Η Δάφνη γύρισε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Ήταν ένα ηλιόλουστο, υγρό απόγευμα του Μαρτίου από αυτά που ο καυτός ήλιος, η υγρασία και η πολυκοσμία στους δρόμους χτυπούν κατευθείαν σε ημικρανία. Κύματα πόνου μεγάλωναν στο κεφάλι της και τα μάτια της «κόβονταν». Αναστέναξε με ανακούφιση στη δροσερή και σκιερή ατμόσφαιρα του σπιτιού, αν και ο δυνατός ήχος της τηλεόρασης που ερχόταν απ’ το σαλόνι, έβαζε πάλι σε δοκιμασία το νευρικό της σύστημα. Η κόρη της είχε γυρίσει απ’ το σχολείο, είχε φάει, είχε μελετήσει και πριν ξεκινήσει τις απογευματινές της δραστηριότητες, χαλάρωνε στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.
Πήγε στην κουζίνα, ζέστανε λίγο φαγητό και με το πιάτο στο χέρι κάθισε δίπλα στη Χριστίνα. Η μεγάλη έγχρωμη τηλεόραση, με την εικόνα υψηλής ανάλυσης ήταν το τέλειο εργαλείο αποπλάνησης ανηλίκων και ενηλίκων. Η παιδική σειρά «Ομάδα Κρούσης», που έβλεπε ανελλιπώς η μικρή, είχε δράση, μυστήριο, εφέ, γρήγορη και ρυθμική μουσική, φτωχούς διαλόγους, πολλές κραυγές και χαρακτήρες καρικατούρες. Η πλοκή του έργου της φάνηκε αστεία. Το συναίσθημα κινούνταν στο τρίγωνο της αγωνίας, του φόβου και της θριαμβευτικής χαράς. Αν επιθυμούσες περισσότερα συναισθήματα όπως αγάπη, πόνο, συμπόνοια, λύπη, θυμό, θα ανήκες μάλλον στην τρυφερή πελατεία της Ντίσνεϋ, ή στους νοσταλγούς της.
«Δεν βλέπεται. Μετά τα πρώτα πέντε λεπτά κουράστηκα.» σχολίασε η Δάφνη.
«Ούφ! Βαριέμαι!» άρπαξε το τηλεκοντρόλ η Χριστίνα.
Η Δάφνη ακούμπησε το άδειο πιάτο στο τραπέζι και κουλουριάστηκε στον καναπέ. Αποζητούσε λίγα λεπτά χαλάρωσης δίπλα στη κόρη της. Αναπόλησε τα δικά της μαθητικά απογεύματα μπροστά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση των δύο μόνο καναλιών, με τις αγαπημένες της σειρές: «Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι», «Λούσυ Σόου», «Λάσσυ», «Η Μαύρη Καλλονή», «Ο Φυγάς», «Οι Γουόλτονς».
Μια γλυκιά ανάμνηση την τύλιξε. Το παιδικό, στρογγυλό κεφαλάκι της αγαπημένης της ηρωίδας Λώρας Ινγκλς έγειρε απαλά στον ώμο της. Την έπιασε απ’ το χέρι και βυθίστηκαν μαζί στην αγκαλιά του Ύπνου.
Ξύπνησε με τον ήχο μιας μακρινής βροντής. Το χλωμό φως του ήλιου στο παράθυρο έδειχνε πως η ώρα ήταν πια περασμένη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατέβηκε τη μικρή ξύλινη σκάλα που ένωνε το υπνοδωμάτιο των κοριτσιών με το ισόγειο. «Μαμά …. Μαίρη……Κάρυ…» φώναξε. Καμιά απάντηση. Βγήκε έξω και τράβηξε κατά το στάβλο. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα του άνοιξε τρίζοντας. Στο φως που μπήκε μαζί της δεν διέκρινε κανέναν. Η Μαύρη Καλλονή, το άλογό της, έλλειπε από τη θέση της. Έψαξε στο πλυσταριό και μετά γύρω από το σπίτι. Άφαντες! Μήπως ξεχνούσε κάτι;
Όταν ο ύπνος πέταξε από πάνω της, θυμήθηκε! Ο πατέρας και η μητέρα είχαν πάει απ’ το πρωί στο σπίτι των Ουάλας. Εκείνος θα έκανε τις επισκευές στη στέγη κι εκείνη θα έραβε κουρτίνες. Δεν θα γυρνούσαν πριν από τη Δύση του ηλίου. Οι αδελφές της όμως πού βρίσκονταν; Ανηφορίζοντας το λόφο φώναζε δυνατά τα ονόματά τους. Η ματιά της ταξίδεψε πάνω απ’ τον αγκαθωτό φράχτη ως πέρα στον ορίζοντα και τότε διέκρινε την μαύρη κηλίδα στο καταπράσινο λιβάδι. Η Καλλονή, η φοράδα της, περιπλανιόταν εκεί. Έτρεξε, άρπαξε τα γκέμια και την καβάλησε. Σκέφτηκε πως τα κορίτσια ίσως πήγαν για τα καθημερινά ψώνια στο παντοπωλείο των Όλσεν και ξεκίνησε για την πόλη.
Κάλπαζε μεσ’ τα χωράφια. Η αγωνία της την έκανε ατρόμητη. Πέρασε έτσι από το σημείο που φοβόταν περισσότερο, χωρίς να το καταλάβει. Ήταν ένα ερημικό μέρος με άγρια και μυστηριώδη ομορφιά. Στην άκρη του ποταμιού, ένα ερειπωμένο σπίτι πίσω από τεράστιους θάμνους, ταυτισμένο μ’ ένα στοιχειωμένο παρελθόν, αναστάτωνε το Ουόλνατ Γκρόου. Μια αντρική φιγούρα γυρνούσε τελευταία στα χαλάσματα. ‘Αλλοι έλεγαν πως είναι φάντασμα κι άλλοι πως είναι φυγάς, ένας επικηρυγμένος δραπέτης δολοφόνος.
Στην πόλη σταμάτησε μπροστά απ’ το μαγαζί των Όλσεν και έδεσε την Καλλονή στον πάσσαλο. Η Νέλλυ Όλσεν καθόταν στα σκαλοπάτια κι έπαιζε με την κούκλα της. Μόλις είδε τη Λώρα, σηκώθηκε και την πλησίασε.
«Λώρα Ίνγκλς, τι γυρεύεις εδώ; Δικό σου είναι το άλογο;» τη ρώτησε με τη συνηθισμένη υπεροψία της.
«Ναι. Δικό μου. Ψάχνω τη Μαίρη και την Κάρυ, μήπως τις είδες;»
«Καθόλου. Οι χωριατοπούλες δεν κυκλοφορούν στην πόλη παρά μόνο τις Κυριακές, με τα καλά τους για την εκκλησία.» απάντησε περιπαιχτικά. Ύστερα γυρνώντας στην Καλλονή χάιδεψε τη χαίτη της και πρόσθεσε: «Αυτό το άλογο είναι ράτσας. Θέλει εκπαίδευση. Τι δουλειά μπορεί να έχει στο στάβλο σας;»
«Κάτω τα χέρια σου απ’ τ’ άλογό μου Νέλλη Όλσεν! Την Καλλονή θα την εκπαιδεύσω μόνη μου. Πλουσιοκόριτσα σαν εσένα σιχαίνονται τους στάβλους μη τυχόν και λερώσουν τα φουστάνια τους.»
Η Νέλλη αναψοκοκκίνισε, έκανε στροφή και μπήκε στο μαγαζί φωνάζοντας τη μαμά της για να την παρηγορήσει.
Η Λώρα αδιαφόρησε για τα καμώματά της. Χτένισε με το βλέμμα της τον κεντρικό δρόμο ψάχνοντας, ώσπου είδε την ταμπέλα του ταχυδρομείου. «Ο πατέρας περίμενε ανυπόμονα ένα γράμμα απ’ τον κο Έντουαρτ κι έχει γούστο να ήρθαν ως εδώ για να το πάρουν», σκέφτηκε. Στο ταχυδρομείο, η δεσποινίδα Μπήτλ βοηθούσε τον κο Ρίτσαρσον στη διαλογή της αλληλογραφίας. Μόλις η δασκάλα είδε τη Λώρα στο παράθυρο, ανησύχησε και πετάχτηκε έξω.
«Τι θέλεις τέτοια ώρα στην πόλη Λώρα;»
«Μις Μπήτλ, μήπως πέρασε η Μαίρη από δω να πάρει ένα γράμμα;»
Όχι πάλι. Δεν τις είχαν δει. Η Λώρα προσπάθησε να συγκρατηθεί για να μη μπήξει τα κλάματα. Χαιρέτησε ευγενικά και γύρισε να φύγει. Ήξερε πως έπρεπε να τις βρει πριν βραδιάσει και επιστρέψουν οι γονείς τους στο σπίτι.
Προχωρώντας προς το παντοπωλείο, είδε τότε το σταματημένο αγροτικό αυτοκίνητο. Πριν μερικές μέρες το είχε ξαναδει στο ίδιο σημείο, επιστρέφοντας απ’ το σχολείο. Το θυμόταν καλά γιατί στα μέρη τους τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια. Όταν πλησίασε, ένα πανέμορφο κόλλεϋ πήδηξε απ’ την καρότσα του. Το σκυλί στάθηκε μπροστά της γαυγίζοντας σαν να την χαιρετούσε.
«Λάσσυ! … Στη θέση σου!» ακούστηκε μια αντρική νεανική φωνή.
Το σκυλί υπάκουσε αμέσως και ξανακάθισε μεγαλόπρεπα στη θέση του, κοιτώντας πότε το αφεντικό του και πότε τη Λώρα. Ο νεαρός φόρτωσε ένα κασόνι στην καρότσα και την πλησίασε.
«Τζον Μπόυ Γουόλτον.» συστήθηκε με χαμόγελο. «Βλέπω γνωριστήκατε με τη Λάσσυ.»
«Λώρα Ίνγκλς. Είναι υπέροχη! Μα …. για στάσου, Τζον Μπόυ Γούλτον είπες; Τι σχέση έχεις με τον συγγραφέα των διηγημάτων στα “Επαρχιακά Νέα;”»
Ήταν ο ίδιος. Κάθε Κυριακή ο πατέρας τους διάβαζε μεγαλόφωνα τα διηγήματά του Τζον Μπόυ μετά το δείπνο. Έτσι αγάπησε η Λώρα τη λογοτεχνία και ήθελε κάποτε να γίνει συγγραφέας. Τα κείμενά του ήταν γεμάτα από εικόνες της ζωής στο βουνό και τα λιβάδια. Τελευταία, έγραφε κωμικά σκέτς για το θέατρο της επαρχίας, με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Λουσίλ Μπώλ.
«Και τι σε φέρνει Τζον Μπόυ στο Ουόλνατ Γκρόου;» ρώτησε η Λώρα με περιέργεια.
«Κρατάς μυστικό;»
Η Λώρα έγνεψε καταφατικά.
«Οι μηλόπιτες!» είπε κλείνοντας το μάτι με νόημα. «Οι μηλιές μας στο βουνό είναι τόσο καρπερές κι η γιαγιά μου τόσο υπέροχη μαγείρισσα, που δεχτήκαμε την πρόταση των Όλσεν. Εμείς τους δίνουμε τις μηλόπιτες κι εκείνοι ό,τι χρειάζεται η μητέρα για το νοικοκυριό της.»
Ώστε έτσι λοιπόν! Οι μηλόπιτες δεν ήταν συνταγή της Νέλλης, όπως διέδιδε η κα Όλσεν σε όλη την πόλη!
«Θαυμάσια νέα, Τζον Μπόυ!» ενθουσιάστηκε η Λώρα. «Δηλαδή εκτός από συγγραφέας είσαι και μηλοπιτέμπορας!»
Γέλασαν. Έμειναν λίγο ακόμη να συζητούν για λογοτεχνία μασουλώντας λαχταριστά κομμάτια ζεστής μηλόπιτας που της πρόσφερε. Όταν ο καιρός χειροτέρεψε και οι πρώτες αστραπές έσκιζαν τον ουρανό, αποχαιρετήθηκαν. Ο Τζόν Μπόυ υποσχέθηκε να επισκεφθεί τους Ίνγκλς την ερχόμενη Κυριακή και να τους διαβάσει ο ίδιος τα διηγήματά του.
Την συνόδεψε ακολουθώντας τη με το αυτοκίνητο ως την αρχή του χωματόδρομου. Το σκοτάδι έπεφτε κι οι φόβοι της Λώρας ξαναζωντάνευαν. Τις δυνατές βροντές στον ουρανό διαδέχτηκαν μεγάλες σταγόνες βροχής στο μέτωπο, στα μάτια, στο πρόσωπο. Σκέφτηκε πως τώρα όλοι θα είχαν γυρίσει σπίτι και θ’ ανησυχούσαν για κείνη. Σπιρούνιασε το άλογο κι έκοψε δρόμο απ’ το λόφο. Από μακριά είδε το κάρο τους που χοροπηδούσε σαν τρελό στον καρόδρομο. Φωνές που δεν καταλάβαινε, έφταναν ως τ’ αυτιά της και χάνονταν. Έτρεξε να τους προλάβει. «Μαίρηηηη! Κάαααρυ!» φώναξε και τα πνευμόνια της πόνεσαν. Μουσκίδι, δεν έβλεπε πια απ’ τη βροχή και τράβηξε απότομα τα γκέμια. Η Καλλονή χλιμίντρισε δυνατά, σηκώθηκε στα δυό της πόδια και την έριξε στη γη.
«Λώρααα!….. Λώραα!» ακούστηκαν καθαρά οι κοριτσίστικες φωνές τους.
«Μαμά! Μαμάαα! Ξύπνα!» τα χέρια της κόρης της την ταρακουνούσαν απ’ τους ώμους.
«Μαίρη … Κάρυ… Γιατί χαθήκατε οι δυο σας;»
«Ποιά Μαίρη και Κάρυ, καλέ μαμά; Η Χριστίνα είμαι. Ξύπνα! Έξω βρέχει και πρέπει να με πας στ’ Αγγλικά με τ’ αμάξι.»
Η Δάφνη ανασηκώθηκε. Η Λώρα Ίνγκλς είχε εξαφανιστεί. Μόνο ο άνεμος που φούσκωνε τις κουρτίνες στο παράθυρο και ο ήχος της βροχής κρατούσαν κάτι απ’ το όνειρο. Χαμογέλασε.
Στο αυτοκίνητο, η Χριστίνα ρωτούσε για το όνειρο της μητέρας της. Τα παιδιά δεν θέλουν να μοιράζονται τη μαμά τους, ούτε καν με φανταστικά πρόσωπα. Η Δάφνη άρπαξε την ευκαιρία. Θα έβρισκε την παλιά τηλεοπτική σειρά στο διαδίκτυο, για να τη δουν μαζί. Θα της «γνώριζε» την παιδική της ηρωίδα Λώρα Ινγκλς. Μια ηρωίδα γενναία, αλλά όχι ατρόμητη. Ατίθαση, μα κι ευγενική. Πεισματάρα και συνάμα υπάκουη. Δίκαιη, χωρίς εκδικητικότητα. Θυμωμένη, χωρίς κακία. Μια ηρωίδα που έκανε λάθη και ήξερε τη συγγνώμη. Έναν πραγματικό χαρακτήρα που τη συντρόφεψε στα παιδικά της χρόνια και τη θυμόταν ακόμη.
Βασιλική Σιαφάκα