργόνα.
Την ίδια ανάγκη με αυτόν
είχε η ολόξανθη γοργόνα
ψάχνοντας βαθιά μες στο
θαλασσινό υποσυνείδητό της
την αιτία της μοναξιάς….
Η μοναξιά με χρώμα προσώπου
μελαμψό και όψη λύκαινας
ξεντύνεται αργά νωχελικά
από το μαυριδερό κοστούμι
της μοναξιάς, ρίχνοντάς το
στη φωτιά του πάθους της
για αίμα ζωντανό, υπάκουο…
Η γοργόνα σκεφτόταν στο
ονειρικό παραλήρημά της
πώς όντως ήταν λύκαινα…
Δεν διαρκεί πολύ ο εφιάλτης της
μεταμορφωμένη σαν λύκαινα,
ξεσκεπάζεται από τα κύματα απεμπολεί
τους εφιάλτες πλησιάζει τον αστερία
έχοντας αφεθεί μαζί του σε ένα πλατωνικό
έρωτα ατέλειωτης σιωπής…
Η μοναξιά τώρα ζηλεύει και τους δύο
ερωτευμένους υψώνει τα ματωμένα
νεκρά της χέρια προσπαθεί να αγγίξει
την ίαση του Ουρανού, όμως πνίγεται
στα δάκρυά της αφού γινήκαν ποτάμι
βρώμικο για τις αμαρτίες των ηλιοκαμένων
ψευδαισθήσεων!…-
[Το παρόν ποίημα απαγγέλθηκε οπτικοποιημένο σε μορφή βίντεο στο διαδίκτυο (You Tube)]
ΠΕΤΡΟΣ Κ ΒΕΛΟΥΔΑΣ