Κυριακή πρωί.
Κατεβαίνω στο Σταθμό Μοναστηράκι. Μπλέκομαι στο πλήθος που κατευθύνεται στην Πλάκα. Χαζεύω τα μπρελόκ με τα τσολιαδάκια. Κατεβαίνω την Ανδριανού προς την Αρχαία Αγορά και μαζί μ’ ένα γκρουπ Κινέζων μπαίνω στη Στοά του Αττάλου. Χθες πήγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Θυμήθηκα εσένα που ερχόσουν να μελετήσεις τα αγάλματα. Πόσο σου άρεσε να μου μιλάς για την τέχνη.
Ανηφορίζω την Αποστόλου Παύλου και ετοιμάζομαι να ανέβω στο βράχο της Ακρόπολης όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι η αδελφή μου. Θα μου πει να φάμε όλοι μαζί ξανά. Σαν οικογένεια. Δεν το σηκώνω. Αν προλάβω, θα τους βρω στον καφέ.
Συνεχίζω ν’ ανεβαίνω τον ιερό βράχο. Βλέπω την Αθήνα από ψηλά. Μια θάλασσα από γκρίζο τσιμέντο.
Ένα ζευγάρι Αμερικανών μού ζητάει να τους βγάλω φωτογραφία με φόντο τον Παρθενώνα. Μια στιγμή ξεγνοιασιάς στο κάδρο της ψηφιακής μηχανής. Μου πιάνουν την κουβέντα. Σκέφτομαι ότι μπορεί να ήμασταν κι εμείς έτσι αν δεν είχα αποφασίσει να γίνω ναυτικός.
Κυριακή απόγευμα.
Θα τους πετύχω στον καφέ σκέφτομαι και παρκάρω το αυτοκίνητο μπροστά στη σιδερένια πόρτα. Η μυρωδιά από τις ανθισμένες τριανταφυλλιές θέλει να με ταξιδέψει στον χρόνο. Βγάζω μια αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη μου. Κανένα δεν ταιριάζει.
Χτυπάω το κουδούνι. Μια φωνή ακούγεται στο θυροτηλέφωνο.
-Μανώλη; Εσύ είσαι;
Η πόρτα ανοίγει και βλέπω την αδελφή μου στην είσοδο με τα χέρια σταυρωμένα. Ετοιμάζεται να με μαλώσει.
-Σου έχω πει χίλιες φορές να παίρνεις τα κλειδιά σου.
-Μην αρχίζεις πάλι…
-Πέρασε μέσα. Σου έχω ετοιμάσει να φας.
Στο τραπέζι υπάρχει ένα σερβίτσιο που περιμένει.
-Έχω φτιάξει γεμιστά.
-Έχω φάει, ξέρεις…
Η κουβέντα πέφτει στο κενό αφού η πιατέλα είναι ήδη στο τραπέζι.
-Πες μου μόνο αν τα έχω πετύχει.
Βάζω λίγο στο πιάτο μου και δοκιμάζω.
-Πολύ ωραία είναι. Όπως τα έκανε εκείνη…
Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει. Φαίνεται κουρασμένη.
-Εκείνη έφυγε, Μανώλη!
-Το ξέρω…
-Στο είχα πει στο τηλέφωνο.
-Λυπάμαι…
-Δεν λυπάσαι!
Μια θάλασσα σιωπής ρουφάει τα λόγια μας. Σηκώνομαι από την καρέκλα αποφεύγοντας το βλέμμα της.
-Σε τρεις μέρες μπαρκάρω. Θα κοιτάξω να ξανάρθω. Να σε δω λίγο.
-Με βλέπεις τώρα.
-Να τα πούμε…
-Τα λέμε τώρα.
-Με περιμένουν ξέρεις…
-Εγώ δεν θα σε περιμένω.
-Θα έρθω αύριο να πιούμε καφέ.
-Αντίο, Μανώλη.
-Θα σε πάρω το βράδυ τηλέφωνο.
Φεύγω σχεδόν τρέχοντας. Χρειάζομαι ν’ αναπνεύσω.
Κυριακή βράδυ.
Πίνω καφέ στην ταράτσα του Public. Σκέφτομαι να την πάρω τηλέφωνο. Μπορεί και να μην το σηκώσει. Μπορεί ακόμα και να έχει αλλάξει νούμερο.
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ήπιαμε ένα καφέ στο Σύνταγμα. Ανάμεσα σε δύο μπάρκα. Δεν ξέρω αν θυμάμαι κάτι από αυτή τη συνάντηση.
Με αυτή τη σκέψη βρήκα το όνομα στις επαφές και ακούμπησα απαλά το δάχτυλο μου στην οθόνη. Χτυπάει.
-Εμπρός; ακούγεται η φωνή της
-Καλησπέρα. Εγώ είμαι.
-Μανώλη; Είσαι εδώ;
-Ναι. Πίνω καφέ στο Σύνταγμα.
-Είσαι καλά;
-Είχα περάσει από το πατρικό μου.
-Τι κάνει η αδελφή σου;
-Παντρεύτηκε. Έχει και δυο παιδιά.
-Η μητέρα σου; Έμαθα ότι…
-Καλά έμαθες.
-Λυπάμαι. Ξέρω ότι έλειπες όταν…
-Εσύ; Παντρεύτηκες;
-Παραλίγο..
-Να περάσω από το Μαρούσι;
-Έχω φύγει. Μένω στο κέντρο.
-Οι δικοί σου;
-Καλά. Εκεί. Μεγαλώνουν.
-Χθες πήγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο…
-Α, ναι; Έχει πολλούς τουρίστες αυτή την εποχή.
-Ναι, έχει.
-Θα κάτσεις καθόλου στην Αθήνα;
-Σε τρεις μέρες μπαρκάρω. Λέω να πάω καμία εκδρομή.
-Είναι ωραία στην Αίγινα αυτή την εποχή…
-Έρχεσαι;
-Έχω δουλειά.
-Αν είχαμε φύγει;
-Έφυγες εσύ…
-Σ’ αφήνω τώρα.
-Ναι…
-Τα λέμε.
-Καλό ταξίδι, Μανώλη.
Κρατάω το τηλέφωνο μέχρι να κλείσει η γραμμή. Στο απέναντι τραπέζι μια παρέα από φίλους κουβεντιάζει. Σιωπή καλύπτει τα λόγια τους.
Δευτέρα νωρίς το πρωί.
Έχει ήδη ξημερώσει. Νύχτωσε ποτέ;
Κατεβαίνω στη ρεσεψιόν για να πληρώσω το λογαριασμό. Ένα δωμάτιο για τρεις μέρες. Ζητάω να μου καλέσουν ένα ταξί για Πειραιά. Περνάμε τη Φιλελλήνων που έχει κίνηση. Ανάβει πράσινο το φανάρι και στρίβουμε στη Βασιλίσσης Αμαλίας. Μπροστά μου είναι η Πύλη του Ανδριανού όταν ακούω τον εαυτό μου να λέει δειλά:
-Μπορούμε να περάσουμε πρώτα από το Πρώτο Νεκροταφείο;
Αλίνα Τριανταφύλλου
Μου άρεσε η θεατρική γραφή!