Ώρα τώρα προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Μαύρο σκοτάδι, πιο μαύρο δεν υπάρχει. Και ησυχία. Σιωπή απόλυτη. Απόλυτη. Ούτε η ανάσα μου δεν ακούγεται. Προσπάθησα να σηκωθώ. Ματαίως. Νιώθω ξαπλωμένη, αν και δεν είμαι βέβαιη. Προσπάθησα να φέρω το χέρι στο πρόσωπό μου, ούτε αυτό στάθηκε δυνατό. Πονούσα πριν. Αυτό είναι απολύτως βέβαιο. Είχα έναν φρικτό πόνο, στο στήθος αρχικά και μετά σε όλο μου το σώμα. Δεν ξέρω πόσο πριν. Τώρα πάντως, δεν πονάω καθόλου.
Μπορεί να είμαι σε νοσοκομείο. Στην εντατική. Πόσες σκηνές έχω δει σε ταινίες, με ανθρώπους που ξυπνούν από κώμα… Ίσως ήμουνα καιρό σε κώμα. Ξύπνησα πριν και είμαι στην εντατική. Αυτό εξηγεί που δεν είναι κανείς εδώ. Που δεν νιώθω κανένα χέρι να χαϊδεύει το μέτωπό μου. Της μανούλας μου -ή του Μάνου. Αυτοί οι δυο δεν θα με άφηναν μόνη. Ποτέ.
Αλλά τι σόι εντατική είναι αυτή; Χωρίς μηχανήματα με φωτεινές ενδείξεις, χωρίς θορύβους, χωρίς ψυχή ζώσα; Προσπαθώ να φωνάξω. Αδύνατον. Το στόμα μου ασάλευτο, τα χείλη μου σφραγισμένα. Μάλλον.
Να μείνω ήρεμη. Θυμάμαι τις κρίσεις πανικού μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Να μείνω ήρεμη. Να προσπαθήσω να κοιμηθώ, αν και δεν νιώθω κουρασμένη. Καθόλου μάλιστα. Θα έλεγα πως νιώθω ανάλαφρη. Να μείνω ήρεμη. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
*
Το εργαστήριο του δόκτορα Σάμιουελ ήταν, όπως πάντα, ανάστατο. Ένας αχταρμάς από βιβλία που έμοιαζαν πολυδιαβασμένα, μηχανές, δοκιμαστικούς σωλήνες, τραπέζια και τραπεζάκια διαφόρων διαστάσεων, δυο καναπέδες, έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενδοσκόπια, μικροσκόπια, πίνακες, σημειωματάρια, μολύβια… Πάνω στον έναν από τους καναπέδες, τον μενεξεδί, τοποθετημένος με τάξη ακριβώς στη μέση, ένας πάνινος άγγελος με γαλαζωπά φτερά, φθαρμένος λίγο αλλά όμορφος πολύ. Το μόνο στοιχείο αρμονίας στο χώρο. Πάνω σε ένα από τα τραπέζια, που θα μπορούσες να το πεις χειρουργικό, ένα κουβάρι από πολύχρωμα, μικρού και μικρότερου διαμετρήματος καλώδια, μπερδεμένα μεταξύ τους, άλλα πλεγμένα και άλλα αυτόνομα, με τις απολήξεις τους μπηγμένες σε μια τεράστια μεταλλική κατασκευή στο πλάι του τραπεζιού. Πάνω από το τραπέζι μια χειρουργική λάμπα τελευταίας τεχνολογίας, έριχνε το ψυχρό της φως στο μπερδεμένο κουβάρι.
Το θορυβώδες συνονθύλευμα έμοιαζε να λειτουργεί πυρετωδώς, σε αντίθεση με όλα τα άλλα αντικείμενα στο χώρο που το ημίφως δεν επέτρεπε να διακρίνεις με ακρίβεια.
Ο δόκτορας ήταν απόλυτα απορροφημένος, ένα με το παράξενο σκηνικό.
Ξαφνιάστηκε με τον ήχο του εισερχόμενου μηνύματος στο κινητό του, λες και δεν είχε ο ίδιος υποχρεώσει τον επικεφαλής του νευρολογικού να τον ενημερώνει συνοπτικά ανά δίωρο. «Είχαμε μια κρίση. Αντιμετωπίστηκε. Κοιμάται.»
*
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε φάνηκε να θύμωσε μαζί μου. Χθες ήταν άραγε; Προχθές; Πριν ένα μήνα; Ποιος ξέρει. Δεν του αρέσουν οι σκηνές ζήλιας, τις απεχθάνεται. Και του υποσχέθηκα απ’ την αρχή πως δεν θα τον στεναχωρώ με τέτοια. Μόνο που δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ εκείνη τη φορά. Ήταν ολοφάνερο ότι η συνάδελφός του ήταν ερωτευμένη μαζί του. Και είναι τόσο όμορφη. Ήθελα να της κόψει κάθε ελπίδα. Μα πώς θα γίνει αυτό αν είναι τόσο γλυκομίλητος όταν μιλάνε μεταξύ τους στο τηλέφωνο;
Δίκιο είχε ο Μάνος μου. Μιλάει μαζί της όπως μιλάει πάντα, με όλους. Είναι τόσο ευγενικός και καλοπροαίρετος. Και είμαι τόσο, τόσο τυχερή που τον αγαπώ και μ’ αγαπάει.
Ποιος ξέρει πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή. Ξέρει άραγε πως είμαι εδώ; Ξέρει πού είμαι; Είναι κοντά μου; Προσπαθώ να μυρίσω, αφού ούτε να ακούσω ούτε να δω μπορώ. Μου άρεσε η μυρωδιά του. Όλα του μου αρέσανε. Μα δεν μυρίζω τίποτε. Ούτε τη δικιά του ούτε άλλη καμιά μυρωδιά.
Πού είμαι; Τι μου συνέβη διάολε; Πήγαινα να επισκεφθώ τη μαμά μου. Της είχα αγοράσει εκείνο το θαυμάσιο φόρεμα που μου περιέγραψε πως είδε πριν λίγες μέρες στη βιτρίνα του ΤΟΙ στο Περιστέρι. Ήμουν χαρούμενη. Ύστερα τίποτε. Σκοτάδι και σιωπή. Σκοτάδι και σιωπή.
Αν μπορούσα τουλάχιστον να κοιμηθώ… Τα όνειρά μου είναι πάντα πολύχρωμα…
*
Οι Β-αναστολείς που του έδωσε ο επικεφαλής του νευρολογικού για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής, έκαναν ακόμη μικρότερη την ανάγκη του για ύπνο. Έτσι, ο Σάμιουελ είχε την ευχέρεια πλέον να βρίσκεται στο εργαστήριο τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας. Και αυτό ήταν ασυζητητί σπουδαίο. Χρειαζόταν όσο χρόνο μπορούσε να βρει, για τις δοκιμασίες και τις καταγραφές του. Έπρεπε όλα να είναι έτοιμα σύντομα. Όσο γίνεται πιο σύντομα. Η Ελίζαμπεθ, η μικρή του Μπέτι, ήταν κιόλας είκοσι χρονών. Όσο και το προσδόκιμο. Πόσο θα άντεχε ακόμη;
Δεν είχε κανένα λόγο να στεναχωριέται που δεν επισκεπτόταν πια το σπίτι του. Η γυναίκα του, ο έρωτας της ζωής του, είχε εγκαταλείψει εδώ και χρόνια τη συζυγική στέγη. Και τη μητρική ιδιότητα, εδώ που τα λέμε. Είχε ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, σε άγνωστο τόπο. Μακρινό κατά πάσα πιθανότητα. Ισχυρίστηκε ότι δεν άντεχε πλέον. Ότι έχοντας η ίδια αποδεχθεί την κατάσταση, δεν άντεχε τον αιθεροβάμονα Σάμιουελ, που τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε πια, εκτός από την αναζήτηση διεξόδου για τη νεαρή Μπέτι.
Ο Σάμιουελ είχε παρατήσει για χάρη της Μαίρης λαμπρές προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης. Πολλά χρόνια πριν. Εκείνος, ο νεαρότερος καθηγητής στο Στάνφορντ και εκείνη μεταπτυχιακή φοιτήτρια της βιολογίας, Ελληνίδα που βρέθηκε με υποτροφία στην Καλιφόρνια. Παράφορος έρωτας, αλλά με ημερομηνία λήξης, όπως απέδειξε η ζωή. Ο Σάμιουελ παράτησε τα πάντα και ακολούθησε στην Ελλάδα την αγαπημένη του. Και με το σπουδαίο του βιογραφικό, πήρε εύκολα θέση πανεπιστημιακού καθηγητή στο νοσοκομείο που φιλοξενεί το μάλλον αυθαίρετο ερευνητικό του εργαστήριο. Και την Μπέτι, την τελευταία διετία, που η κατάστασή της επιδεινώθηκε πολύ.
Πέρασαν δέκα χρόνια ανέφελης ευτυχίας ο Σάμιουελ και η Μαίρη, μέχρι την αποφράδα ημέρα της οριστικής διάγνωσης για τη μικρή Ελίζαμπεθ: Μυϊκή δυστροφία τύπου Ντουσέν.
Και ύστερα, άλλαξε ο κόσμος.
*
Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι, ήταν ένα παρμπρίζ που εμφανίστηκε μπροστά μου από το πουθενά. Και ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα θυμάμαι από τα φρένα του, μπορεί και τα δικά μου, αν και δεν είμαι σίγουρη πως πρόλαβα να πατήσω φρένο. Μετωπική, οπωσδήποτε. Σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Αποκλείεται να κατάφερα να σωθώ. Δεν φορούσα καν ζώνη ασφαλείας. Από τότε που χάλασε ο μηχανισμός υποδοχής, όλο έλεγα να πάω στο συνεργείο και όλο το ανέβαλα…
Φαίνεται πως έτσι είναι ο θάνατος. Ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση, ούτε αγαπημένοι νεκροί να σε περιμένουν.
Νομίζω πως δεν φοβάμαι. Καθόλου μάλιστα. Ούτε λυπάμαι. Αλλά αν είναι έτσι ο θάνατος, θα προτιμούσα την ανυπαρξία.
*
Ο δόκτορας Σάμιουελ κοίταξε τον τριανταπεντάχρονο διοπτροφόρο βοηθό του, με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό. «Σήμερα κάναμε ένα σπουδαίο βήμα!» του είπε χαμογελώντας. «Το αποδεικνύουν, χωρίς αμφιβολία, οι ενδείξεις στον καταγραφέα: η μακροπρόθεσμη μνήμη κατοχυρώθηκε!»
Ο Κωνσταντίνος πλησίασε με δέος το καταγραφικό μηχάνημα. «Ωστόσο, τα συναισθήματα φαίνεται και αυτή τη φορά να υπολειτουργούν. Προφανώς η αμυγδαλή δεν συνεργάζεται αρμονικά με τον ιππόκαμπο. Είναι σχεδόν μηδενικές οι ενδείξεις για τη χαρά, το φόβο, την ελπίδα. Μόνο η έκπληξη και η αγάπη φαίνεται να έχουν λίγο αυξηθεί και ο θυμός, λιγότερο ακόμη».
«Χρειαζόμαστε χρόνο, Κωνσταντίνε. Αυτό είναι όλο. Και περισσότερη μελέτη, περισσότερες δοκιμές, περισσότερη αφοσίωση», αποκρίθηκε ο Σάμιουελ επιτιμητικά.
Ο Κωνσταντίνος ήθελε από καιρό να απεγκλωβιστεί από αυτή τη συνεργασία. Όπως είχε άλλωστε συμβεί, επιτυχώς, με τους τρεις προηγούμενους βοηθούς του δόκτορα, που δεν άντεξαν την πίεση και τις υπερβολές του. Νομίζει πως μπορεί να συμπτύξει το χρόνο, καταργώντας τους κανόνες κάθε επιστημονικής έρευνας, σκέφτηκε κοιτάζοντάς τον. Ήταν μεγαλόπνοη έρευνα ασφαλώς, αλλά παρά τις ενδιάμεσες αναλαμπές –που κάποιες από αυτές ήταν σίγουρα σπουδαίες– ο Κωνσταντίνος είχε την πεποίθηση πως αξιοποιήσιμα αποτελέσματα δεν θα προλάβαινε ούτε η Μπέτι, ούτε ο δόκτορας, ούτε ο ίδιος και οι κοντινοί του απόγονοι.
Τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, είχε και έναν παραπάνω λόγο να προσδοκά την αποδοχή της αίτησης μετάθεσής του σε νοσοκομείο της επαρχίας, κι ας περιοριζόταν έτσι δραματικά οι πιθανότητες ακαδημαϊκής καριέρας. Το σκεφτόταν κάθε φορά που συναντούσε το Μάνο, τον πιο κοντινό του φίλο, κάθε φορά που προσπαθούσε να τον παρηγορήσει για την τραγική απώλεια της Ελένης του, σε κείνο το φριχτό δυστύχημα.
*
Μα πού βρίσκομαι; Πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο επιτέλους; Γιατί ο Μάνος δεν είναι εδώ; Η μητέρα μου; Γιατί δεν με βοηθά κανείς;
Γιατί δεν πεθαίνω;
*
Ο Σάμιουελ δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για την καθυστέρηση της διάγνωσης. Η Μπέτι ήταν ήδη έξι χρόνων όταν αποδέχτηκε το γεγονός ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αμφισβητούσε μέχρι τότε την Μαίρη, προτάσσοντας την ιδιότητα του γιατρού, τις γνώσεις και την εμπειρία του. Για ένα διάστημα αμφισβητούσε και τις ενδείξεις των ιατρικών εξετάσεων. Πίστευε πως αυτό το είδος της μυοπάθειας εκδηλώνεται μόνο στα αγόρια. Πως η ασθένεια είναι απολύτως κληρονομική, άρα δεν ήταν δυνατό να εμφανιστεί στη δική του Μπέτι. Άλλωστε, η μικρή του Μπέτι, ήταν το παν.
Ωστόσο, η νόσος εξελίχθηκε κατά τα συνήθη: προϊούσα εκφύλιση των μυϊκών ινών, στην αρχή δυσκολία στο τρέξιμο, μετά στο περπάτημα, ύστερα αδυναμία στήριξης σε όρθια στάση –και από τα έντεκα καθήλωση σε αναπηρικό αμαξίδιο. Περίπου στα δεκαπέντε, ξεκίνησαν και τα προβλήματα της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας, μαζί με κρίσεις επιληπτικές και σταδιακή πτώση της αντιληπτικής δεξιότητας. Τότε ήταν που ο Σάμιουελ αποδέχθηκε πως η Μπέτι δεν θα μπορούσε να θεραπευτεί. Πως ήταν ένας δρόμος χωρίς γυρισμό.
Αγχώθηκε, όπως κάθε φορά που έκανε τις ίδιες σκέψεις. Έπρεπε απλώς να επικεντρωθεί στον στόχο του. Να βελτιώσει τις ενδείξεις. Να αυξήσει τις πιθανότητες. Μετά, θα ήταν όλα ευκολότερα. Θα εύρισκε σώμα για την πριγκίπισσά του. Έστω μηχανικό. Αλλά αυτό θα μπορούσε να γίνει αργότερα. Αρκεί να ήταν έτοιμος για την ορθή μεταφορά των νευρώνων της στο εργαστήριο, μόλις ερχόταν το τέλος. Ή η αρχή.
Αφηρημένος, πήρε για δεύτερη φορά τους Β-αναστολείς του. Διπλάσια δόση, για να αντέξει τη νύχτα. Όπως είχε σκεφτεί και την πρώτη φορά…
*
Ο Κωνσταντίνος έφτασε στο εργαστήριο για το ξεκίνημα της βάρδιας, όταν ήταν ήδη αργά. Μετά τη διαπίστωση του θανάτου, και πριν καλέσει σε βοήθεια, πλησίασε το πολύχρωμο κουβάρι.
«Καλό ταξίδι, Ελένη» ψιθύρισε. «Συγχώρεσέ με». Ύστερα, αποσύνδεσε το μεταλλικό μηχάνημα από το ρεύμα.
Η ετυμηγορία της νεκροψίας-νεκροτομής ήταν σχετικά σαφής: απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης – πνευμονικό οίδημα – θάνατος. Αιτία η υπερβολική δόση φαρμάκων. Πιθανόν αυτοκτονία.
*
Τίποτα.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΕΡΕΦΙΔΟΥ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος