Τα παραμύθια έχουν όλα ένα τέλος, ένα τέλος γεμάτο ήχους γλυκούς, ανέμελους, ιδανικούς. Μιλούν για τη δικαίωση μιας ζωής, για την ευτυχία, τον έρωτα και πάντα η κατακλείδα παραμένει οιωνός για τα καλύτερα που έρχονται και που θα συνεχίσουν να έρχονται. Τόποι παραμυθένιοι που σε κάνουν να χάνεσαι για λίγο σε μια βεβαιότητα πλήρους αρμονίας. Κι όμως, ξαφνικά βυθίζεσαι και πάλι στο χάος του ψεύδους. Τότε, όταν γυρνάς την τελευταία σελίδα, βλέπεις την πριν από λίγες στιγμές φαιδρότητα του προσώπου σου να παραμορφώνεται σε μια άχρωμη πάνινη κούκλα. Τη στιγμή που διαπιστώνεις πως τα παραμύθια είναι μόνο κάτι λίγα δευτερόλεπτα. Και τότε είναι η στιγμή για την μεγάλη απόφαση. Ντύνεσαι νεκρή Οφηλία σε μια επανάσταση έναντι στη γελοιότητα του εδεμικού βασιλείου του εδώ και του τώρα. Γιατί πιστεύεις σ’ ένα όνειρο που τολμά να ζητά κάτι από την παροδικότητα της αλήθειας του σήμερα. Μ’ αυτά τα ιδανικά ξεκινά και η ιστορία της μικρής Οφηλίας που έζησε σ’ ένα σύγχρονο σαιξπηρικό κόσμο παθών, έτοιμη εν αγνοία της να δημιουργήσει ένα δικό της παραμύθι. Ένα παραμύθι που έχτισε με την πίστη της μέσα σε μερικά λεπτά. Ένα παραμύθι που η ζωή του αν και μικρή στην μακραίωνη συγχρονία του εγώ μας, ξεκινά από την ανατολή του κόσμου μας και θα ανακυκλώνεται μέχρι και τη δύση του.
*
Καλοκαίρι. Μερικά πράσινα δείγματα παρουσίας της φύσης στον τέταρτο όροφο ενός μπαλκονιού με θέα κάτι απέραντες εκτάσεις γεμάτες σιδερένια καλώδια και σύρματα πολλά υποσχόμενα για την ασφάλεια της σύνδεσης με την μακαριότητα της ηλεκτρικής μας μαγείας. Ο αέρας λειψός και η ζέστη να οργιάζει, έτοιμη να βιάσει ακόμα και το πιο νέο δείγμα ζωής που κυοφορούσε. Η Μελάνθη βυθισμένη στο καινούριο της βιβλίο, δώρο της Θείας, έλεγε να ξεγελάσει κάπως τη δίψα της για ζωή και όνειρα. Από μικρή της είπαν να σταματήσει να πιστεύει σε αυτά, αλλά αυτή αδυνατούσε να συμβιβαστεί με τα λόγια τους. Ήταν το νεαρό της ηλικίας; Μόλις εφτά χρονών. Ήταν τα πολλά βιβλία και οι ιστορίες που τις είχαν γεμίσει με ιδέες το μυαλό; Ή ήταν το όνομά της; Αχ! Αυτό το όνομα. Μελ- άνθη! Έτσι ήθελε η μητέρα της να την ονομάσουν. Συγγραφέας, συνήθιζε να πλάθει τον δικό της κόσμο δημιουργώντας νέα σχήματα ζωής με λέξεις από τη φύση και την αλήθεια της που χάνονται στα μάτια των περισσότερων από εμάς. Ήθελε η κόρη της να πάρει κάτι από τη μαγεία ενός κόσμου που ξεπερνά το σκούρο μας καθημερινό παρόν. Ήθελε να έχει μια ζωή γεμάτη χρώματα και μυρωδιές, μια γλυκιά ζωή, πολύχρωμη…έτσι κατέληξε. Μέλι και άνθη. Τα δύο συστατικά για μια ζωή που θα έχει ως παυσίπονο κάτι από τη μαγεία της φύσης που την διώχνουμε αν και γνωρίζουμε πως σε αυτήν ανήκουμε και σε αυτήν θα καταλήξουμε.
Το μικρό αυτό κορίτσι με μόνη παρουσία το όνομά της να της θυμίζει τη μητρική σκιά και την αγάπη που χωρούσε όλο τον κόσμο κατέφευγε στα παραμύθια για να λυτρωθεί. Μόνη σε έναν κόσμο τόσο όμορφο αλλά χαοτικό για να χωρέσει την αγάπη που κρατούσε μέσα της, απορούσε και φοβόταν. Όχι για αυτήν, μα για τους ανθρώπους που μπορεί και να περάσουν από αυτόν τον κόσμο και να μη γνωρίσουν τη μαγεία του. Και έτσι αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να συνεχίσει το παραμύθι της μητέρας της. Τη μοναδική της κληρονομιά και την πιο αληθινή. Η θεία της , αδελφή του πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, ήταν εκεί, αλλά δεν την καταλάβαινε. Προσπαθούσε να τη βγάλει από τον φανταστικό της κόσμο. Την πήγε σε κάθε είδους θεραπευτή ψυχικών και νοητικών νοσημάτων. Και όμως το μικρό κορίτσι ήξερε πως ο κόσμος της αν και δεν ανήκει στον άχρωμο και ψυχρό κόσμο των άλλων είναι ο μόνος αληθινός. Όχι. Δεν ήταν η τρέλα συνοδός στο ταξίδι της ζωής της. Ήταν τα χρώματα και οι ήχοι της μελωδίας ενός παράδεισου κρυφού και μικρού για το ψέμα με το οποίο ήταν πλασμένη η πραγματικότητα των λογικών ακολούθων της. Η Θεία ήταν γλυκιά, ήρεμη. Δεχόταν τον παραμυθένιο κόσμο που έπλαθε η μικρή της ανιψιά, αλλά πάλευε να τη βοηθήσει να τον ξεφορτωθεί. Ίσως αν δεν ήταν τόσο μεγάλη, ίσως αν τα χρόνια φυλακής στο σπήλαιο της άλογης καθημερινότητας δεν την είχαν σημαδεύσει, ίσως τότε να μπορούσε να καταλάβει κάτι από την ομιλία των ματιών της μικρής πριγκίπισσας. Πολεμούσε η Μελάνθη να χαρίσει τη μαγεία της σε όσους γνώριζε, ακόμα κι αν ήξερε, ότι πίσω από την όποια παράσταση συμμετοχής στη χαρά της κρυβόταν μια καλυμμένη αίσθηση συμπόνιας για ένα κορίτσι ορφανό από μητέρα και πατέρα, με μόνη συντροφιά μια υπερήλικη θεία και ένα γυάλινο μικρό αλογάκι με σπασμένο πόδι. Γυάλινος κόσμος. Μια Λώρα σε μια παράσταση που ανεβαίνει με το ξημέρωμα κάθε μέρας. Γιατί η πραγματικότητα είναι σκληρή και πάντα έρχεται ένα πρόσωπο να μας ξυπνήσει από τις αυταπάτες που κρύβουμε για έναν όμορφο, αληθινό, δικό μας κόσμο. Κι όμως η Μελάνθη αρνούνταν να ξεγλιστρήσει από αυτόν. Παρέα με το αλογάκι της ήθελε να μοιράζει την ευτυχία που ήξερε ότι υπάρχει, αν παλέψουμε για αυτήν. Δεν ήταν τόσο αδύναμη όσο ήθελαν να νομίζουν οι άλλοι. Δεν ένιωθε ορφανή γιατί ήξερε πως το αλογάκι της αν και με σπασμένο ποδαράκι θα την οδηγούσε κάποτε κοντά στη μητέρα της. Αρκεί να εκπλήρωνε το σκοπό της. Το σκοπό για τον οποίο πίστευε ότι είχε γεννηθεί. Να συνεχίσει το ταξίδι της μητέρας. Αυτή τη φορά όμως όχι μέσα από λόγια σε χαρτί, αλλά με λέξεις μέσα από τα μάτια.
Και εκείνη τη μέρα της δόθηκε η ευκαιρία. Εκείνο το καλοκαίρι που έκλεινε τα επτά της χρόνια καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα στο μπαλκόνι της Θείας και γυρνώντας την τελευταία σελίδα από το βιβλίο που της είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα για τα γενέθλιά της άκουσε το τηλέφωνο από το εσωτερικό του σπιτιού να χτυπά με έντονους παλμούς, με φόβο πως το μήνυμα είναι επείγον. Η Μελάνθη έκλεισε το βιβλίο σταματώντας την ανάγνωση λίγο πριν την τελευταία πρόταση για το τέλος και έτρεξε να σηκώσει το ακουστικό. Η θεία αρρώστησε. Της είχε πει πριν φύγει ότι θα επισκεπτόταν και αυτή κάποιον γιατρό γιατί τελευταία είχε κάποιους έντονους πόνους στο στήθος. Της είπε να μην ανησυχεί και πως θα γυρίσει γρήγορα. Θα γυρνούσε η θεία, αλλά κάπως διαφορετική από πριν. Στο τηλέφωνο δεν της είπε τίποτα. Απλά ότι θα αργήσει λίγο παραπάνω. Κι όμως η καρδούλα της μικρής ήξερε πως κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από τα λόγια και τον ήχο της φωνής της. Διάβαζε τους ανθρώπους η μικρή όπως τα βιβλία και ας μην της έδιναν σημασία οι μεγάλοι. Έλεγαν πως το χαμόγελό της αυτό το διαρκές οφειλόταν στην ελαφρά καθυστέρηση που είχε και σε μια παραφροσύνη κληρονομημένη από τα παραμύθια που της κυοφόρησε η τρελιάρα η συγγραφέας η μητέρα της. Όταν η θεία άνοιξε την πόρτα με το βάρος της είδησης για το νέο της απόκτημα δεξιά κάτω από τα στήθος, που τρεφόταν διαρκώς και μεγάλωνε, είδε το δωμάτιο γεμάτο λουλούδια. Η μικρή την πήρε από το χέρι και επίμονα της έδειχνε ψηλά προς τον ουρανό. Δεν μιλούσε η Μελάνθη. Όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Αλλά για πρώτη φορά ένιωσε πως ίσως η θεία της και να την καταλάβαινε. Ίσως ήταν έτοιμη να δεχθεί τον κόσμο της και να ζητήσει ακόμα και παρηγοριά σε αυτόν. Τότε της έδειξε το αλογάκι. Ναι. Η θεία της ήξερε πως τα παραμύθια ανήκαν κάποτε και στη δική της σφαίρα. Και αποφάσισε για όσο της δινόταν η ευκαιρία να τα ξαναγνωρίσει μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ενός όμορφου παιδιού που αν και η κοινωνία μας δύσκολα μπορεί να αποδεχθεί επειδή διαφέρει, ξέρει να φωτίζει το σκοτάδι πριν καν του ζητηθεί.
*
Έπαιζε Άμλετ εκείνο το βράδυ στο θεατράκι πίσω από το δάσος στα σύνορα των δυο συνοικιών. Πήρε τη μικρή και πήγαν. Τόσο άρεσε στη θεία το πάθος του νεκρού και η τρέλα του -που ήταν και η μόνη αλήθεια για να μην σταματήσει να υπάρχει μέχρι και σήμερα- και που έκανε και την Οφηλία να τον ερωτευθεί. Παραδόθηκε για χάρη του στη ροή του χρόνου. Έγινε πίνακας, έργο εικαστικής τέχνης κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της στο σαλόνι του σπιτιού. Ήταν ο μόνος πίνακας που είχε το σπίτι. Πάντα αναρωτιόταν η Μελάνθη για την κοιμισμένη κοπέλα ανάμεσα στα λουλούδια. Σαν να ζήλευε κάποτε τη μακαριότητα της. Χωρίς να ξέρει τίποτα για το πάθος, που την οδήγησε σε όποια πράξη, ονειρευόταν πως ήταν μια κοιμωμένη που περίμενε έναν πρίγκιπα. Έναν όμορφο πρίγκιπα πάνω στο λευκό του άλογο να έρθει και με τη δύναμη του φιλιού του να την ξυπνήσει. Και τώρα με το που έκλεισε η παράσταση και ο Άμλετ κατέβηκε από τη σκηνή πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα προσπαθούσε να φτιάξει το μικρό της γυάλινο αλογάκι για να το δώσει στη θεία και να τη βοηθήσει να βρει ό,τι είχε χάσει που την έκανε να κλαίει τα βράδια και να φοβάται τη σιωπή όταν ακόμα και οι ήχοι που κάνουν οι λεπτοδείκτες του ρολογιού ακούγονται σαν βήματα ενός ακούσιου ερχομού. Γιατί αυτό το αλογάκι της το είχε χαρίσει ο δικός της χαμένος για χρόνια Άμλετ.
Το περιεργάζονταν μια μέρα η Μελάνθη χωρίς να το ακουμπήσει. Δεν έπαιρνε ποτέ τίποτα χωρίς να ξέρει ότι επιτρέπεται. Την είδε η θεία της και της το χάρισε, αφού πρώτα της είπε την ιστορία του. Δεν είχε σπασμένο πόδι της είπε. Ήταν δώρο του πρίγκιπά της. Ζούσε και αυτή ανάμεσα σε μαγικούς καθρέπτες που την έκαναν να βλέπει την ομορφιά χωρίς τις παραμορφώσεις του κακού και της πραγματικότητας, της είπε. Ένα απόγευμα που η θεία και ο πρίγκιπάς της έκαναν βόλτα πέρασαν μπροστά από μια βιτρίνα με παιδικά παιχνίδια. Σταμάτησαν και η κοπέλα του έδειξε το μικρό άλογο απέναντι από μια λούτρινη κούκλα. Το επόμενο πρωί χτύπησε η πόρτα. Δύο φορές. Πρώτα ήταν ο ταχυδρόμος. Κρατούσε ένα δέμα με παραλήπτη την ίδια. Το αλογάκι μέσα σε ένα κουτί γεμάτο καραμέλες. Έπειτα ο άλλος ταχυδρόμος, ο μαύρος αγγελιοφόρος. Και το αλογάκι που κρατούσε στα χέρια της, ο έρωτάς της, έμεινε με ένα ποδαράκι κατηφορίζοντας από τα ιδρωμένα δάχτυλα. Κούτσαινε εδώ και 38 χρόνια. Από εκείνο το πρωινό. Έμεινε να περιμένει θεραπεία.
Της το χάρισε λοιπόν η θεία. «μόνο αν έρθει η στιγμή να ταξιδέψω και εγώ, να πάω να βρω τον Άμλετ μου, θέλω να μου υποσχεθείς πως θα μου το δώσεις ξανά πίσω, όπως όταν το πρωτο-έπιασα στα χέρια μου.»
Τα δάκρυα στόλισαν σαν φθινοπωριάτικες σταγόνες τα μάγουλα της μικρής. Καρτερούσε μια ζωή γεμάτη μαγικούς καθρέπτες και αλογάκια που θα παίζουν με τις όψεις μιας αλήθειας τόσο πραγματικής που ακόμα και οι καθρέπτες θα δακρύζουν από την ατολμία τους να αποτυπώσουν το δράμα της ευτυχίας…
Κατάλαβε πως στα παραμύθια της θα έρθουν ληστές στο μέλλον έτοιμοι να της τα κλέψουν. Όπως έγινε κάποτε με τη θεία της. Γι’ αυτό και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τότε. Να ντυθεί κι αυτή Οφηλία. Όπως η ωραία κοιμωμένη στον πίνακα της θείας. Με φόρεμα γεμάτο όνειρα και μαλλιά γεμάτα άνθη, έτοιμα να χύσουν τους χυμούς τους και να ενωθούν με τη φύση, στάζοντας μέλι… γλυκιά ζωή!
Άφησε το αλογάκι με το σπασμένο ποδαράκι του να αναζητά θεραπεία εκεί που ο ψεύτης κόσμος των άλλων δεν θα του την έδινε ποτέ και πήρε μια αγκαλιά γεμάτη χρώματα φύσης αφήνοντας την ανάσα της θείας της να τρεμοπαίζει ανάμεσα φως και σκοτάδι. Της έδειξε όμως το φως. Όχι της λάμπας στο φωτιστικό δίπλα από το κρεβάτι. Όχι. Αυτό την ξεγελούσε για να ευχαριστιέται από την ψευδαίσθηση ευτυχίας που χάριζε στους θύτες του. Της έδειξε ψηλά. Προς το φως που δε σβήνει ποτέ. Και το αλογάκι, της είπε, πως έτσι πρέπει να το αγαπά, έτσι, χωρίς τεχνητές λύσεις θεραπείας και το έβαλε στα χέρια της.
Και πίστεψε η θεία το παραμύθι. Και για πρώτη φορά κάποιος κατάλαβε πως η αρμονία δεν έρχεται από τη λογική μιας πλασματικής ευταξίας της εδώ ζωής, αλλά από την πίστη στο παραμύθι της.
Και έκλεισε το ψέμα με δύο λευκά δάκρυα. Και άνοιξε ο δρόμος για μια συνέχεια μαγείας που κάθε παιδί, κάθε ψυχή λευκή, κάθε Οφηλία κρύβει μέσα της. Γιατί αυτή ήσυχα και αθόρυβα μας δείχνει το δρόμο και μας κρατά στη ζωή… μέσα από το παραμύθι.
Αιμιλία Πιπερά
Συγχαρητήρια!
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!