Πάτησε τα εφτά
κλοτσώντας ξεφούσκωτες μπάλες.
Η μάνα τού ’φτιαξε γλυκό
μ’ ένα κερί στη μέση.
Μόλις το φύσηξε,
σωριάστηκε το σπίτι.
Γλίτωσαν από θαύμα
κι η μάνα με τρύπιο βλέμμα
είπε πως δεν τους χωρούσε πια ο τόπος.
«Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Όχι τώρα».
Φτιάξανε έναν μπόγο και φύγανε με βάρκα·
για πού δεν ήξερε, μια ερώτηση τον έτρωγε.
«Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Όχι τώρα».
Σαν μπάταρε η βάρκα κι ένιωσε να βουλιάζει μονάχος,
τον έπιασε παράπονο που δεν θα μάθαινε ποτέ.
«Μαμά, φταίω εγώ που φύσηξα
και γκρεμίστηκε το σπίτι;»
ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ
Από την ποιητική συλλογή ΗΧΟΧΡΩΜΑ